Date:
Όταν πρωτοσκεφτόμαστε την ευθανασία, είναι πολύ πιθανό να θεωρούμε ότι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, οπότε δεν μπορεί παρά να είμαστε είτε υπέρ είτε κατά. Στην πραγματικότητα, είναι κάτι πολύ περίπλοκο, που ενέχει σημαντικά διλήμματα και προϋποθέσεις.
Η προστασία της ανθρώπινης ζωής –για όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμία εξαίρεση– είναι ένα δικαίωμα κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα. Συνεπώς, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς αν το δικαίωμα στη ζωή κατοχυρώνει κατ’ επέκταση και ένα δικαίωμα στον θάνατο, στην ευθανασία.
Αυτό λοιπόν δεν ισχύει σύμφωνα με την κρατούσα έννομη τάξη στη χώρα μας, αλλά και σύμφωνα με το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κύρια αιτία είναι ο φόβος καταχρήσεων, καθώς χρειάζεται πολύ αυστηρός έλεγχος ώστε να προστατευτεί το συμφέρον του ασθενούς και να αποτραπεί η εξυπηρέτηση ξένων προς αυτόν συμφερόντων. Για παράδειγμα: Πώς μπορούμε να διαφυλάξουμε ότι δεν θα υπάρξει πιθανότητα κατάχρησης; Ποια θα είναι τα σαφή και απόλυτα κριτήρια σχετικά με το πότε μπορεί να επιτρέπεται και πότε όχι; Τι γίνεται όταν ο ίδιος ο ασθενής δεν είναι σε θέση ή δεν έχει την πνευματική διαύγεια για να ζητήσει ευθανασία; Και πολλά άλλα.
Αν και η συζήτηση για την ευθανασία έγινε πολύ πιο έντονη τη δεκαετία του ’70, καθώς έπαιξε ρόλο η μεγάλη ανάπτυξη της εντατικής θεραπείας, οι αναπνευστήρες κλπ, υπήρχε από πάντα. Ο άνθρωπος ποτέ δεν ήθελε να υποφέρει. Μάλιστα, σύμφωνα με μία άποψη η σχετική συζήτηση γίνεται εντονότερη όταν η κοινωνία είναι σε φάσεις κρίσης, π.χ. οικονομικής, καθώς τότε εντείνεται το άγχος του ανθρώπου για εξάρτηση και για ταλαιπωρία, ως εκ τούτου ο άρρωστος και αδύναμος φοβάται και σκέφτεται την ευθανασία ως μία «λύση ασφάλειας».
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ ίσως, η συζήτηση για την ευθανασία δεν είναι ούτε απλή ούτε ξεκάθαρη. Η ηθική και η λογική δυσκολεύονται να βρουν μια σαφή και κοινή λύση.
Είναι πολλά τα ζητήματα που προκύπτουν. Κάθε μέρος που εμπλέκεται στη διαχείριση της κατάστασης μπορεί να έχει μία διαφορετική ατζέντα: Οι γιατροί έχουν δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη που δεν τους «επιτρέπει» να αφήσουν τους ασθενείς τους να πεθάνουν, οι ασθενείς που υποφέρουν μπορεί να ζητήσουν τη λύτρωση του θανάτου, οι συγγενείς τους, ο νόμος, οι θρησκείες κ.ά. δεν συμφωνούν πάντα.
Ας μην ξεχνάμε και το επιχείρημα της πλευράς που λέει ότι η νομιμοποίηση της ευθανασίας δεν είναι η λύση για τους ασθενείς που βρίσκονται σε τελικό στάδιο, αλλά προσφέρει μόνο οικονομική ανακούφιση στα ασφαλιστικά ταμεία, στους κουρασμένους συγγενείς –που έχουν ίσως και άλλα συμφέροντα– και σε μία κοινωνία που δεν προτίθεται να προνοήσει ώστε να έχουν όλοι οι άνθρωποι την κατάλληλη ανακουφιστική-παρηγορητική φροντίδα που δικαιούνται, ακόμα κι αν τους απομένουν μόνο λίγοι μήνες ζωής.
Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ευθανασία
Η ευθανασία διαχωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: Σε ενεργητική και σε παθητική.
- Η ενεργητική ευθανασία αναφέρεται στην περίπτωση στην οποία ο γιατρός, κατόπιν επιθυμίας του ασθενούς, προβαίνει σε ιατρική πράξη που οδηγεί τον ασθενή στον θάνατο.
- Η παθητική ευθανασία αναφέρεται στην περίπτωση στην οποία δεν επιχειρείται ή δεν παρατείνεται μια θεραπεία που θα συνέβαλε στη διατήρηση της ζωής του ασθενούς.
Εντούτοις, ο όρος ευθανασία θεωρείται μάλλον παρωχημένος και δεν χρησιμοποιείται πλέον ιδιαίτερα. Έδαφος κερδίζουν όλο και περισσότερο οι όροι υποβοηθούμενος θάνατος (assisted dying) και υποβοηθούμενη αυτοκτονία (assisted suicide), όπου τα θανατηφόρα φάρμακα δίνονται ή συνταγογραφούνται από τον γιατρό, αλλά τα παίρνει μόνος του ο ασθενής.
Η αφορμή για αυτό το άρθρο είναι το ιστορικό βήμα που έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς εγκρίθηκε τον Νοέμβριο του 2024 νομοσχέδιο που επιτρέπει τον υποβοηθούμενο θάνατο κάτω από πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Το εν λόγω νομοσχέδιο έλαβε 330 ψήφους υπέρ και 275 κατά, αλλά υπολογίζεται ότι χρειάζεται περίπου 6 μήνες ακόμα μέχρι να οριστικοποιηθεί και ίσως εντωμεταξύ υποστεί κάποιες αλλαγές. Προς το παρόν, το νομοσχέδιο περιγράφει ότι για να ασκήσει κάποιος ασθενής το δικαίωμά του στον υποβοηθούμενο θάνατο θα πρέπει:
- να έχει σώας τας φρένας,
- να είναι ενήλικος,
- να έχει μόνο έξι μήνες ζωής ακόμη μπροστά του και
- το αίτημά του να υπογράφεται από δύο γιατρούς και έναν δικαστή.
Ας δούμε τι ισχύει σχετικά με το δικαίωμα ενός ασθενή που βρίσκεται σε τελικό στάδιο για να μπορέσει να τερματίσει τη ζωή του τόσο στη χώρα μας όσο και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.
Τι ισχύει για την ευθανασία στην υπόλοιπη Ευρώπη
Μέχρι σήμερα δεν υφίσταται ενιαία αντιμετώπιση για το ζήτημα της ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γενικά, η ενεργητική ευθανασία είναι πολύ πιο δύσκολα και σπάνια αποδεκτή, ενώ η παθητική ευθανασία τυγχάνει πιο συχνής αποδοχής από τις διάφορες χώρες. Η πρώτη χώρα που νομιμοποίησε την υποβοηθούμενη αυτοκτονία ήταν η Ελβετία και αργότερα ακολούθησαν η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία με πολλές συζητήσεις ψήφισαν σχετικούς νόμους αργότερα. Υπό ακόμα πιο ειδικές και αυστηρές προϋποθέσεις υπάρχουν σχετικοί νόμοι στην Αυστρία και τις Σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιρλανδία.
Τι ισχύει για την ευθανασία στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα απαγορεύεται η ευθανασία και η υποβοηθούμενη αυτοκτονία ακόμα κι αν το ζητήσει ο ασθενής. Καθώς δεν υφίσταται εξειδικευμένη νομοθεσία, το αξιόποινο της ευθανασίας κρίνεται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του ποινικού κώδικα για την ανθρωποκτονία εν συναινέσει. Η Ελλάδα έχει ενσωματώσει στο εθνικό Δίκαιο τη Σύμβαση του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Νόμος 2619/1998). Στο άρθρο 9 του νόμου αυτού αναφέρεται ότι «πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προγενέστερες οδηγίες για τη ζωή», δηλαδή οδηγίες που εκφράζουν τις επιθυμίες του ασθενούς.
Μελετώντας αλλά και ερμηνεύοντας τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005) βλέπουμε στο άρθρο 29 παρ. 1 τη δέσμευση του γιατρού να ακολουθεί την παρηγορητική ή αλλιώς ανακουφιστική ιατρική, όταν εξαντληθούν όλα τα ιατρικά περιθώρια. Επίσης, τονίζεται ότι ο γιατρός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες που είχε εκφράσει ο ασθενής, ακόμη και αν κατά τον χρόνο της επέμβασης ο ασθενής δεν είναι σε θέση να τις επαναλάβει. Παρ’ όλα αυτά, ο Κώδικας επεξηγεί ότι ο γιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου. Επίσης, στην Ελλάδα έχει ψηφιστεί ο νόμος 5007/2022 που μιλάει για την καθιέρωση της ανακουφιστικής (παρηγορητικής) φροντίδας στη χώρα μας, θέτει το πλαίσιο και καθορίζει τις διάφορες σχετικές λεπτομέρειες.
Τι ισχύει όσον αφορά τις οδηγίες μη ανάνηψης
Το 2013, η επιτροπή δεοντολογίας του νοσοκομείου «Υγεία» ζήτησε από την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής να τους συμβουλεύσει για το ποια στάση θα πρέπει να κρατάνε όταν οι ασθενείς δίνουν οδηγίες μη ανάνηψης (Do-Not-Resuscitate Orders / DNRs), μια μορφή «άρνησης θεραπείας», την οποία ενδέχεται να εκφράσει εκ των προτέρων ασθενής, για την περίπτωση που κατά τη διάρκεια της αγωγής που ακολουθεί υποστεί ανακοπή της καρδιoαναπνευστικής του λειτουργίας.
Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής απάντησε ότι η συγκεκριμένη οδηγία μη ανάνηψης αποτελεί μια μορφή των λεγόμενων «προγενέστερων οδηγιών» (advance directives) και πιο ειδικά των λεγόμενων «διαθηκών ζωής» (living wills) και ότι η θεσμική αναγνώριση των προγενέστερων αυτών οδηγιών αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού διεθνώς. Σε ορισμένα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει ήδη σχετική νομοθεσία (Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία κ.λπ.), όπως και σε κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ, όπου ειδικά οι «οδηγίες μη ανάνηψης» εφαρμόζονται από τα νοσοκομεία. Τα θέματα που αντιμετωπίζονται σχετικά είναι αφενός η χρονική έκταση της ισχύος της βούλησης, αφετέρου η πιστοποίηση της αυθεντικότητάς της, που προϋποθέτει την υιοθέτηση κάποιας τυπικής διαδικασίας (π.χ. συμβολαιογραφικό έγγραφο, την παρουσία μαρτύρων, τη δημιουργία ειδικού αρχείου στο οποίο πρέπει να εξασφαλίζεται άμεση πρόσβαση του θεράποντα ιατρού κ.λπ.).
Στο ελληνικό δίκαιο, οι προγενέστερες οδηγίες μνημονεύονται μόνον στο άρθρο 9 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998), κατά το οποίο «πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη». Η διατύπωση αυτή δημιουργεί ασάφεια ως προς τη δεσμευτικότητά τους για τον γιατρό και για τους συγγενείς, επομένως καθιερώνει μια ατελή αναγνώριση των οδηγιών. Ειδικά η περίπτωση των «οδηγιών μη ανάνηψης» έχει πάντως δύο ιδιαιτερότητες:
- ότι αφορά κατάσταση επείγουσας ιατρικής επέμβασης (κατά την οποία η αυτονομία του ασθενούς είναι, εκ των πραγμάτων, περιορισμένη) και
- ότι αποτελεί ακραία μορφή άρνησης θεραπείας, κάτι το ότι οδηγεί με βεβαιότητα στον θάνατο.
Η Επιτροπή κρίνει, εν προκειμένω, ότι η θεσμική τους αναγνώριση ενέχει ορισμένους σοβαρούς κινδύνους.
Συμπερασματικά, η Επιτροπή κρίνει ότι η σημασία των «οδηγιών μη ανάνηψης» έχει νόημα μόνον όταν ο θεράπων κρίνει ότι η αναζωογόνηση δεν θα έχει μονιμότερο αποτέλεσμα, θα είναι δηλαδή «ανώφελη» θεραπεία. Μόνο στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο γιατρός –ενεργώντας ούτως ή άλλως χωρίς την ανάγκη συναίνεσης τρίτων, σε συνθήκες επείγοντος– εάν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα την ύπαρξη τέτοιας οδηγίας του ασθενούς, πρέπει να θεωρήσει ότι δεσμεύεται και να μην προχωρήσει στην επαναφορά της καρδιακής λειτουργίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Επιτροπή κρίνει ότι οι οδηγίες «μη ανάνηψης» δεν πρέπει να επηρεάζουν την απόφαση του γιατρού.
Ά. Δάλλα
πηγή ow.gr
Εικονογράφηση: Χριστίνα Αβδίκου