Date:
Του Θοδωρή Κουτμερίδη
Την έννοια του ρίσκου την αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά, ανάλογα με το αξιακό σύστημα, τις προτιμήσεις και την πληροφόρηση που διαθέτει ο καθένας. Αυτοί είναι καθοριστικοί παράγοντες στην παρούσα χρονική συγκυρία των πολλαπλών κρίσεων – πανδημίας, πολέμου και ρεκόρ ακρίβειας – που δημιουργούν συνθήκες απόλυτης αβεβαιότητας. Στον συγκεκριμένο τομέα οι Έλληνες κατακτούμε μία ξεχωριστή πρωτιά, μιας και είμαστε στην κορυφή του δείκτη αποφυγής αβεβαιότητας παγκοσμίως, κάτι που όμως δεν κατάφερε να μας προφυλάξει από τους κινδύνους των αλλεπάλληλων κρίσεων.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσω αυτά τα ευρήματα θεώρησα αναγκαίο να διαχωρίσω τις έννοιες του ρίσκου, εστιάζοντας σε μία μεγάλη αντίθεση. Αυτό που βρήκα οξύμωρο είναι ότι μπορεί να ρισκάρουμε την ίδια μας τη ζωή στην Ελλάδα, αλλά φοβόμαστε το επιχειρείν. Το λελογισμένο «επιχειρηματικό ρίσκο» θα έπρεπε να το πριμοδοτούμε με κίνητρα. Κάτι το οποίο δυστυχώς δε γίνεται με το ασταθές οικονομικό-φορολογικό περιβάλλον και την ξεκάθαρη προτίμηση εργασίας στο δημόσιο. Είναι υπαρξιακή ανάγκη της πατρίδας μας να αποποινικοποιηθεί η έννοια της επιχειρηματικότητας, διότι είναι κατεξοχήν αυτό το δήθεν ρίσκο που αποφεύγουμε. Το υπολογισμένο επιχειρηματικό ρίσκο είναι το ζητούμενο, μιας και μπορεί να ωθήσει τη νεοφυής επιχειρηματικότητα και να μειώσει την ανεργία, κυρίως των νέων.
Στον αντίποδα παίρνουμε αλόγιστο ρίσκο παραμένοντας σε μεγάλο ποσοστό ανεμβολίαστοι, καθώς και με την παθητική μας στάση ως προς την υγεία μας, μιας και η χώρα μας είναι πρωταθλητής στην παχυσαρκία ανηλίκων, στο κάπνισμα και στην έλλειψη σωματικής άσκησης. Το «ρίσκο στην υγεία» κοστίζει χιλιάδες ζωές και είναι υπεύθυνο για τις δυσθεώρητες δαπάνες δημόσιας υγείας. Θα πρέπει να το αποφύγουμε με κάθε κόστος και να επενδύσουμε τόσο στην πρωτογενή πρόληψη κατά την προσχολική ηλικία, αλλά και να χτίσουμε εμπιστοσύνη σε θεσμούς, στη γνώση και την επιστήμη, προωθώντας περεταίρω και την εμβολιαστική καμπάνια, που μοιάζει πλέον ανενεργή.
Αυτές είναι μόνο δύο μορφές ρίσκου από τις πολλές που υπάρχουν και σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την εγκληματικότητα, τις τεχνολογικές προκλήσεις και τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις. Όμως για να αξιοποιήσουμε τις προσωπικές και συλλογικές μας δυνατότητες σε όλους τους παραπάνω τομείς, θα πρέπει να υπολογίσουμε το «πολιτικό ρίσκο» για να συνδυαμορφώσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελισσόμαστε. Τα κόμματα του λαϊκισμού και της δεξιάς που πρόσφατα κυβερνήσαν την πατρίδα μας, όπως οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η ΝΔ, είναι συνυφασμένα με το παράλογο ρίσκο, με τον διχασμό και με τις ακρότητες.
Το διακύβευμα είναι: ποιος μπορεί να οδηγήσει υπεύθυνα την πατρίδα μας σε μία προοδευτική σύνθεση με μεγάλη κοινωνική συμμετοχή, αποφεύγοντας τα παράλογα ρίσκα και αξιοποιώντας τις μεγάλες ευκαιρίες; Μήπως οι λαϊκιστές του ΣΥΡΙΖΑ σε πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας με κάποιο καινούργιο ακροδεξιό κόμμα τύπου ΑΝΕΛ; Ή μήπως η ΝΔ μαζί με τους ακροδεξιούς πρώην βουλευτές του ΛΑΟΣ που τους έχει πλέον υπουργοποιήσει; Ιστορικά μόνο το μετριοπαθές κέντρο και μεταπολιτευτικά μόνο η δημοκρατική παράταξη του ΠΑΣΟΚ κατάφερε να συνθέσει το ελληνικό ψηφιδωτό μιας ευρείας ευημερίας, και ήρθε ο καιρός αυτή η παράταξη να επανενωθεί με τη μεγάλη της κοινωνική βάση. Αυτό λοιπόν είναι το μεγάλο στοίχημα της νέας γενιάς και το στοίχημα αυτό θα το κερδίσουμε. Αυτό δείχνει και η μαζική προσέλευση στις πρόσφατες εκλογές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τους πάνω από 180,000 νέους δημοκράτες που συμμετείχαν. Στις επόμενες εκλογές λέμε «Ναι» στο λελογισμένο επιχειρηματικό ρίσκο, στην δίκαιη ανάπτυξη και στην πολιτική ανανέωση, αλλά τώρα πια ξέρουμε και δεν παίζουμε ξανά το μέλλον της χώρας στα ζάρια.
Ο Θοδωρής Κουτμερίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Τα Νεα”