Στη βίλα Μπιάνκα ο έρωτας ζει ακόμα. Αυτή είναι η ιστορία του πιο ερωτικού κτιρίου της Θεσσαλονίκης
Date:
Ένα αστικό ρομάντσο με δραματική εξέλιξη και αναπάντεχο happy end.
Aν ήσουν παιδί στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 80 (ή και του 90) τότε σίγουρα είχες φτιάξει ιστορίες στο μυαλό σου για ένα στοιχειωμένο σπίτι κοντά στην παραλία, ένα παρατημένο, γκρίζο αρχοντικό των αρχών του 2ου αιώνα, λίγο έξω από το εμπορικό κέντρο της πόλης, στην περίφημη «Λεωφόρο των εξοχών», όπως την λέγανε τότε, εκεί όπου συναντούσαν ένα στη σειρά απίστευτες βίλες κατά μήκος της παραλιακής γραμμής. Ένα σπίτι επιβλητικό και τρομακτικό την ίδια στιγμή, που σε έκανε να ρωτάς κάθε φορά τους γονείς σου «γιατί δεν μένει κανείς πια εδώ;».
Oι πιο ρεαλιστές ενήλικες είχαν να πουν συνηθισμένες ιστορίες εγκατάλειψης του κτιρίου από την πολιτεία, η οποία δεν είχε αρκετούς πόρους για να συντηρήσει και να αναπαλαιώσει μία τόσο μεγάλη και περίτεχνα αρχιτεκτονικά έπαυλη. Οι πιο ρομαντικοί όμως είχαν να σου διηγηθούν μία περιπέτεια. Για μία πλούσια εβραιοπούλα που ερωτεύτηκε ένα χριστιανό αξιωματικό του στρατού και τον παντρεύτηκε κρυφά παρά τις απαγορεύσεις των δικών της. Η αληθινή αιτία για την οποία η βίλα Μπιάνκα της Θεσσαλονίκης έμεινε σκοτεινή, κρύα και εγκαταλελειμμένη για τόσα πολλά χρόνια κρύβεται κάπου στη μέση του δρόμου, ανάμεσα στους πρακτικούς λόγους και σε ένα συγκινητικό «παραμύθι». Που μόνο παραμύθι δεν ήταν.
Η βίλα Μπιάνκα στη συμβολή των οδών Βασ. Όλγας και Θεμιστοκλή Σοφούλη στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η εξοχική κατοικία ενός πολύ εύπορου Εβραίου επιχειρηματία, του Ντίνο Φερνάντεζ – Ντιάζ, και έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη των κατοίκων της συμπρωτεύουσας με πολλά διαφορετικά ονόματα: Κάζα Μπιάνκα, Βίλα Μπλανς ή Βίλα Φερνάντεζ. Σε κάθε περίπτωση πάντως το σπίτι ήταν αφιερωμένο στη σύζυγο του Φερνάντεζ, Mπιάνκα, γι’ αυτό είχε και το όνομα της. To σπίτι είχε την υπογραφή του σπουδαίου αρχιτέκτονα της εποχής, του Ιταλού Πιέρο Αριγκόνι, ο οποίος είχε αρχικά βρεθεί στη Θεσσαλονίκη για να κατασκευάσει την πρώτη γραμμή τραμ της ελεύθερης πόλης. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1913 πλημμυρισμένο από αρχιτεκτονικά στοιχεία που παρέπεμπαν στην Αναγέννηση αλλά και στα σύχρονα ρεύματα εκείνης της εποχής.
Ωστόσο το όνομα που τελικά έμελλε να συνδεθεί περισσότερο με την ιστορία και τη μοίρα του σπιτιού ήταν αυτό της κόρης του ζευγαριού Αλίνης, η οποία ερωτεύτηκε τρελά τον Σπύρο Αλιμπέρτη, έναν έφεδρο αξιωματικού του ελληνικού στρατού, ένας έρωτας που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των γονιών της και τα αρνητικά σχόλια της κοινωνικής ελίτ της Θεσσαλονίκης.
Ο Σπύρος ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός και υπασπιστής του συνταγματάρχη Κλεομένη Κλεομένους, φρούραρχου της πόλης τους πρώτους μήνες της ένταξής της στο ελληνικό κράτος, γνώρισε την Αλίνη Φερνάντεζ σε μία διαδρομή με το τραμ. Η Αλίκη λιποθύμησε στο απέναντι κάθισμα από τη δικό του και εκείνος φρόντισε να τη συνεφέρει και να την μεταφέρει μέχρι το σπίτι της, την Κάζα Μπιάνκα. Κάπως έτσι, ανάμεσα στους δυο νέους αναπτύχθηκε φλογερός έρωτας, αλλά τα ήθη της εποχής και οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί διαχωρισμοί δεν επέτρεπαν το γάμο χριστιανού με Εβραία.
Οι δύο νέοι αποφάσισαν, σύμφωνα με συνήθεια της εποχής, να απαχθούν, να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί στην Αθήνα, αφού προηγουμένως η Αλίνη αλλαξοπίστησε κι έγινε χριστιανή. Η ερωτική υπόθεση πήρε διαστάσεις σκανδάλου που απασχόλησαν την τοπική κοινωνία και τις εφημερίδες. Ο πατέρας της Αλίνης την αποκλήρωσε, ενώ ο αρχιραβίνος την αφόρισε. Δεν μέτρησε ούτε και το οικογενειακό προηγούμενο, καθώς η μάνα της, η Μπλανς, ήταν καθολική και προκειμένου να παντρευτεί από έρωτα τον εβραίο πατέρα της, απαρνήθηκε τον καθολικισμό. Το 1916, στα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με την εγκατάσταση της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, αμβλύνθηκαν και οι ψυχρότητες της οικογένειας Φερνάντεζ, με αποτέλεσμα τα απόβλητα παιδιά τους να επιστρέψουν στο πλούσιο αρχοντικό. Έκτοτε το ερωτευμένο ζευγάρι έζησε μαζί στην πόλη ως το θάνατό τους, του Σπύρου το 1964 και της Αλίνης ένα χρόνο αργότερα.
Εκατό χρόνια μετά την απαγωγή των δύο νέων που συγκλόνισε το 1914 τη Θεσσαλονίκη, η καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου έφερε στο φως την αδημοσίευτη αλληλογραφία του Σπύρου και της Αλίν με τον αρχιτέκτονα ζωγράφο και διανοητή Δημήτρη Πικιώνη. Τα γράμματα των δύο πρωταγωνιστών του ειδυλλίου, που αποκάλυψε η ερευνήτρια στο αρχείο Πικιώνη, αναβιώνουν την πολύκροτη ρομαντική υπόθεση και τεκμηριώνουν με ντοκουμέντα το μύθο του έρωτά τους.
Σήμερα στην αυλή της Κάζα Μπιάνκα, πάνω από 100 χρόνια μετά και αφού το κτήριο έχει βρει ξανά την παλιά του αίγλη του λάμψη, πολλά ζευγάρια της Θεσσαλονίκης, που τους προσελκύει και τους συγκινεί η ρομαντική ιστορία των ενοίκων του ιστορικού αρχοντικού, τελούν τον πολιτικό τους γάμο. Με αυτόν τον τρόπο ο Δήμος της πόλης θέλει να τιμήσει τους ενοίκους της βίλας και να στείλει το μήνυμα ότι σε αυτό το σπίτι ο έρωτας θα βρίσκει πάντα τον τρόπο να τα νικάει όλα.