Date:
Ο Γκίντερ Σαμπόφσκι φοράει τα γυαλιά του, διστάζει, ψάχνει στις χειρόγραφες σημειώσεις του. Μοιάζει να προσπαθεί να καταλάβει αυτό που διαβάζει, μετά απαντά: «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, αυτό τίθεται σε ισχύ αμέσως, χωρίς καθυστέρηση…».
Η βόμβα έπεσε. Είναι γύρω στις 7 μ.μ. της 9ης Νοεμβρίου 1989.
Μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του κομμουνιστικού κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, αρμόδιος για την ενημέρωση, αυτό το μέλος του πρώτου κύκλου της ηγεσίας της «Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας» (ΓΛΔ) μόλις ανακοίνωσε, σαν να μην συμβαίνει τίποτε, μπροστά σε δεκάδες κατάπληκτους δημοσιογράφους, το άνοιγμα του Τείχους του Βερολίνου.
Μοιάζει να το κάνει εν παρόδω, στο τέλος μιας συνέντευξης Τύπου και απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις για την έξοδο των πολιτών από την επικράτεια.
Και δεν θα υπάρξει επιστροφή.
Όμως τριάντα χρόνια μετά, η συζήτηση εξακολουθεί να μαίνεται: η ξαφνική πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ως προοίμιο εκείνης του ολόκληρου του κομμουνιστικού μπλοκ, ήταν άραγε ένα ατύχημα της Ιστορίας;
Το προϊόν μιας παρεξήγησης ενός κακά προετοιμασμένου υψηλόβαθμου στελέχους ή μια υπολογισμένη κίνηση εκ μέρους μιας ανατολικογερμανικής δικτατορίας που έπνεε τα λοίσθια;
Ένα περικυκλωμένο καθεστώς
Στους διαδρόμους της εξουσίας στο Ανατολικό Βερολίνο, μέσα στις πολυτελείς επαύλεις του Βάντλιτς όπου κατοικούν οι απαράτσικ του «Κράτους των εργατών και των αγροτών», στο βόρειο τμήμα της πόλης, η ατμόσφαιρα είναι βαριά εδώ και εβδομάδες. Πώς μπορεί να σωθεί η κατάσταση;
ΑΠΕ ΜΠΕ