Date:
«Βάστα αυτά και μη μας κάνετε κλίβανο, ούτε να μας κόψετε τα μαλλιά», ήταν τα λόγια του πατέρα του Παναγιώτη Ευθυμιάδη, λίγο πριν η οικογένειά του περάσει στα απολυμαντήρια. Στιγμές μόλις νωρίτερα είχαν φτάσει στην Καλαμαριά και από το πλοίο βγήκαν με σιδερένιες μαούνες στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε μια ακόμη δοκιμασία: εκεί που όλοι οι πρόσφυγες έπρεπε να είναι γυμνοί, περιμένοντας να τους ψεκάσουν με φάρμακο και να τους ξυρίσουν το κεφάλι για να μην έχουν ψείρες…
Μια από τις κόρες της οικογένειας παρακάλεσε τον πατέρα της να μην αφήσει να της ξυρίσουν το κεφάλι και εκείνος, σε μια προσπάθεια να προστατέψει το παιδί του, αποφάσισε να δώσει τα λιγοστά του χρήματα για το σκοπό αυτό. «Τι να κάνει ο μπαμπάς μου! Κάτι λεφτουδάκια που είχε τάισε εκεί έναν… ήταν οι αδελφές μου με μεγάλα μαλλιά… Τα πήραν τα χρήματα, μας άφησαν», αφηγείται, μετά από χρόνια, ο αδελφός της μικρής κοπέλας, Παναγιώτης, που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1917 και ήρθε στην Καλαμαριά το 1923. Η προφορική του μαρτυρία φυλάσσεται σήμερα μαζί με εκατοντάδες ακόμη μαρτυρίες προσφύγων από τη Μικρά Ασία, στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, που βρίσκεται στην Καλαμαριά.
Την ιστορία διηγείται με συγκίνηση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και η ιστορικός του αρχείου Μαρία Καζαντζίδου, η οποία εξηγεί: «αυτό που σήμερα μπορεί να θεωρούμε σωστό και πολύ υπεύθυνο υγειονομικά, την απολύμανση και τον περιορισμό για κάποιο χρονικό διάστημα, οι πρόσφυγες τότε το εξέλαβαν ως τραύμα. Ενώ ήταν ταλαιπωρημένοι και περίμεναν μια αγκαλιά κάπου ζεστά, κάτι να τους περιμένει, τους περίμενε ένας ακόμη εξευτελισμός, μια δοκιμασία. Ειδικά για τις γυναίκες, τα μαλλιά είναι στοιχείο θηλυκότητας και η απώλειά τους θεωρείται ένας μερικός ακρωτηριασμός. Γενικότερα όμως τότε, το ξυρισμένο κεφάλι παρέπεμπε σε πρόσφυγες, παιδιά σε αναμορφωτήριο, φυλακισμένους, άτομα που είχαν τη ρετσινιά και ήταν στοχοποιημένα».
Μπαίνει, μάλιστα, η ίδια «στη θέση αυτού του πατέρα που δεν είχε σπίτι, δεν είχε δουλειά, δεν είχε τίποτε» και λέει: «είχε μόνο λίγα χρήματα στην τσέπη του και από αυτά έδωσε για τα μαλλιά της κόρης του. Όσες φορές και αν πω αυτή την ιστορία δεν αποφεύγω τη συγκίνηση, περισσότερο για τον μπαμπά, και την κίνηση που έκανε σε μια στιγμή, όπου ο ρόλος του πατέρα και προστάτη είχε ήδη πληγεί πάρα πολύ…».
Οι πρόσφυγες αναζητούν τους συγγενείς τους
Οι δυσκολίες που είχαν, άλλωστε, να αντιμετωπίσουν οι πρόσφυγες μόλις έφτασαν στη νέα πατρίδα δεν ήταν λίγες καθώς αρχικά αναζητούσαν τους δικούς τους ανθρώπους και τους συγγενείς του ενώ παράλληλα έπρεπε να βρουν στέγη, φαγητό και κατάλληλες συνθήκες για να ζήσουν. Αγγελίες, μέσω των οποίων οι πρόσφυγες αναζητούσαν τους συγγενείς τους, δημοσίευε η εφημερίδα των Βαλκανίων. «Η Βασιλική Κωνσταντίνου Χ”Μιχαήλ ευρίσκεται εις Καλαμαριάν Θεσσαλονίκης με όλην την οικογένειάν της υγιής και ζητεί τον υιόν της Παύλον Κωνσταντίνου Χ”Μιχαήλ» έγραφε η εφημερίδα στις 12 Σεπτεμβρίου 1922 και συμπλήρωνε: «Η Ζωίτσα Δημ. Οικονόμου μετά της κόρης της Ειρήνης και τεσσάρων μικρών, ευρίσκεται εις Καλαμαρίαν Θεσσαλονίκης και ζητούν τα πρόσωπα Θεοδόσιον, Χρήστον, Χρύσα Οικονόμου μετά του συζύγου της Αρίστου, Ελένην Οικονόμου και Νικόλαον Στυλίδην».
Οι συνθήκες ζωής στη νέα πατρίδα
Ο Δημήτρης Μουνδρουβάνος από την Αρτάκη, που εγκαταστάθηκε στα Σήμαντρα της Χαλκιδικής, αναφέρει ότι «οι συνθήκες ζωής στην αρχή ήταν πολύ άσχημες. Στην Τούμπα έμεναν μέσα σε θαλάμους περίπου τριάντα οικογένειες μαζί. Αργότερα οι οικογένειες διάλεγαν σε ποια χωριά ήθελαν να εγκατασταθούν μόνιμα και μετακινούνταν εκεί».
Η δική του οικογένεια εγκαταστάθηκε πρώτα στα Μουδανιά και μετά στα Σήμαντρα, ενώ οι άνθρωποι ήταν πλέον αναγκασμένοι να ασχοληθούν με τη γεωργία καθώς από την πολιτεία δόθηκαν βόδια στους πρόσφυγες ώστε να αρχίσουν να προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα.
Ο Γιώργος Καράμπελας από το Βόρι του Μαρμαρά έφτασε το 1922 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και έμεινε για λίγο κοντά στον Λευκό Πύργο, ενώ μετά μεταφέρθηκε στην Αρετσού, όπου έμεινε για αρκετό καιρό σε σκηνές και πρόχειρα παραπήγματα. Οι συνθήκες ήταν αντίξοες καθώς οι άνθρωποι ήταν εκτεθειμένοι σε ακραίες καιρικές συνθήκες. Σιγά σιγά έγιναν αυτοσχέδιοι χώροι κατοικίας μέχρι το 1932 να αρχίσουν να φτιάχνονται σπίτια μέσω των ομολογιών.
Ο κ. Καράμπελας αναφέρει ότι στην οικογένειά του δεν δόθηκε κλήρος, ενώ όταν πήραν δάνειο τους δόθηκαν 17 ομολογίες και έτσι πήραν σπίτι.
«Τη μαμά μου θέλω, τη μαμά μου…»
Τη μητέρα της θυμάται να ζητάει επίμονα η Φωτεινή Μερτζεμέκη από το Αξάρι της Μικράς Ασίας, που ήρθε με τις αδελφές της και τη θεία της στην Αθήνα. Η μητέρα της είχε μείνει πίσω μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια από την οποία, όπως λέει η ίδια, «δεν γλίτωσε κανείς». «Εγώ όλη τη νύχτα έκλαιγα: “τη μαμά μου θέλω, τη μαμά μου”, έλεγα… Οι αδελφές μου είχαν ένα τσουβάλι άχυρα γιομάτο σε στρωματάκια, εκεί απάνω με κοιμίζανε και “σκασε πια” μού λέγανε, ακόμα το θυμάμαι. “Μην κλαις”… μού λέαν “θα ρθει η μαμά σου, θα ρθει η μαμά σου|, περίμενα εγώ. Ύστερα τι να με κάνουνε εμένα; με ‘βάλαν στο ορφανοτροφείο. Οι αδελφές μου δούλευαν στο νοσοκομείο, εκεί μένανε εκεί δουλεύανε και κάθε Κυριακή ερχούνταν στο ορφανοτροφείο…», αφηγείται. Κάποια χρόνια αργότερα, όπως λέει, η αδελφή της παντρεύτηκε και την πήρε μαζί της.
Όσο για την κατάσταση που βρήκαν οι πρόσφυγες στα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν, ο Αριστοτέλης Ροδίτης από τους Ελιγμούς της Μικράς Ασίας κάνει λόγο για περιστατικά ρατσισμού από τους ντόπιους. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά τη φράση που λεγόταν εκείνη την εποχή: «μην κλαις παιδί μου, θα σε δώκουμε στον πρόσφυγα να σε φάει..».
Κάποιοι επισκέφθηκαν αργότερα τις περιοχές που εγκατέλειψαν
Από τους ανθρώπους που άφησαν την πατρίδα τους με τη Μικρασιατική καταστροφή, πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι θα γυρίσουν μόνιμα και ας μην έγινε αυτό ποτέ. Υπήρξαν, ωστόσο και αυτοί που ταξίδεψαν πίσω στα χωριά από τα οποία ξεριζώθηκαν και βρήκαν -ή δεν βρήκαν- τα σπίτια και τα γνώριμά τους μέρη. Όταν ερωτώνται τι θεωρούν πατρίδα, οι απόψεις διίστανται και πάλι…
«Στην αρχή, όταν ήρθαμε, ελέαμε θα γυρίσουμε πίσω, αλλά όταν πέρασαν χρόνια καταλάβαμε ότι θα μείνουμε εδώ πέρα κι έτσι», λέει η Φωτεινή Τολούδη – Κοσμά που από την Απολλωνιάδα της Μικράς Ασίας έφτασε στους Πύργους Εορδαίας και μετά στο Αμύνταιο. Η ίδια δηλώνει ότι πεθύμησε την πατρίδα της και σχολιάζει: «πώς δεν την αποθύμησα. Πατρίδα, είναι δυνατόν εκεί που γεννήθηκες να μην την αποθυμάς; Αλλά ευτυχώς κάναμε ένα ταξίδι, μας έδωσε ο Θεός την υγειά μας και πήγα τελευταία το 1986 μαζί με τον άντρα μου και το γιο μου. Πήγαμε, γυρίσαμε, χάρηκα… μας φέρθηκαν οι Τούρκοι πολύ ωραία. Γνώρισα το σπίτι μας, το είχανε χαλασμένο και το ξαναχτίσανε».
Τις περιοχές όπου έζησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους επισκέφθηκαν αρκετά αργότερα ο Δημήτρης Σιμιτόπουλος, ο οποίος πήγε στη Σμύρνη επτά φορές και στο Αϊδίνι τρεις, αλλά και ο Δημήτρης Μουνδρουβάνος, που ξαναπήγε στην Αρτάκη δύο φορές.
Αντίθετα, η Αναστασία Σμυρναίου από το Ικόνιο, η Παρία Παρασίδου από τη Σπάρτα Ικονίου και η Ελένη Γαβριηλίδου από το Γιαϊλαντσίκ δεν επισκέφθηκαν ποτέ τα μέρη που εγκατέλειψαν. Η κ. Παρασίδου, μάλιστα, θεωρεί ως πατρίδα της τη Θεσσαλονίκη διότι εκεί έζησε περισσότερο και έκανε μια καλύτερη ζωή, ενώ η Φωτεινή Μερτζεμένη συμφωνεί λέγοντας: «όπου ζεις, εκεί πατρίς».
Τις μαρτυρίες των ανθρώπων που εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία κλείνει με μελωδικό τρόπο η Φωτεινή Τολούδη – Κοσμά από την Απολλωνιάδα που μπροστά στους ερευνητές του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού τραγουδά: «Πόθε να αρχινήσω, φως μου να θρηνήσω, πώς να διηγηθώ, τα άπειρα δεινά μου, και τα βάσανά μου, να σας διηγηθώ…».
Πηγή ΑΠΕ