Ξεκίνησε η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της ξηρασίας στη Δυτική Ελλάδα

Μέτρα για την αντιμετώπιση της ξηρασίας στη Δυτική Ελλάδα έχουν αρχίσει να λαμβάνουν η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος και το Εργαστήριο Φυσικής της Ατμόσφαιρας του Πανεπιστημίου Πατρών, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού έργου, «Germ of Life – Ψηφιακή Διαχείριση Κινδύνου Ξηρασίας».
Με το συγκεκριμένο έργο, το οποίο χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα «Interreg Euro-MED» και εθνικούς πόρους, μπορούν, όπως αναφέρεται, να υλοποιηθούν στρατηγικές λήψης μέτρων για τον μετριασμό της ξηρασίας, με σκοπό την αποκατάσταση της ισορροπίας του οικοσυστήματος σε μεσογειακές ευρωπαϊκές χώρες.
Όπως ανέφερε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Αθανάσιος Αργυρίου, ο οποίος είναι και συντονιστής του έργου «Germ of Life», «τρέχουμε σε συνεργασία με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας το συγκεκριμένο πρόγραμμα, το οποίο έχει σαν στόχο την ανάπτυξη ενός ευφυούς συστήματος που θα μπορεί να προγιγνώσκει τα επεισόδια ξηρασίας, ώστε να είμαστε σε θέση να διαχειριζόμαστε καλύτερα την εμφάνισή τους».
Οι στόχοι του προγράμματος παρουσιάστηκαν από τον Αθανάσιο Αργυρίου κατά τη διάρκεια ημερίδας, με τίτλο «Πολιτική Προστασία και Τοπική Αυτοδιοίκηση», την οποία διοργάνωσε στην Πάτρα, στο πλαίσιο του έργου, ο αντιπεριφερειάρχης Αχαΐας, Φωκίων Ζαΐμης. Όπως ανέφερε ο καθηγητής, «το πρόγραμμα, στο οποίο μετέχουν δέκα εταίροι από έξι ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες, εφαρμόζεται πιλοτικά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αιγιάλειας, ενώ δοκιμάζεται ταυτόχρονα στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία».
«Ο στόχος μας», σύμφωνα με τον Αθανάσιο Αργυρίου, «είναι να έχουμε στη διάθεσή μας εξελιγμένα εργαλεία με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία προφανώς θα είναι και στη διάθεση της πολιτικής προστασίας, χρησιμοποιώντας πληροφορίες που θα παρέχονται από την ευρωπαϊκή δράση παρατήρησης της Γης ‘Copernicus’, αλλά και επίγειων σταθμών».
Πιλοτικοί σταθμοί
«Ήδη», συνέχισε, «έχουμε εγκαταστήσει από τον περασμένο Νοέμβριο ένα πρώτο πιλοτικό σταθμό στην Αιγιάλεια και είναι προς εγκατάσταση άλλοι δύο σταθμοί στην ίδια περιοχή».
«Σκοπός μας», όπως τονίζει, «είναι να δημιουργηθεί ένα δίκτυο σταθμών στην περιοχή της Αιγιαλείας, όπου με την κατάλληλη διαχείριση των μετεωρολογικών δεδομένων θα μπορεί να δώσει μία έγκαιρη πρόγνωση της ξηρασίας, ώστε οι καλλιεργητές να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, με στόχο η ζημιά στην παραγωγή, αν όχι να μηδενίζεται, τουλάχιστον να ελαχιστοποιείται».
«Με τη βοήθεια του σταθμού», προσθέτει, «πέρα από τις κλασικές μετρήσεις γίνονται και συγκεκριμένες μετρήσεις ακτινοβολιών που εκπέμπονται από τα φυτά, αλλά και ακτινοβολιών που δέχεται το έδαφος από το διάστημα, ώστε να συγκρίνονται και με δορυφορικά δεδομένα, με στόχο πάντα την καλύτερη πρόγνωση».
Μάλιστα, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «ήδη τα δεδομένα αξιοποιούνται από την Περιφέρεια, όπου υπάρχει ένα λογισμικό, το οποίο απεικονίζει σε πραγματικό χρόνο τις μετρήσεις αυτές που είναι και στη διάθεση καλλιεργητών της περιοχής».
Σχετικά με την επιλογή της Αιγιάλειας για την τοποθέτηση των σταθμών, ο Αθανάσιος Αργυρίου είπε ότι «το καλοκαίρι του 2024 είχαμε σημαντικές επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή λόγω της ξηρασίας και όπως μας ενημέρωσαν μέλη του δικτύου ‘Οινοξένεια’ του Αιγίου, καταστράφηκε σχεδόν το 50% της παραγωγής των αμπελώνων της ημιορεινής Αιγιάλειας, με ολέθριες συνέπειες στην οικονομία μιας περιοχής, η οποία είναι κατά βάση αγροτική».
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα
Μιλώντας για τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ο Αθανάσιος Αργυρίου σημείωσε ότι «αυτά ενισχύονται, λόγω της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής», συμπληρώνοντας ότι «η ανθρωπογενής παρέμβαση διαφοροποιείται από τη φυσική κλιματική αλλαγή στο ότι τα φαινόμενα εξελίσσονται πολύ πιο γρήγορα».
Παράλληλα, ο καθηγητής τονίζει ότι «στη Δυτική Ελλάδα καταγράφεται τρωτότητα λόγω της κλιματικής αλλαγής, διότι τα θερμά και ξηρά καλοκαίρια ευνοούν την εμφάνιση ξηρασίας και επομένως έχουμε εκτεταμένες δασικές πυρκαγιές», προσθέτοντας:
«Οι ήπιοι και υγροί χειμώνες εμφανίζουν πλέον ασταθέστερη συμπεριφορά, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αιφνίδιες πλημμύρες. Άλλωστε έχει πλέον τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη η κλιματική αλλαγή, η οποία όλοι ξέρουμε ότι είναι γενικά η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, μπορεί να οδηγήσει και σε ακραίες χαμηλές θερμοκρασίες. Και αυτό προκύπτει από τεκμηριωμένη θερμοδυναμική ανάλυση.
Ακόμη, οι άνυδρες περιοχές είναι περισσότερο ευαίσθητες σε μεταβολές των μορφοτύπων της βροχής, δηλαδή με τον τρόπο που πέφτει η βροχή.
Συγκεκριμένα, οι παράκτιες περιοχές είναι εκτεθειμένες στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η οποία όμως προς το παρόν δεν είναι τόσο πολύ σημαντική, αλλά αυτές οι περιοχές είναι κυρίως εκτεθειμένες στην ολοένα αυξανόμενη ένταση των καταιγίδων».
Ο «Ιανός» και ο «Daniel»
«Δυστυχώς» όπως τονίζει, «τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά στην περιοχή μας ξεκινώντας τα τελευταία χρόνια από τον μεσογειακό κυκλώνα ‘Ιανό’, ο οποίος το 2020 έπληξε πολλές περιοχές Δυτικής Ελλάδας και κυρίως τα νησιά του Ιονίου πελάγους προκαλώντας μεγάλες ζημιές».
«Το 2023», συνεχίζει, «είχαμε καύσωνες και ενδεικτικά αναφέρω ότι τον Ιούλιο οι θερμοκρασίες πλησίαζαν παρατεταμένα τους 38 βαθμούς Κελσίου, ενώ περίπου το 1/4 των θερμοκρασιών του συγκεκριμένου μήνα ήταν πάνω από τους 31 βαθμούς Κελσίου».
Επίσης, υπογραμμίζει ότι «την ίδια χρονιά, εξαιτίας της υπερβολικής ζέστης του καλοκαιριού, ανταπτύχθηκε και ο μεσογειακός κυκλώνας ‘Daniel’, ο οποίος δημιουργήθηκε στις βόρειες ακτές της Αφρικής, αλλά πλησίασε στην περιοχή μας όπου και πάλι επλήγησαν κυρίως στα Ιόνια νησιά, ενώ η Δυτική Ελλάδα, δηλαδή η Ηλεία, η Αχαΐα και η Αιτωλοακαρνανία δεν είχαν τόσο μεγάλο πρόβλημα, επειδή ακριβώς βρέθηκε πολύ κοντά στο λεγόμενο ‘μάτι’ του κυκλώνα».
«Αν όμως», συνεχίζει, «η τροχιά του ‘Daniel’ ήταν λίγο διαφορετική, πιθανόν να είχαμε βιώσει καταστάσεις ανάλογες αυτές που βίωσε η Θεσσαλία».
Όσον αφορά την ξηρασία του 2024, ο Αθανάσιος Αργυρίου σημειώνει ότι «είχαμε έναν από τους μεγαλύτερους σε χρονική διάρκεια καύσωνες πανευρωπαϊκά» και προσθέτει:
«Ειδικότερα, είχαμε 16 συνεχόμενες ημέρες με μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία μεγαλύτερη των 39,1 βαθμών Κελσίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των υδάτινων αποθεμάτων και χαρακτηριστικά αναφέρω την αποκάλυψη του χωριού Κάλιο που ήταν βυθισμένο στη τεχνητή λίμνη του Μόρνου».
Ο «χάρτης» του κλίματος
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, σύμφωνα με τον καθηγητή, «εκδηλώνονται και στην Δυτική Ελλάδα, με διαφοροποιήσεις σε κάθε περιοχή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το κλίμα της περιοχής είναι ποικίλο, δηλαδή δεν είναι σταθερό σε όλες περιοχές» και συνεχίζει:
«Συγκεκριμένα επικρατεί το μεσογειακό κλίμα, όμως υπάρχουν και θύλακες ψυχρότερων και ξηρότερων συνθηκών, όπου εξαρτώνται σημαντικά από το υψόμετρο και την απόσταση από την ακτογραμμή. Επομένως, το κλίμα που επικρατεί είναι το θερμό μεσογειακό, το οποίο έχει σχετικά ξηρά και ζεστά καλοκαίρια και σχετικά βροχερούς χειμώνες.
Αυτό το συναντάμε σε περιοχές χαμηλού υψομέτρου και κοντά στη θάλασσα, όπως επίσης και στα αστικά κέντρα του Αγρινίου, της Πάτρας, του Πύργου και καθορίζεται κυρίως από τη γειτνίαση των περιοχών αυτών με το Ιόνιο πέλαγος.
Όμως, στις ορεινές περιοχές το κλίμα είναι ψυχρό και το συναντάμε στα μεγάλα υψόμετρα της Αχαΐας και της Αιτωλοακαρνανίας. Τα χαρακτηριστικά του είναι οι χαμηλότερες θερμοκρασίες και κατά κανόνα οι χιονοπτώσεις τον χειμώνα, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είναι μειωμένες. Όμως, έχουμε και την κατηγορία του αλπικού κλίματος στα πολύ μεγάλα υψόμετρα, δηλαδή κοντά Παναχαϊκό όρος και στο όρος Ερύμανθος, στην Αχαΐα.
Επίσης, υπάρχει και μία ακόμη κατηγορία αυτή των άνυδρων περιοχών, δηλαδή ένα ζεστό κλίμα με περιορισμένες βροχοπτώσεις και αυτό εμφανίζεται κυρίως στην ενδοχώρα της Δυτικής Ελλάδας και κυρίως στις περιοχές όπου υπάρχουν φυσικά εμπόδια. Δηλαδή, η βροχή πέφτει πριν από τα εμπόδια, λόγω θερμοδυναμικών διαδικασιών. Εκεί, έχουμε χαμηλότερο ύψος βροχής και πολύ υψηλότερες θερμοκρασίες. Ως εκ τούτου, όλη αυτή η ποικιλία των κλιμάτων είναι ευάλωτη λόγω της κλιματικής αλλαγής».