Το «Βurnout» δεν είναι μια αόριστη έννοια που αφορά «τους άλλους», αλλά η καθημερινή πραγματικότητα χιλιάδων νέων και εργαζομένων στην Ελλάδα.
Οι γρήγοροι ρυθμοί, η αβεβαιότητα και η πίεση για διαρκή παραγωγικότητα έχουν κάνει την επαγγελματική εξουθένωση κομμάτι της καθημερινότητας.
Δεν μιλάμε για μια απλή κούραση που φεύγει με λίγες μέρες διακοπών, αλλά για μια βαθιά ψυχική και σωματική φθορά. Και ενώ πολλοί νέοι προσπαθούν να χτίσουν καριέρα σε ένα ασταθές και απαιτητικό περιβάλλον, το burnout αναδεικνύεται ως το πρόβλημα-σήμα κατατεθέν της εποχής μας.
Ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής Αριστοτέλης Βάθης (therapia.gr) εξηγεί στο skai.gr ότι το burnout είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή κούραση. Πρόκειται για επαγγελματική εξουθένωση με σωματικές και ψυχολογικές διαστάσεις, που εμφανίζεται όταν οι απαιτήσεις της δουλειάς ξεπερνούν για μεγάλο διάστημα τις δυνατότητές μας. Όπως τονίζει τα συμπτώματα δεν περιορίζονται στη διάθεση και τη συγκέντρωση, αλλά συχνά συνοδεύονται και από σωματικές εκδηλώσεις, όπως πονοκεφάλους, αϋπνία ή γαστρεντερικές διαταραχές. «Δεν είναι απλώς η αίσθηση ότι κουράστηκα», σημειώνει, «αλλά μια βαθύτερη φθορά που αφήνει τον άνθρωπο να νιώθει άδειος, αποξενωμένος και ανίκανος να ανταπεξέλθει». Πώς μπορεί κάποιος να το ξεπεράσει;
Όλο και πιο συχνά ακούμε τον όρο burnout. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι είναι;
Κλινικά ο όρος burnout αναφέρεται στην επαγγελματική εξουθένωση. Πρόκειται για ένα σύνδρομο με σωματικές και ψυχολογικές συνιστώσες. Εμφανίζεται όταν οι απαιτήσεις της εργασίας ξεπερνούν παρατεταμένα τις δυνατότητές μας. Δεν πρόκειται απλώς για μία αίσθηση κόπωσης, αλλά για μια βαθύτερη και πιο εκτεταμένη κατάσταση όπου η ενέργεια εξαντλείται, η διάθεση και η αίσθηση νοήματος καταρρέουν, αφήνοντας το άτομο να νιώθει άδειο, αποξενωμένο και ανίκανο να ανταπεξέλθει.
Πώς ορίζεται το σύνδρομο burnout από ψυχολογική άποψη; Ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά; Πώς το καταλαβαίνουμε;
Τα συμπτώματα ποικίλλουν, αλλά ο πυρήνας της διαταραχής ορίζεται από μια τριάδα: συναισθηματική εξάντληση, κυνισμός/αποπροσωποποίηση και αίσθηση χαμηλής προσωπικής ολοκλήρωσης. Κλινικά το σύνδρομο εκφράζεται με έντονη και συνεχή κόπωση, δυσκολία συγκέντρωσης, αυξημένη ευερεθιστότητα, συναισθηματική αποστασιοποίηση, κυνισμό και απώλεια ενδιαφέροντος για την εργασία ή ακόμη και για την προσωπική ζωή. Τα ψυχικά συμπτώματα συνοδεύονται και από σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλους, αϋπνία, γαστρεντερικές διαταραχές.
Ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν κάποιον σε burnout, ειδικά στον σύγχρονο εργασιακό χώρο; Ποια είναι τα πρώτα σημάδια;
Τα πρώτα σημάδια έρχονται αθόρυβα συνήθως. Η κατάσταση ξεκινάει με μια αίσθηση ότι «δεν θέλω να πάω στη δουλειά σήμερα, δεν έχω όρεξη», μια εσωτερική πίεση, ίσως και νευρικότητα και μικρά ξεσπάσματα θυμού προς συναδέλφους ή σε οικεία πρόσωπα χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Συχνά το burn out αρχίζει ως ελαφριά απογοήτευση ή μείωση του ενθουσιασμού και σιγά σιγά μετατρέπεται σε μια διάχυτη αίσθηση ματαιότητας και απαξίωσης του εαυτού. Άλλα προειδοποιητικά σημάδια είναι η επίμονη εξάντληση παρά την ανάπαυση, οι διαταραχές ύπνου, αυξημένα λάθη και δυσκολίες συγκέντρωσης, και μια αίσθηση ότι «δεν με νοιάζει πια» για τη δουλειά.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο εργασιακό άγχος, την κατάθλιψη και το burnout; Αν ναι, πώς μπορεί να γίνει η διάκριση;
Η κατάθλιψη είναι μια διαταραχή της διάθεσης που επηρεάζει πολλούς τομείς της ζωής, ενώ το burn out είναι κυρίως αντίδραση στο χρόνιο εργασιακό στρες. Πρακτικά, η κατάθλιψη επιμένει ανεξάρτητα από το πλαίσιο, ενώ το burn out βελτιώνεται όταν μειώνονται οι συγκεκριμένοι στρεσογόνοι παράγοντες της δουλειάς. Στην κατάθλιψη τα συμπτώματα (θλίψη, ανηδονία, απόσυρση, κλινοφιλία, σκέψεις θανάτου) είναι επίμονα και εκτός εργασιακού πλαισίου, επηρεάζοντας τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και της αυτοφροντίδας. Στο burn out κυριαρχεί η εξάντληση, ο κυνισμός και η μειωμένη επαγγελματική αποτελεσματικότητα, με ανακούφιση όταν αλλάζει το εργασιακό φορτίο ή το περιβάλλον. Το εργασιακό άγχος είναι συνήθως παροδικό και συχνά ανταποκρίνεται στην ξεκούραση και διακοπές, ενώ το burnout είναι ένα επίμονο σύνδρομο.
Ποιος είναι ο ρόλος της ψυχολογικής υποστήριξης και της ψυχοθεραπείας στην αντιμετώπιση του burnout;
Η ψυχοθεραπεία έχει πολλαπλά οφέλη αφού ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να μιλήσει με άνεση για όσα βιώνει, το οποίο δρα ανακουφιστικά. Η ψυχοθεραπεία μεταξύ των άλλων μπορεί να καλλιεργήσει την ψυχική ανθεκτικότητα και τη διαχείριση του στρες, ενισχύει τη θέσπιση ορίων, την ιεράρχηση προτεραιοτήτων και τη διαχείριση χρόνου. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι μπορεί κανείς να επεξεργαστεί δυσλειτουργικά μοτίβα όπως τάσεις υπερδέσμευσης, το «να αποδείξω την αξία μου» μέσα από την παραγωγικότητα και την υπερυπευθυνότητα, την τελειομανία, τη δυσκολία να πει «όχι», ώστε τα όρια να τίθενται χωρίς ενοχές. Παράλληλα, η ψυχοθεραπεία βοηθά να αποκατασταθεί η επαφή με τις αξίες και τα προσωπικά κίνητρα, και να αναζητηθούν νέοι τρόποι για την έκφραση της δημιουργικότητας και εύρεσης νοήματος.
Μπορεί κάποιος να καταλάβει έγκαιρα ότι βρίσκεται στα πρόθυρα burnout; Ποια είναι τα «καμπανάκια»;
Συχνά συνυπάρχουν παρατεταμένες υπερωρίες με υψηλό και απρόβλεπτο φόρτο εργασίας, χαμηλή αυτονομία στις αποφάσεις και μια αίσθηση αδικίας όσον αφορά την ανταμοιβή ή στη μεταχείριση. Τυχόν συγκρούσεις και η ασάφεια ρόλων αυξάνουν τις πιθανότητες burnout. Όταν λείπει η αναγνώριση, η καθοδήγηση και η σαφής ιεράρχηση προτεραιοτήτων, ο εργαζόμενος νιώθει ότι η προσπάθεια δεν «μετράει», με αποτέλεσμα αυξανόμενη εξάντληση και κυνισμό. Επιπλέον, η κακή ισορροπία εργασίας-ζωής, η συνεχής συνδεσιμότητα και οι διακοπές στον χρόνο ανάπαυσης, σε συνδυασμό προσδοκίες «μόνιμης διαθεσιμότητας», περιορίζουν δραστικά την καθημερινή ανάρρωση και επιταχύνουν το burnout. Δεν πρέπει να υποτιμάται επίσης ο ρόλος της ασυμφωνίας αξιών, όταν το περιεχόμενο της εργασίας ή ο τρόπος διοίκησης συγκρούονται με τις προσωπικές αρχές, προκαλώντας μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση.
Τι ρόλο παίζει ο εργοδότης ή η εργασιακή κουλτούρα στην πρόληψη του burnout;
Συνολικά, το εργασιακό περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο. Ο χαρακτήρας αλλά και η ποιότητα της σχέσης με τον εργοδότη ή τον προϊστάμενο επηρεάζει βαθιά το πώς βιώνει ο εργαζόμενος τις προκλήσεις στον εργασιακό χώρο και το κατά πόσο νιώθει ότι έχει χώρο να εκφραστεί και να ακουστεί. Ένας εργοδότης ή ένας προϊστάμενος που δεν δείχνει κατανόηση, που δημιουργεί αισθήματα αδικίας ή ζητά συνεχώς παράλογα πράγματα, χωρίς μάλιστα να αναγνωρίζει τις προσπάθειες, εντείνει την εξουθένωση. Αντιθέτως, η παρουσία ενός υποστηρικτικού εργοδότη, που αναγνωρίζει και ανταμείβει την προσπάθεια του εργαζόμενου, λειτουργεί προστατευτικά.
Πρακτικώς, οργανωσιακή πλευρά είναι κρίσιμη. Αν ένας εργαζόμενος βρίσκεται σε burn out απαιτείται η μείωση φόρτου εργασίας, πιθανώς και το ωράριο, να γίνουν πιο σαφείς οι ρόλοι, πιθανώς αλλαγή αντικειμένου εργασίας στην ίδια εταιρεία, και μια κουλτούρα που σέβεται τα όρια κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το ωράριο (δηλαδή, δεν στέλνονται email/SMS εκτός ωραρίου, σαβ/κα, κα). Μια εταιρεία που αναγνωρίζει το burn out σε ένα εργαζόμενο, θα μπορούσε να παρέχει βοήθεια στον εργαζόμενο, με άδειες και καλύπτοντας τις επισκέψεις σε ένα ειδικό υγείας (ψυχίατρο) για την αντιμετώπιση του συνδρόμου.
Υπάρχουν απλά βήματα με τα οποία μπορεί να κάνει κάποιος για να προστατευτεί ή να ξεπεράσει το burnout;
Για να ξεπεράσει κανείς το burn out χρειάζεται να επιβραδύνει λίγο, να ακούσει το σώμα και τα συναισθήματά του και να επιτρέψει στον εαυτό του να ζητήσει βοήθεια. Βασικό είναι να υπάρξει μια ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, ενίσχυση της προσωπικής ζωής και της κοινωνικότητας, ύπνος 7–9 ώρες, απαραιτήτως να μπουν εργασιακά όρια με μια ρεαλιστική επαναξιολόγηση των υποχρεώσεων. Είναι σημαντικό είναι να μην αντιμετωπίζεται το burn out ως μια προσωπική αποτυχία αλλά ως ένα σήμα κινδύνου που δείχνει ότι χρειάζεται αλλαγή πορείας.
Η ανάρρωση από το σύνδρομο απαιτεί ανάπαυση, χρόνο, υποστήριξη και απαραιτήτως αλλαγές στο εργασιακό πλαίσιο. Το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι να μιλήσει με ένα ψυχίατρο ή τον γιατρό εργασίας της επιχείρησης. Όσο πιο νωρίς γίνει αυτό, τόσο πιο γρήγορα θα αντιμετωπιστεί το σύνδρομο και οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτό. Η ψυχοθεραπεία βοηθάει, ωστόσο κάποιες φορές μπορεί να χρειαστεί και φαρμακευτική αγωγή για ένα διάστημα, συνήθως στις πιο βαριές περιπτώσεις.