«Η ΝΔ είναι η μόνη αξιόπιστη λύση για τη διακυβέρνηση της χώρας», δηλώνει στην εφημερίδα Παρασκήνιο ο βουλευτής Σερρών και Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων της ΝΔ, Τάσος Χατζηβασιλείου. Όπως επισημαίνει, οι πολίτες εμπιστεύονται τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνηση για να διατηρήσουν την Ελλάδα σε πορεία σταθερότητας και ανάπτυξης, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα «αρκούνται στην αντιπολίτευση της ατάκας».
Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ο κ. Χατζηβασιλείου υπενθύμισε ότι «η Ελλάδα, επί διακυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, έκανε όσα καμία άλλη κυβέρνηση δεν τόλμησε». Έφερε ως παραδείγματα τις συμφωνίες οριοθέτησης με Ιταλία και Αίγυπτο, την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο, τις έρευνες νοτίως της Κρήτης με τη Chevron, αλλά και την ενίσχυση της εθνικής άμυνας με τα Rafale, τις φρεγάτες Belharra, τις Bergamini και την ένταξη στο πρόγραμμα των F-35. «Η κυβέρνηση απαντά με πράξεις που αναβαθμίζουν το γόητρο της πατρίδας μας», υπογράμμισε.
Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σχολίασε ότι η Ελλάδα επιδιώκει διάλογο, αλλά «στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας», ξεκαθαρίζοντας ότι «η Τουρκία δεν μπορεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με επιθετική ρητορική ή με το casus belli σε ισχύ».
Σε ερώτηση για την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους, τόνισε ότι η Ελλάδα ακολουθεί πολιτική αρχών, στηρίζοντας τη λύση δύο κρατών «στη βάση των συνόρων του 1967», ενώ υπενθύμισε ότι η χώρα μας είναι ταυτόχρονα στρατηγικός εταίρος του Ισραήλ και συνομιλητής του αραβικού κόσμου.
Τέλος, αναφερόμενος στις μεγάλες προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής, μίλησε για την ανάγκη ενίσχυσης της αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ευρώπη, την προώθηση ενεργειακών υποδομών και διασυνδέσεων, τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και της Συρίας, καθώς και τη σύσφιξη σχέσεων με στρατηγικούς εταίρους σε ΗΠΑ, Γαλλία, Λατινική Αμερική και Ασία. «Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τη θέση μας ως αναντικατάστατου παράγοντα σταθερότητας και γέφυρας συνεργασίας σε μια ταραγμένη περιοχή», κατέληξε.
Όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η ΝΔ, ακόμα και με αναγωγή, απέχει πολύ από τον στόχο της αυτοδυναμίας στις επόμενες εθνικές εκλογές. Αν επαληθευτούν αυτά τα δεδομένα στις κάλπες και η ΝΔ δεν βγει αυτοδύναμη, τότε θα επιδιώξετε συνεργασία με το δεύτερο κόμμα ή θα προτιμήσετε να πάτε σε τρίτες εκλογες;
Ας σταθούμε στα πραγματικά δεδομένα. Οι δημοσκοπήσεις, για παράδειγμα, είναι ένα εργαλείο ανάλυσης. Αναφέρονται πάντα σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Όμως, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Νέα Δημοκρατία είναι το μόνο κόμμα στην ιστορία της Μεταπολίτευσης που παραμένει πρώτο μετά από 7 χρόνια διακυβέρνησης. Αυτό από μόνο του είναι επίτευγμα και επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η ΝΔ είναι η μόνη αξιόπιστη λύση για τη διακυβέρνηση της χώρας και αυτό αποτυπώνεται σταθερά στις μετρήσεις. Κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν συγκεντρώνει χαρακτηριστικά κυβερνησιμότητας ούτε πείθει με τις προτάσεις του. Η κοινωνία αντιλαμβάνεται ποιος μπορεί να κρατήσει τη χώρα σε πορεία σταθερότητας και ανάπτυξης και ποιος απλώς αρκείται στην αντιπολίτευση της ατάκας. Ας μην προτρέχουμε, όμως. Οι εκλογές θα γίνουν σε περίπου δύο χρόνια από σήμερα. Τότε θα κριθούμε για το έργο μας, για το εάν υλοποιήσαμε αυτά για τα οποία δεσμευθήκαμε. Η ΝΔ θα διεκδικήσει την αυτοδυναμία και οι πολίτες με την ψήφο τους θα δείξουν τον δρόμο.
Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας που ενδεχομένως να στερήσει πολύτιμες ψήφους από τη ΝΔ είναι η δημιουργία κόμματος από τον Αντώνη Σαμαρά. Προκαλεί φόβο ή ανησυχία στην κυβέρνηση το ενδεχόμενο αυτό; Θεωρείτε ότι μπορεί να κοστίσει στην αυτοδυναμία;
Ο Αντώνης Σαμαράς έχει προσφέρει στην παράταξη και στη χώρα και αυτό κανένας δεν το αμφισβητεί. Έκανε, βέβαια, συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Εκ των πραγμάτων τέθηκε εκτός Νέας Δημοκρατίας. Εναπόκειται στην κρίση των πολιτών να αξιολογήσουν τα πρόσωπα, τα κόμματα και τις επιλογές τους. Να αποφασίσουν, την ώρα της κάλπης, ποιο κόμμα μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα, ποιος ηγέτης έχει δοκιμαστεί στην πράξη. Να αξιολογήσουν το εθνικό αλλά και το ατομικό όφελος. Και, φυσικά, να σκεφτούν ποια κυβέρνηση αύξησε τα εισοδήματα, μείωσε τους φόρους και τόνωσε την εθνική μας ισχύ.
Ο πρώην πρωθυπουργός είχε ασκήσει έντονη κριτική στην κυβέρνηση για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Μπορεί να αισθάνεται σήμερα δικαιωμένος ιδίως για τα ελληνοτουρκικά;
Η Ελλάδα, επί διακυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, έκανε όσα καμία άλλη κυβέρνηση δεν τόλμησε στην εξωτερική πολιτική και στην εθνική ασφάλεια. Υπογράψαμε υποδειγματικές συμφωνίες οριοθέτησης με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια στον δυτικό θαλάσσιο χώρο μας.
Παράλληλα, η χώρα μας προχωρά σε έρευνες νοτίως της Κρήτης. Η παρουσία του αμερικανικού ενεργειακού κολοσσού Chevron αποτελεί ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης στις ελληνικές θέσεις και εμμέσως νέο διεμβολισμό στο παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Θωρακίζουμε την εθνική άμυνα με την αναβάθμιση των F-16, την αγορά των Rafale, την απόκτηση των φρεγατών Belharra. Και, προσφάτως, χάρη στη συμφωνία για τις Bergamini, την ένταξη στο πρόγραμμα των F-35 και μια σειρά άλλων κινήσεων, μεταβαλλόμαστε όλο και περισσότερο σε ισχυρό πυλώνα ασφάλειας στην περιοχή.
Όλα αυτά δεν είναι θεωρητικά. Είναι απτά επιτεύγματα. Η κυβέρνηση απαντά με πράξεις που αναβαθμίζουν το γόητρο της πατρίδας μας, έχοντας ως μοναδική πυξίδα της την εθνική ευθύνη.
Μετά την ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν, πόσο ρεαλιστική μπορεί να είναι η προσδοκία για ουσιαστική αποκλιμάκωση στα ελληνοτουρκικά;
Ενδεχομένως, η ακύρωση της συνάντησης να οφείλεται σε λόγους προσχηματικούς. Η Τουρκία πιθανώς ενοχλήθηκε από τις κινήσεις που κάνει η χώρα μας, κυρίως από το διαγωνισμό με τη Chevron και τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, όμως η Ελλάδα παραμένει σταθερή στη στρατηγική της: θέλουμε διάλογο, αλλά διάλογο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Ο διάλογος δεν είναι αυτοσκοπός. Έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να υπερασπιστούμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα με σοβαρότητα, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Η Τουρκία οφείλει να κατανοήσει ότι οι σχέσεις μας δεν μπορούν να βελτιωθούν με επιθετική ρητορική ή με το casus belli σε ισχύ.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από το «Μητσοτάκης γιοκ» και από τις δηλώσεις πως θα έρθει ξαφνικά μια νύχτα. Πιστεύετε ότι ο Ερντογάν το κάνει αυτό για δική του εσωτερική πολιτική εκμετάλλευση ή θα πρέπει να συνηθίσουμε στο εξής τη σκληρή απειλητική ρητορική;
Η ένταση στη ρητορική της Τουρκίας είναι κάτι που ο Τούρκος Πρόεδρος επιλέγει συχνά, ανάλογα με την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας του. Εμείς δεν επιλέγουμε αυτόν τον δρόμο. Η Ελλάδα εμμένει στις θέσεις της, οι οποίες άλλωστε βασίζονται στο Διεθνές Δίκαιο. Ούτε καθορίζει την πολιτική της βάσει επιθυμιών τρίτων. Όταν ο κ. Ερντογάν είχε πει «Μητσοτάκης γιοκ», μετά από λίγο καιρό κατάλαβε ότι με τον Έλληνα Πρωθυπουργό οφείλει να συνομιλεί. Πράγματι συναντήθηκαν, συζήτησαν και καθόρισαν μαζί τη λεγόμενη «θετική ατζέντα» που έχει ήδη επιφέρει αποτελέσματα. Οι κατά καιρούς ρητορικές εξάρσεις έχουν διπλό στόχο. Από τη μια να τονώσουν το εγχώριο τουρκικό ακροατήριο και από την άλλη να στείλουν μήνυμα στο μουσουλμανικό κόσμο, του οποίου η Τουρκία φιλοδοξεί να ηγηθεί. Σε κάθε περίπτωση, εμείς επιμένουμε σε διάλογο με κανόνες. Αυτή είναι η υπεύθυνη στάση μιας χώρας που θέλει ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή.
Ποια είναι η θέση σας για το ενδεχόμενο αναγνώρισης του Παλαιστινιακού κράτους από την Ελλάδα; Υπάρχει σκέψη για αλλαγή στάσης;
Η Ελλάδα ασκεί εξωτερική πολιτική αρχών, με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και με πλήρη συναίσθηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η θέση μας είναι ξεκάθαρη: στηρίζουμε την ειρηνική συνύπαρξη Ισραηλινών και Παλαιστινίων, μέσα από μια λύση δύο κρατών στη βάση των συνόρων του 1967, η οποία θα έρθει ως αποτέλεσμα μιας συνολικής διαπραγμάτευσης στη Μέση Ανατολή.
Η χώρα μας έχει αναπτύξει ισχυρή και στρατηγική σχέση με το Ισραήλ και, παράλληλα, διαθέτει ιστορικά παραδοσιακούς δεσμούς με τον αραβικό κόσμο. Αυτό μας καθιστά έναν ειλικρινή συνομιλητή και μεσολαβητή που μπορεί να συμβάλει στη σταθερότητα λέγοντας πολλές φορές και άβολες αλήθειες. Το Ισραήλ έχει δικαίωμα στην ασφαλή ύπαρξη και την αυτοάμυνα, αλλά και οι Παλαιστίνιοι έχουν το δικαίωμα εθνικής εστίας.
Η Ελλάδα θα κινηθεί με προσοχή και στον σωστό χρόνο, πάντα με γνώμονα τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή.
Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα σε διπλωματικό επίπεδο το επόμενο διάστημα;
Η Ελλάδα έχει μπροστά της πολλαπλές προκλήσεις. Η νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη, η κατασκευή ενεργειακών υποδομών και έργων διασύνδεσης, η συμμετοχή μας στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και της Συρίας, καθώς και η ενίσχυση των σχέσεων με στρατηγικούς εταίρους όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, αλλά και η σύσφιξη σχέσεων με χώρες της Λατινικής Αμερικής και της νότιας Ασίας προς όφελος των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων, είναι κρίσιμες παράμετροι της εξωτερικής μας πολιτικής.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να αναδεικνύει τον ρόλο της ως αξιόπιστου μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ παράλληλα με την παρουσία μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ως μη μόνιμο μέλος. Η γεωγραφική θέση μάς καθιστά αναντικατάστατο παράγοντα σταθερότητας. Η μεγαλύτερη πρόκληση λοιπόν είναι να διατηρήσουμε αυτή τη θέση, να την ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο και να αποδείξουμε ότι η χώρα μας μπορεί να είναι γέφυρα συνεργασίας, ασφάλειας και προόδου σε μια ταραγμένη περιοχή.