«Η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ απέναντι στην Τουρκία», υπογράμμισε ο βουλευτής Σερρών και Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων και ΕΕ της Νέας Δημοκρατίας, κ. Τάσος Χατζηβασιλείου, στη συζήτηση με θέμα «Ελληνοτουρκικές σχέσεις και γεωπολιτικές ανακατατάξεις: Υπάρχει χώρος για συμφωνία;», που διοργάνωσε χθες η εφημερίδα «Καθημερινή» στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ο πρώην Υφυπουργός Εξωτερικών επεσήμανε ότι τα τελευταία χρόνια η χώρα έχει ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ, έχει σταθεροποιήσει την οικονομία της και έχει αναβαθμίσει τον διεθνή της ρόλο, στοιχεία που ενισχύουν την συνολική της θέση απέναντι στην Άγκυρα.
Ο κ. Χατζηβασιλείου ξεκίνησε με μια ιστορική αναδρομή περιγράφοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως «καρδιογράφημα», με διαρκείς μεταπτώσεις από ηρεμία σε ένταση. Υπογράμμισε ότι το βασικό πρόβλημα εδράζεται στην αδυναμία της τουρκικής πολιτικής ελίτ «να παραδεχθεί ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπάρχει πια»,
επισημαίνοντας πως οι άκαιρες και «αυτοκρατορικού τύπου αξιώσεις» απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και σε κράτη των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, αποτελούν διαχρονικό μοτίβο συμπεριφοράς.
Ο κ. Χατζηβασιλείου, ερωτώμενος για την πιθανή «ιδανική συμφωνία» με την Τουρκία, σημείωσε ότι «δεν υπάρχουν ιδανικές συμφωνίες αλλά οι καλύτερες δυνατές συμφωνίες». Ανέφερε ότι μια τέτοια συμφωνία θα είναι εκείνη που θα διασφαλίζει τα ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, θα κατοχυρώνει τα δικαιώματα των νησιών, θα εμπεδώνει συνθήκες μακράς σταθερότητας και θα αίρει οριστικά την τουρκική λογική των γκρίζων ζωνών και του casus belli. Υπογράμμισε ότι η πρόοδος στο Κυπριακό, στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για οποιαδήποτε μελλοντική διευθέτηση των Ελληνοτουρκικών, ενώ τόνισε ότι η Ελλάδα διαθέτει πλέον σημαντικά θετικά κεκτημένα: ενισχυμένες Ένοπλες Δυνάμεις, ισχυρότερη οικονομία και αναβαθμισμένη στρατηγική θέση χάρη στις ενεργειακές υποδομές και τις συμμαχίες που την τοποθετούν στο επίκεντρο της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
Εξήγησε ότι «η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δημιουργήσει θετικά κεκτημένα βάσει του Διεθνούς Δικαίου, από τις συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο μέχρι τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό και τις ενεργειακές συμφωνίες, κινήσεις που καθιστούν σήμερα την ελληνική διαπραγματευτική θέση ισχυρότερη από ποτέ. Ποτέ άλλοτε η χώρα δεν ήταν τόσο ισχυροποιημένη έναντι της Τουρκίας. Σε οποιαδήποτε πιθανή συζήτηση, η Ελλάδα θα έχει καλύτερο σημείο αφετηρίας».
Στη συζήτηση για τις χαμένες ευκαιρίες στα ελληνοτουρκικά, ο κ. Χατζηβασιλείου ανέφερε ότι αυτές συνδέονται συνήθως με την πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε. ή την απομάκρυνσή της. «Είχε δημιουργηθεί μια ευκαιρία επί Οζάλ, τότε που ο ίδιος μιλούσε για τουρκοϊσλαμική σύνθεση και την παρομοίαζε με τη Χριστιανοδημοκρατία. Είχε ανοίξει μια πόρτα προς την Ευρώπη, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα. Αργότερα, ήρθε το 1999 το Ελσίνκι, το οποίο – παρά τις δομικές αστοχίες και αδυναμίες του – παρουσιάστηκε υπερβολικά ως θρυλική συμφωνία. Παρόλα αυτά, είχε δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό momentum για την Τουρκία. Όμως η ίδια δεν ανταποκρίθηκε στις δεσμεύσεις της έναντι των Ευρωπαίων, οι οποίοι και διχάστηκαν για την ευρωπαϊκή προοπτική της».
Στο ζήτημα της Λιβύης, σημείωσε ότι η Ελλάδα «έχασε χρόνο» τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά σήμερα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα με ανοιχτούς διαύλους τόσο με την Τρίπολη όσο και με τη Βεγγάζη. Τόνισε την πρόοδο που έχει σημειωθεί και την επιθυμία μας να συζητήσουμε τον καθορισμό ΑΟΖ, επισημαίνοντας την δυσκολία του εγχειρήματος, αφού όπως είπε πρόκειται για μία χώρα «βαθιά διχασμένη».
Αναφερόμενος στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, υπενθύμισε ότι «είναι ανυπόστατο, παράνομο και παράλογο», τονίζοντας πως η Ελλάδα αντέδρασε με υποδειγματικές συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, οι οποίες διαμόρφωσαν ένα σαφές πλαίσιο νόμιμης συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ειδική μνεία έκανε στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, ο οποίος όπως είπε, αποτυπώνει για πρώτη φορά και μάλιστα σε επίσημο ευρωπαϊκό έγγραφο, τα απώτατα όρια της δυνητικής ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Παράλληλα, αναφέρθηκε στα εθνικά θαλάσσια πάρκα ως «ένδειξη κυριαρχίας» και στοιχείο ενίσχυσης της ελληνικής διαπραγματευτικής βάσης απέναντι στην Τουρκία. Υπογράμμισε στο πλαίσιο αυτό, ότι «όσο η Τουρκία αρνείται την αποδοχή του Διεθνούς Δικαίου, οποιαδήποτε κουβέντα δεν μπορεί να καρποφορήσει».
Στο ενεργειακό πεδίο, ανέδειξε τη στρατηγική της τελευταίας εξαετίας. «Η Ελλάδα δεν έγινε τυχαία ενεργειακός κόμβος», τόνισε, σημειώνοντας ότι πετύχαμε τον στόχο χάρη στον κυβερνητικό σχεδιασμό, τις υποδομές σε Ρεβυθούσα και Αλεξανδρούπολη και τη σταθερή προώθηση του Κάθετου Διαδρόμου. Συνέδεσε δε την πρόοδο αυτή με το νέο διεθνές δόγμα «business in politics», επισημαίνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση «αξιοποιεί ευκαιρίες και ταυτόχρονα δημιουργεί νέες», με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναζητούν πλέον νέους, αξιόπιστους διαύλους συνεργασίας.
Αναφερόμενος στις ευρωτουρκικές σχέσεις, στάθηκε στη διαπραγμάτευση για το SAFE και την επιτυχημένη διαπραγμάτευση που εξασφάλισε την ομοφωνία για τη συμμετοχή τρίτων χωρών. «Όσο η Τουρκία έχει casus belli και γκρίζες ζώνες, δεν πρόκειται να πάρει ευρωπαϊκά χρήματα για την άμυνά της», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Τέλος, μιλώντας για την Ανατολική Μεσόγειο, υπογράμμισε την ελληνική πρωτοβουλία για το φόρουμ των 5, τονίζοντας ότι αυτό «δείχνει ηγετική στάση και αυτοπεποίθηση», επιμένοντας ότι οποιαδήποτε συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο «με σεβασμό στη διεθνή νομιμότητα, την κυριαρχία και την καλή γειτονία».
Στη συζήτηση που προλόγισε ο διευθυντής της εφημερίδας «Η Καθημερινή», Αλέξης Παπαχελάς, και συντόνισε ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Κωνσταντίνος Φίλης, συμμετείχαν επίσης, οι Γιάννης Βαληνάκης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, πρ. υφυπουργός Εξωτερικών, Μάνος Καραγιάννης, καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας και Παναγιώτης Τσάκωνας, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας. Παρεμβάσεις έκαναν οι Ευάγγελος Αποστολάκης, πρώην υπουργός Εθνικής Αμυνας, Τάσος Γιαννίτσης, πρώην υπουργός Εξωτερικών, Χρήστος Ροζάκης, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και άλλοι.
















