Θα ηχούσε ως ευφυολόγημα εάν κάποιος έλεγε πως η έκθεση της Αντιγόνης Καββαθά Threat Detected, που φιλοξενείται έως τις αρχές Ιανουαρίου 2026 στην γκαλερί Έκφραση της Γιάννας Γραμματοπούλου στο κέντρο της Αθήνας, αποτελεί –ακόμη κι εάν υπάρχει ή υπαινίσσεται η ανθρώπινη παρουσία–μία μελέτη πάνω στις «νεκρές φύσεις». Κι όμως, εάν αναλογισθούμε το έργο της Καββαθά υπό ένα πρίσμα πολλαπλά εννοιολογικό της έννοιας «νεκρή» ή «νεκρωμένη», τότε μόνο ευφυολόγημα δεν είναι.
Και πραγματικά, πέρα από την κατηγοριακή κατάταξη της αναπαράστασης των απλών αντικειμένων ως «νεκρή φύση», ο θεατής αντιλαμβάνεται πως στα έργα της Καββαθά ο υπαινικτικός χαρακτήρας του αντικειμένου ως συμβόλου μίας στάσης ζωής ή μίας πράξης θανάτου, πέρα από τη λειτουργικότητά του, ξεπερνά την απλή εικόνα. Γίνεται μία ιδεολογική εντύπωση, που όσο εικονικά πλησιάζει στην κυριολεξία του οπτικού μηνύματός του, τόσο παρακινεί το «δέος» που είναι απολύτως απαραίτητο για την αισθητικοποίησή του και την ενεργοποίηση της απολαυστικής εκείνης ιδιαιτερότητας που το καντιανό «δυναμικό» Υψηλό τροφοδοτεί. Ιδίως, όπως στην περίπτωση της Καββαθά, ορισμένα από τα αντικείμενα (όπως οι μπομπίνες με δηλητηριώδη αέρια, που χρησιμοποιούνται για πολεμικούς σκοπούς) εμπεριέχουν την έννοια του θανάτου και του «νεκρού». Και μάλιστα, όταν αντιπαραβάλλονται με τα κουτάκια της Coca-Cola ή την κονσέρβα της βοήθειας από την UNRRA, η Καββαθά με έναν τρόπο ειρωνικό αναμετράται, ανατρέποντας την pop art τεχνική της κονσέρβας Cambell του Γουόρχολ, με τη γενικότερη κουλτούρα της αισθητικοποίησης της εμπειρίας. Μία κουλτούρα που φθάνει έως την αποθέωση του καταναλωτικού προϊόντος ως έργου τέχνης in se και πολύ περισσότερο (θυμίζοντας την εμβληματική «Αισθητική του ‘Αρματος Μάχης», που είχε γράψει το 1943 ο μέγας Ιταλός φιλόσοφος Γκαλβάνο Ντελλα Βόλπε) της πολεμικής μηχανής.
Όμως, πίσω από την απολαυστική φωτογραφική πιστότητα κι ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτής, το έργο της Καββαθά είναι ταυτόχρονα καταδηλωτικά καταγγελτικό και εννοιολογικά υπαινικτικό, υπογραμμίζοντας την υποφώσκουσα απειλητικότητα των πραγμάτων, ακόμη κι όταν μία εικόνα με μακάριο τρόπο μας τα παρουσιάζει. Κάτι που είναι απόλυτα εμφανές στην unheimliche (ανησυχητικά οικεία) μορφή τόσο των αναπαριστάμενων αντικειμένων, όσο των γυμνωμένων δέντρων της, αλλά κυρίως στο μακρόπνοο έργο της Among the Dead Cities. Μία ιδιαίτερη «ζωοφόρο», όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια, που η σύνθεσή του ξεκίνησε το 2017. Η Καββαθά συγκλώθει με συγκλονιστική ακρίβεια ερείπεια από βομβαρδισμένες πόλεις (Αμβούργο, Μοντμπούρ, Κολωνία και Γκερνίκα), αποκαλύπτει τη διαχρονική κι αναλογική φρίκη της απονεκρωμένης φύσης από τη μάνητα του πολέμου, σε όλες τις εποχές κι όλους τους τόπους. Μία «απονέκρωση» που πάντοτε μας υπενθυμίζει τη σπινοζιακή παρατήρηση για το σφάλμα να αντιμετωπίζεται η σχέση του ανθρώπου με τη φύση (στη γενικότερη υπαρξιακή, κοσμική, της, όχι μόνο τη βιολογική της διάσταση) ως μία Κατάσταση μέσα στην Κατάσταση, όπου η ανθρωπογενής καταστροφή είναι μία φυσιολογική ιδιότητα της πράξης και της ζωής του γένους μας. Το πολύπτυχο τούτο έργο, σε αντιπαραβολή με τη σημερινή κατάσταση στον πλανήτη μας, «ηχεί» σαν υπόμνηση της «Έρημης Χώρας» του Τ.Σ. Ελλιοτ. Αυτής που μαζί με την καταστροφή των αντικειμένων, υπογραμμίζει και την καταστροφή του πολιτισμού, των εννοιών του και των αισθητικών του περιγραμμάτων. Μία καταστροφή του πολιτισμού, που δεν παρατηρεί απλώς ο άνθρωπος, μα την κουβαλά μαζί του, τη συμμερίζεται και συμβάλλει σ’ αυτή, διαρκώς αισθητικοποιώντας και αποθεώνοντας το πολεμικό και θανατηφόρο πνεύμα, σαγηνευμένος από την καταναλωτική ή φονική «απονέκρωση» των χειραγωγημένων αισθητικά κι ιδεολογικά πραγμάτων της κοινωνικής εμπειρίας.
Αλλά και τα δέντρα που ζωγραφίζει η Καββαθά δεν είναι εκείνες οι καθεστηκυίες, ανακουφιστικές και θελκτικές εικόνες μιας άχραντης κι αισθητικοποιημένης φύσης, που γαληνεύει το βλέμμα του αστού. Τα δέντρα αυτά, που περιβάλλονται από μία χειμωνιάτικη (;) με τα γυμνά κλαριά τους, σαν αποστεωμένα χέρια, να απλώνονται σαν χέρια προσευχής, δεν επαγγέλλονται μία καινούργια ανθοφορία. Γίνονται και τούτα σύμβολα μίας ανθρώπινης και κοινωνικής κατάστασης, μοιάζουν και τούτα σύμβολα μίας κατεστραμμένης πραγματικότητας, χαμένης ζωής. Μία υπόμνηση ενός “κακογραμμένου” πολιτισμού, του botched civilization του Έζρα Πάουντ, μίας κακοεννοημένης φύσης–ως υποδουλωμένου εργαλείου για την ανάπτυξη ή ως εξωραϊσμένης «κηποτεχνίας» για την ανθρώπινη σχόλη και διασκέδαση. Τα δέντρα της Καββαθά είναι όμως τραβημένα έξω από τα καθιερωμένα εννοιολογικά και εικονιστικά πλαίσια: είναι απογυμνωμένα, χωρίς το πράσινο «φωτοστέφανο» και την αύρα του φωτός, που συνηθέστερα περιβάλλουν την απεικόνισή τους. Θυμίζουν κι αυτά όπως κι η σύνθεση του Among the Dead Cities, την απονέκρωση (ακόμη και νοηματική) που ο Γέιτς έψελνε στο «Προγονικά Σπίτια» (Ancestral Houses): «θεσπέσιο αδειανό θαλάσσιο κέλυφος /(…)κι όχι η βρυσομάνα, ήταν το σύμβολο που/επισκιάζει την κληρονομημένη δόξα του πλούτου» (marvellous empty sea-shell flung/out(…)and not a fountain, were the symbol which/shadows the inherited glory of the rich.
Οι αναπαρατατικές εικόνες της Καββαθά, ταυτόχρονα καταδηλωτικές κι υπαινικτικές, παίζοντας ανάμεσα στη φωτογραφική αποτύπωση και την τεχνική της ζωγραφικής, ανατρέπει την κατεστημένη αντίληψη του «στερητικού» (σε άλλου είδους, συμβολικές κατά κύριο λόγο, σχέσεις) μηνύματος της εικόνας που θέλει να κυριολεκτήσει. Η «αναμετάδοση» των εικόνων του αντικειμένου που προβάλλει το έργο της ξεπερνά την παραδοσιακή αγκύρωση όλων των δυνητικών εννοιών του σε μία συγκεκριμένη ορολογία. Εξάλλου κι αυτό υποσημειώνει η εικόνα που επιλέγει, η όποια ορολογία στις μέρες μας (αυτή ιδίως που αναφέρεται σε πιο αφηρημένες, ηθικής πλαισίωσης και με οικουμενική αξίωση έννοιες, όπως πόλεμος, δικαιοσύνη, ανθρώπινη αξιοπρέπεια ), εννοιολογικά μεταβάλλεται, χειραγωγείται κι οδηγείται έξω από τα πλαίσιά της.
Η ζωγραφική της Καββαθά, τόσο στην τεχνική της, όσο και στην πρόθεσή της, αμφισβητεί με τραγικά ειρωνικό τρόπο την κυριολεκτική, καταδηλωτική, αλλά ταυτόχρονα κοινοτυπική «καθαρότητα» της φωτογραφικής εικόνας, την ταυτόχρονα ανοικτή ερμηνευτική δυνατότητά της (ανάλογα με την ιδεολογική οπτική του παρατηρητή) και την αναγκαστική μονομέρεια της κωδικοποίησής της (ανάλογα με τις αποβλέψεις της ερμηνείας και της χρήσης της). Τα έργα της Καββαθά είναι κώδικες, μία «μετα-γλώσσα», που παραπέμπει σε διαφορετικές χρήσεις της τυπικής έννοιας, υπενθυμίζοντάς μας πως οι έννοιες, τα πράγματα, η ίδια η εμπειρία μας κι οι αντιλήψεις μας γι’ αυτή χωρούν κι άλλες, πολλαπλές και συνηθέστερα πιο δυσοίωνες, ερμηνείες.
Δρ Γιώργης-Βύρων Δάβος
Αντιγόνη Καββαθά «Threat Detected»,
Γκαλερί Έκφραση- Γιάννας Γραμματοπούλου
Βαλαωρίτου &Βουκουρεστίου, Αθήνα
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ
φωτογραφία: Αντιγόνη Καββαθά, παραχώρηση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από ‘Εκφραση-Γιάννα Γραμματοπούλου’














