Σε μια μικρή βιοτεχνία, γεμάτη με άρωμα ξύλου και φως, ο Αλέκος Παππίας έχει βρει τον δικό του τρόπο να ισορροπεί ανάμεσα στη λογική και την ποίηση, τα μαθηματικά και την τέχνη. Πρώην μαθηματικός, αφιερωμένος για δεκαετίες στη διδασκαλία, αποφάσισε λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή του να ακολουθήσει μια νέα δημιουργική διαδρομή, μια διαδρομή όπου τα μαθηματικά, η τέχνη και η ψυχή συναντιούνται και δημιουργούν φως.
«Δεν μπορούσα να κάθομαι χωρίς να ασχολούμαι με κάτι»
«Έχω ένσημα από 14 ετών», σημειώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, χαμογελώντας ο κ. Παππίας και εξηγεί, «όταν πλησίαζα στη συνταξιοδότηση, θεώρησα καλό να βρω να κάνω κάτι δημιουργικό, γιατί δεν μπορώ να κάθομαι, κάτι να ασχοληθώ ενεργά και καταλήξαμε εδώ. Να κατασκευάζω πρωτότυπα δικά μου φωτιστικά και κηροπήγια».
Ο Αλέκος Παππίας κατάφερε στο εργαστήριο, καταφύγιο του, με υπομονετικές κινήσεις και μεράκι, να δημιουργεί φωτιστικά που μοιάζουν περισσότερο με μικρά έργα τέχνης , παρά με χρηστικά αντικείμενα. «Το ξύλο που χρησιμοποιώ είναι κόντρα πλακέ θαλάσσης, είναι από τα καλύτερα ξύλα», εξηγεί και συνεχίζει, «το σχεδιάζω, το κόβω, το τρίβω, βάφω το ξύλο, μετά το πλέκω όπως βλέπετε και έχει αυτή την τελική του μορφή με τα χρωματιστά γεωμετρικά σχέδια ανάλογα με τις προτιμήσεις των πελατών μου. Είναι ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς που γεμίζει τον χώρο με ζεστασιά και αρμονία».
Η τέχνη ως φυσική συνέχεια της γνώσης και της επιστήμης
Ο Αλέκος Παππίας δεν βλέπει καμία αντίθεση ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη. Όπως ο ίδιος σημειώνει, θεωρεί πως η μία γεννά και τροφοδοτεί την άλλη. Η ακρίβεια των μαθηματικών, μετασχηματισμένη σε σχήμα, ισορροπία και συμμετρία, δίνει στα έργα του μια σχεδόν αρχιτεκτονική καθαρότητα. «Η γεωμετρία έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο για να καταλήξω εδώ», παραδέχεται, «χρησιμοποίησα τη γεωμετρία, δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι βασίστηκα στις γνώσεις μου. Δεν έχει κάποιο όνομα η τεχνική μου. Είναι μια ιδέα που εφαρμόζεται σε δύο διαστάσεις και είναι το αποτέλεσμα που προέκυψε μετά από δοκιμές τριών μηνών».
«Δεν θέλω να απλωθώ με ικανοποιεί αυτό που κάνω»
Παρότι τα έργα του έχουν ταξιδέψει πολύ πιο μακριά απ’ όσο φανταζόταν ο κύριος Παππίας δεν κυνηγά την επιτυχία με τον τρόπο και τους κανόνες της αγοράς. «Έχω στείλει σχεδόν σε όλο τον κόσμο τα φωτιστικά μου, Αμερική, Καναδά, Μεξικό, Ντουμπάι, Φιλιππίνες, ακόμα και στα Μπαρμπέιντος. Δεν τα δίνω σε μαγαζιά, αν και μου τα έχουν ζητήσει», εξηγεί, διότι όπως λέει, «δεν θέλω να τα δώσω μαζικά. Εμένα με ευχαριστεί και με ικανοποιεί αυτό που κάνω εδώ. Έρχομαι κάθε Κυριακή στο Θησείο. Τα βλέπει ο κόσμος, περνάει, τα ψωνίζει».
Άλλωστε όπως επισημαίνει, η ικανοποίησή του δεν μετριέται σε παραγγελίες, αλλά σε βλέμματα ανθρώπων που σταματούν για λίγο, κοιτάζουν το φως που παίζει ανάμεσα στα ξύλα και χαμογελούν. Τον ρωτούν για τις δημιουργίες του και τον τρόπο που τις κατασκευάζει.
Το γεωμετρικό φως ως συναίσθημα
Η μαγεία των φωτιστικών του δεν κρύβεται μόνο στη μορφή, αλλά και στο φως τους. «Έχει δύο λάμπες θερμή και ψυχρή», διευκρινίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παππίας και συνεχίζει, «όταν ανάβει η θερμή, όλα τα γεωμετρικά σχήματα κάνουν σκιές στον τοίχο. Αν κάποιοι δεν θέλουμε τις σκιές, βάζουμε την ψυχρή λάμπα, γάλα, και παράγεται σκέτο φως δίχως σκιές και σχήματα. Οι σκιές δεν είναι τυχαίες, δημιουργούν ατμόσφαιρα, ρυθμό, αφήγηση. Με τις σκιές δημιουργείται πολύ ωραία και ξεχωριστή ατμόσφαιρα».
Ο πρώην καθηγητής μαθηματικών έχει πλέον γίνει δάσκαλος μιας άλλης γεωμετρίας, αυτής που γεννιέται μέσα από τη χειρωνακτική εργασία και την ψυχή. Η κόρη του, όπως λέει, τον βοηθά «με τα ιντερνετικά», αφού ο ίδιος «δεν θέλει να μπλεχτεί με αυτά». Έτσι, ο κόσμος τον βρίσκει και το φως του ταξιδεύει παντού. «Δεν θέλω να απλωθώ», επιμένει, «είμαι σε μία ηλικία που δεν θέλω να αναπτυχθώ πολύ επαγγελματικά. Μου αρκεί αυτό που ζω και δημιουργώ, για μένα έχει μεγάλη αξία η στιγμή που το ξύλο, το φως και η σκιά γίνονται ένα».
«Η ψυχή θέλει να φτιάχνει»
Η ιστορία του Αλέκου Παππία δεν είναι απλώς μια ιστορία για τη δεύτερη ζωή ενός συνταξιούχου, είναι μια ιστορία για τη χαρά της δημιουργίας και τη δύναμη της επιμονής. Δεν χρειάζεται μεγάλα λόγια για να περιγράψει όσα τον κινητοποιούν. Μόνο πράξη, μεράκι και πίστη. «Δεν είναι ψυχοθεραπεία», λέει, «αλλά κάτι που με κρατάει ζωντανό, ίσως αυτό είναι το πιο όμορφο φως απ’ όλα, εκείνο που γεννιέται μέσα από τα ίδια μας τα χέρια», τονίζει και συνεχίζει την πορεία του. Μία πορεία που δεν φανερώνει κόπο ή τυχαία πορεία, αλλά ένα ήσυχο βίωμα δημιουργίας, μια διαδρομή αυτογνωσίας μέσα από τη γνώση και την πράξη.
Αλεξάνδρα Χατζηγεωργίου

















