Date:
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, δύο άτομα περπατούσαν στο κέντρο του Μονάχου, όταν είδαν μια πινακίδα που έγραφε ότι το 1972, το Μόναχο θα υποδεχθεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Εμείς λες να είμαστε εδώ ακόμη τότε;», ρώτησε ο ένας εξ αυτών στον άλλον.
Οι δύο Έλληνες μετανάστες στο Μόναχο όχι μόνο έμειναν ώς το 1972, αλλά πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να επιστρέψουν και πάλι μόνιμα στην Ελλάδα (ο ένας το 2004 και ο άλλος το 2006). Στο μεσοδιάστημα, και οι δύο εργάστηκαν στην BMW, ένα από τα εργοστάσια στη Γερμανία που συνδέθηκαν με την ιστορία των Ελλήνων μεταναστών στη χώρα.
«Το χρονικό των Ελλήνων μεταναστών στην BMW, 1960-2018» τιτλοφορείται έκδοση – αφιέρωμα του ενημερωτικού ομογενειακού οργανισμού του Μονάχου «ΔΟΡΥΦΟΡΟΣ», που μ’ αυτόν τον τρόπο θέλησε πριν από μερικά χρόνια να τιμήσει τους Έλληνες μετανάστες και τις Ελληνίδες μετανάστριες που μέσα από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες ήρθαν να εργαστούν στη Γερμανία, αλλά και να καταγράψει, μέσα από τις προσωπικές τους μαρτυρίες, αυτή τη διαδρομή μέχρι σήμερα.
Παιδί γονέων που εργάστηκαν στην BMW, ο ιδρυτής του «ΔΟΡΥΦΟΡΟΥ» Κώστας Τάτσης αποφάσισε να καταγράψει την ιστορία των Ελλήνων μεταναστών που εργάστηκαν εκεί για μια σειρά λόγων που έχουν να κάνουν -μεταξύ άλλων- με το γεγονός ότι πρόκειται για ένα εργοστάσιο άμεσα συνδεδεμένο διαχρονικά με τον Έλληνα μετανάστη στο Μόναχο, την αναγκαιότητα να καταγραφούν αυθεντικές μαρτυρίες και μνήμες των ίδιων των «πρωταγωνιστών» αλλά και με το ότι «με την πάροδο του χρόνου φαίνεται να απομειώνεται η πραγματική σημασία και διάσταση των αρχικών καταστάσεων, όπως για παράδειγμα ο αποχωρισμός των μεταναστών από τους οικείους τους στην Ελλάδα, οι δυσκολίες της ζωής σε μια ξένη και άγνωστη χώρα, οι δύσκολες συνθήκες εργασίας, το ανεκπλήρωτο όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα».
Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία διαθέσιμα από την πλευρά της εταιρείας για τον ακριβή αριθμό των Ελλήνων που εργάστηκαν σ’ αυτήν, αφιέρωμα της βαυαρικής ραδιοφωνίας που επικαλείται στοιχεία του τότε προέδρου του συνδικάτου, αναφέρει πως το 1981 υπήρχαν 1.500 εργαζόμενοι στην BMW Μονάχου.
Έλληνες μετανάστες- Η υποδοχή στον σιδηροδρομικό σταθμό «…με μισό ψητό κοτόπουλο κι ένα ψωμάκι semmel»
Όπως αναφέρεται στην έκδοση – αφιέρωμα του «ΔΟΡΥΦΟΡΟΥ», μετά την κρίση της BMW στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άρχισε μια καταπληκτική άνοδος, με αποτέλεσμα η ανάγκη για εργατικά χέρια να μην μπορεί να καλυφθεί από την εγχώρια αγορά εργατικού δυναμικού και η επιχείρηση να αναγκαστεί να απευθυνθεί στην Ιταλία και την Ελλάδα. Η πρώτη αποστολή Ελλήνων με ετήσιο συμβόλαιο εργασίας φτάνει στη Γερμανία τον Ιανουάριο του 1962. Οι περισσότεροι από αυτούς παρέμειναν στο εργοστάσιο μέχρι και τη συνταξιοδότησή τους.
Το Τείχος που ανεγέρθηκε το 1961 μείωσε την εισροή εργατών από την ανατολική Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι μετακινήσεις από τη βόρεια Γερμανία να μην αρκούν. Έτσι, αναπόφευκτα, η μόνη διέξοδος για να λυθεί το πρόβλημα ήταν οι μετανάστες από άλλες χώρες, σύμφωνα με τον Τρύφωνα Ζουρελίδη ή «Ζούρι», όπως τον αποκαλούσαν, ο οποίος βρέθηκε στη Γερμανία για πρώτη φορά το 1957 και ξεκίνησε να εργάζεται στο εργοστάσιο το 1965, για να ανέβει στα «ψηλά» γραφεία, ενώ θεωρείται από τα πρόσωπα αναφοράς για τους Έλληνες μετανάστες που εργάστηκαν στην BMW.
Έλληνες μετανάστες- Η υποδοχή γινόταν οργανωμένα ήδη από τον σταθμό.
«Πηγαίναμε στον σταθμό για να παραλάβουμε τους εργαζόμενους που προορίζονταν για την BMW. Με λεωφορεία ή με ταξί, ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων, τους πηγαίναμε μετά στις εργατικές κατοικίες στη Shleissheimer Str. και στη συνέχεια στη Zwillingstr. Εκεί υπήρχε φαγητό. Την επόμενη μέρα, μια αντιπροσωπεία έπαιρνε τους εργαζόμενους από τις κατοικίες τους και τους πήγαινε με τα πόδια στο εργοστάσιο προκειμένου να μάθουν και τη διαδρομή- η απόσταση ήταν κοντινή. Στην καντίνα τούς προσφερόταν πρωινό και ακολουθούσε η διαλογή για την τοποθέτησή τους σε συγκεκριμένη εργασία. Το εργοστάσιο αναλάμβανε τη διεκπεραίωση των αιτήσεων σε ό,τι αφορούσε την παραμονή και εργασία τους.
Η Σοφία Πουρναρά θυμάται τον σύζυγό της Δημήτρη (Τάκη), που εργάστηκε ως διερμηνέας στην BMW να της εξιστορεί πώς πήγαινε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό και περίμενε τους εργάτες που προορίζονταν για το εργοστάσιο με μισό ψητό κοτόπουλο και ένα ψωμάκι (semmel) και στη συνέχεια πήγαιναν όλοι μαζί στις εργατικές κατοικίες του εργοστασίου, ενώ τα βράδια γυρνούσε σπίτι και της μιλούσε για ιστορίες που είχαν συμβεί στους εργαζόμενους.
Πολλοί από τους Έλληνες εργαζόμενους στην BMW κατάφεραν να ολοκληρώσουν με επιτυχία έναν ολόκληρο εργασιακό κύκλο στο εργοστάσιο, «κουβαλώντας» έως σήμερα πολλές μνήμες από την περίοδο εκείνη. Στο μυαλό της Αλεξάνδρας Τάτση είναι ακόμα χαραγμένη η μέρα της συμπλήρωσης 25 χρόνων στο εργοστάσιο, με την τιμητική εκδήλωση να είναι μια από τις «όμορφες ημέρες», όπως λέει. Θυμάται χαρακτηριστικά πως ένα μεγάλο μοντέλο της BMW έφτασε μπροστά στο σπίτι της και μέσα ήταν δύο υπεύθυνοι διοργάνωσης των επετειακών εκδηλώσεων του εργοστασίου, οι οποίοι την οδήγησαν στον χώρο της εκδήλωσης, όπου μαζί με άλλους εργαζόμενους που συμπλήρωναν 25 χρόνια δουλειάς, απόλαυσαν έναν πλούσιο μπουφέ και δέχονταν συγχαρητήρια και δώρα από διάφορους υπεύθυνους του εργοστασίου.
Έλληνες μετανάστες- «Είχα τύχη στη ζωή μου που βρέθηκα στην BMW
Ανάλογα ήταν και τα συναισθήματα της Μαρίας και του Νίκου Θεοδοσιάδη, που περιγράφουν τη δική τους γιορτή για τα 25χρονα ως μια από τις καλύτερες στιγμές τους στο εργοστάσιο, ενώ αναπολούν με νοσταλγία τις πρώτες δεκαετίες στη δουλειά, που «….ήταν πολύ όμορφα- και η αντιμετώπισή μας και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων» και «μας βοήθησε η BMW και οικονομικά αλλά και με διάφορα προνόμια που έδινε στους εργαζόμενους και με τον τρόπο αυτό τους βοηθούσε να μεγαλώσουν τα παιδιά τους».
«Είχα τύχη στη ζωή μου που βρέθηκα στην BMW», λέει ο Γιώργος Τσέτσος, ενώ ο Ηλίας Καρακασίδης, από τη θέση του συνταξιούχου πλέον, τονίζει πως «αν μπορούσα θα ξεκινούσα πάλι δουλειά στην BMW», ενώ άλλοι, όπως ο Χρήστος Κάλλιας, υπογραμμίζουν τη σημασία της γλώσσας στην αναζήτηση εργασίας στη Γερμανία.
«Έλληνες, Έλληνες!»
Ενδεικτικό του μεγάλου αριθμού εργαζομένων από την Ελλάδα στο εργοστάσιο του Μονάχου ήταν το γεγονός ότι κάθε βράδυ, την ώρα που τελείωνε η απογευματινή βάρδια, στην κεντρική πύλη υπήρχε ένας Έλληνας εφημεριδοπώλης που πουλούσε εφημερίδες από την πατρίδα, ενώ δεν είναι επίσης τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα, οι αντιστασιακές οργανώσεις επέλεγαν τις πύλες του εργοστασίου για να διανείμουν τις ανακοινώσεις τους.
Η «Ελληνογερμανική Συμφωνία», η «Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών…» στα γερμανικά εργοστάσια το 1960 οδήγησε στο πρώτο μαζικό κύμα Ελλήνων εργατών στη Γερμανία, συμπίπτοντας με τα Ιουλιανά και κατόπιν με τη δικτατορία στην πατρίδα. Ως εκ τούτου, η πολιτική κατάσταση απασχολούσε πολύ τους Έλληνες μετανάστες και όλοι οι χώροι -εργασιακοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί- μετατρέπονταν σε χώρους πολιτικής ζύμωσης, αναφέρει το αφιέρωμα του «ΔΟΡΥΦΟΡΟΥ». Έτσι, και το εργοστάσιο της BMW αποτέλεσε κομβικό σημείο αναφοράς και επικοινωνίας.
Στις πύλες του, οι αντιστασιακές οργανώσεις διένεμαν προκηρύξεις, μεταφέροντας τα μηνύματά τους. «Έλληνες, Έλληνες!» φώναζαν σε κάθε αλλαγή βάρδιας οι διανομείς των προκηρύξεων έξω από το εργοστάσιο προκειμένου να εντοπίσουν τους ομοεθνείς τους ανάμεσα στη λαοθάλασσα των εργατών, που έβγαινε από το εργοστάσιο. Η εικόνα αυτή έπαψε να υπάρχει με την ομαλοποίηση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και παράλληλα τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Στις πύλες της BMW δεν μοίραζαν πια προκηρύξεις, οι πολιτικές συζητήσεις στα καφενεία εξασθένισαν και περιορίστηκαν στο ελάχιστο, οι κομματικές και πολιτικές οργανώσεις αποδυναμώθηκαν, ενώ στις μέρες μας, όπως αναφέρεται στις σελίδες της έκδοσης, η «απολιτίκ» κουλτούρα αργά αλλά σταθερά κυριαρχεί.
Έλληνες μετανάστες-«Περιμέναμε κολλημένα στο τζάμι του παραθύρου πότε θα έρθει το αυτοκίνητο με τη μαμά ή τον μπαμπά…»
Από αυτή την έκδοση – αφιέρωμα στους Έλληνες μετανάστες δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι μνήμες των παιδιών τους από εκείνα τα χρόνια. «Οι γονείς μου δουλεύανε βάρδια. Μέναμε με τον μικρότερο αδελφό μου μιάμιση ώρα περίπου μόνοι μας στο σπίτι, ένα οχτάχρονο κι ένα τρίχρονο παιδί… Περιμέναμε κολλημένα στο τζάμι του παραθύρου πότε θα έρθει το αυτοκίνητο με τη μαμά ή τον μπαμπά… Αυτή η μιάμιση ώρα μας έμοιαζε αιώνας! Ήταν πολύ δύσκολο… Ήταν πολύ βαρύ… Είχα να αντιμετωπίσω τους φόβους και τις προκαταλήψεις των γονιών μου που είχαν μεταφερθεί και σ’ εμένα: “να μην ανοίξεις την πόρτα”, “να μη βγεις στο μπαλκόνι”, να μην, να μην, να μην…», αφηγείται ένα από τα παιδιά αυτά, πολλά από τα οποία εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία κάποια χρόνια μετά τους γονείς τους, μένοντας για κάποιο διάστημα στην Ελλάδα μαζί με τον παππού και τη γιαγιά ώσπου να πάνε τελικά στη χώρα, όπου οι γονείς τους αναζήτησαν μια καλύτερη εργασιακή τύχη.
Χαρακτηριστική είναι και η αφήγηση ενός άλλου παιδιού: «Στα οχτώ μου χρόνια οι γονείς μου με έφεραν στη Γερμανία και πλέον θα πήγαινα εδώ στο σχολείο. Ήμουν Β’ Δημοτικού και μπαίνω σε μια τάξη άγνωστη και …”Καλημέρα, ήρθα”. Μου φάνηκαν όλα δύσκολα, όλα βουνό, όλα ήταν άγνωστα… Θυμάμαι τη Γ., τη δασκάλα, να λέει: “βγάλτε μια κόλλα χαρτί να γράψετε άγνωστη ορθογραφία”. Τα λάθη ήταν τόσα που η διορθωμένη κόλλα γέμισε κόκκινο…».
Όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη που περιλαμβάνονται στις σχεδόν 80 σελίδες της έκδοσης – αφιερώματος του «ΔΟΡΥΦΟΡΟΥ», που πλαισιώνεται από πολύ σημαντικό αρχειακό φωτογραφικό υλικό, είναι μια σημαντική κατάθεση στο ταμείο της ιστορικής μνήμης και την προσπάθεια να περάσει η ιστορία από γενιά σε γενιά και να μην την καλύψει η βαριά σκόνη της λήθης…
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ