Θεσσαλονίκη: Δυο αδερφές από άνεργες νηπιαγωγοί έγιναν πετυχημένες επιχειρηματίες και TikTokers
Date:
Στο Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, μια πόλη που απέχει περισσότερο από 17.000 χιλιόμετρα από την Ελλάδα και φημίζεται για τα παραθαλάσσια εστιατόρια και μπαρ της και τη σφύζουσα από ζωή κοινότητα των Μαορί, κάποιοι επαγγελματίες «φορούν» Θεσσαλονίκη.
Μεταξύ αυτών ένας μπάρμαν, που παρασκευάζει τα κοκτέιλ του, έχοντας επιλέξει μια χειροποίητη ποδιά, που φτιάχθηκε ειδικά για αυτόν, σε μια πόλη των Βαλκανίων, της οποίας την ύπαρξη δεν γνώριζε -μέχρις ότου χρειάστηκε να ψάξει στο Διαδίκτυο, για να βρει μια εταιρεία, που δημιουργεί «custom made» προϊόντα του είδους.
Η ποδιά του Νεοζηλανδού μπάρμαν δημιουργήθηκε από την ιδρυθείσα το 2013 βορειοελλαδική εταιρεία «Pukka», τα προϊόντα της οποίας φοριούνται από επαγγελματίες σε Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, Αφρική και Ασία, έχοντας φτάσει -έστω σε μεμονωμένα κομμάτια- σε 50 χώρες, μέχρι Τόκιο, Χονγκ Κονγκ, Σεούλ και Σάο Πάολο.
Η εταιρεία, που εδρεύει στην οδό Φράγκων και απασχολεί οκτώ άτομα, ιδρύθηκε το 2013, από τον μπάρμαν Τέο Τερζόπουλο, όταν διαπίστωσε, ψάχνοντας για μια ιδιαίτερη ποδιά ενόψει ενός διαγωνισμού για τη δουλειά του, ότι θα έπρεπε να φτάσει τουλάχιστον μέχρι τον …Καναδά, για να την αποκτήσει. Γνώσεις ραπτικής δεν είχε, ούτε αρκετά χρήματα για να αγοράσει τις πρώτες ραπτομηχανές, οπότε μέχρι η «Pukka» να αρχίσει να «περπατάει», αλλά και για αρκετά χρόνια ακόμα, κράτησε τη βραδινή του δουλειά ως μπάρμαν, δουλεύοντας αρχικά μέχρι και 15-16 ώρες ημερησίως, ώστε να ισορροπήσει δύο «αγάπες»: την επιχειρηματικότητα και το bartending.
«Επί εννέα χρόνια δούλευα οκτώ με εννέα ώρες το πρωί για την “ Pukka” και σχεδόν άλλες τόσες το βράδυ ως μπάρμαν», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 42χρονος Τέο και εξηγεί ότι οι εξαγωγές ξεκίνησαν το 2015. Ως χρήσιμα εργαλεία για την εξωστρέφεια της εταιρείας λειτούργησαν οι εμπορικές εκθέσεις του εξωτερικού, η προβολή μέσω social media και οι γνωριμίες φίλων και γνωστών, που πίστεψαν στην προοπτική της.
Στο ερώτημα με τι αρχικό κεφάλαιο ξεκίνησε η εταιρεία και ποιο ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε, απαντά: «Αρχικά δουλεύαμε με τις ραπτομηχανές της Δούκισσας (Δραγάνη). Ta πρώτα δείγματά μας έγιναν στο εργαστήριο στο σπίτι της. Μετά, όταν η δουλειά άρχισε να αυξάνεται, επενδύσαμε σε δύο ραπτομηχανές, έναν υπολογιστή και κάποια εργαλεία, για τα οποία χρειάστηκαν 2500-3000 ευρώ περίπου. Τα χρήματα αυτά τα βρήκαμε από φίλους και συγγενείς. Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε στην αρχή ήταν οι πρώτες ύλες. Χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες και πολύς πειραματισμός, για να βρούμε τα κατάλληλα υφάσματα και αξεσουάρ. Μπορεί να βρίσκαμε ένα ύφασμα που φαινόταν ιδανικό, αλλά όταν το πλέναμε, διαπιστώναμε ότι έχει πρόβλημα, οπότε μπορεί να χρειάζονταν πέντε ή δέκα δοκιμές, για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ποδιά είναι ένα ρούχο που φοριέται 365 ημέρες τον χρόνο και πλένεται συνέχεια, οπότε χρειάζεται να είναι ανθεκτική», επισημαίνει και προσθέτει ότι τις ποδιές της εταιρείας αγοράζουν κυρίως επαγγελματίες, αλλά τα τελευταία χρόνια και ολοένα περισσότεροι ιδιώτες, καθώς η στροφή που σημειώθηκε κατά τις πολύμηνες καραντίνες στη μαγειρική …κατ’ οίκον, οδήγησε πολλούς ερασιτέχνες μάγειρες και μαγείρισσες να αναζητήσουν πιο «προσωποποιημένα» αξεσουάρ.
Από τις 6000 ποδιές στις 10.000 μάσκες …και πίσω
Πόσες ποδιές «βγαίνουν» ετησίως από το εργαστήριο της Φράγκων στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, για να φτάσουν στις κουζίνες και πίσω από τους πάγκους των μπαρ της Ελλάδας και του κόσμου; «Παράγουμε κατά μέσο όρο 20-25 χειροποίητες ποδιές την ημέρα, άρα 5.000-6.000 τον χρόνο» λέει ο Τέο και προσθέτει ότι στόχος είναι οι οκτώ εργαζόμενοι στην εταιρεία (μαζί με την ηγετική ομάδα) να αυξηθούν, ώστε η παραγωγή να γίνει μαζικότερη (αλλά πάντως όχι μαζική, αφού το ζητούμενο είναι πάντα το χειροποίητο προϊόν).
Αλήθεια, πώς επιβίωσε η εταιρεία την εποχή των διαδοχικών lockdown, όταν η αγορά στην οποία κυρίως απευθύνεται, η HORECA (Ξενοδοχεία-Εστιατόρια/Μπαρ- Κέιτερινγκ), συρρικνώθηκε απότομα και ριζικά; «Στραφήκαμε στις μάσκες. Αρχικά χρησιμοποιήσαμε υφάσματα από το στοκ μας. Μετά σκεφτήκαμε ότι αν είναι να κάνουμε κάτι τέτοιο, θα το κάνουμε σωστά. Έτσι, αρχίσαμε να εισάγουμε ένα πιστοποιημένο αντιβακτηριδιακό ύφασμα από την Ελβετία, το οποίο ράβαμε ως εσωτερική επένδυση. Οι μάσκες μάς βοήθησαν να επιβιώσουμε. Πουλήσαμε πάνω από 10.000 στην Ελλάδα και το εξωτερικό» γνωστοποιεί ο ιδρυτής της «Pukka», «νονός» της οποίας ήταν ο Παναγιώτης Μιχαηλίδης, που άφησε το στίγμα του στο ξεκίνημα του όλου concept, πριν συνεχίσει την πορεία του στο εξωτερικό (σ.σ. η λέξη «Pukka» σημαίνει «αυθεντικό». Έχει ινδικές ρίζες, ενώ αποτελεί μια έννοια που χρησιμοποιούν στην αργκό τους οι Βρετανοί).
Σφραγίδες σε παγάκια και ψωμάκια
Σήμερα, η εταιρεία, την ομάδα της οποίας αποτελούν ο Τέο Τερζόπουλος και η Χριστίνα Αδαμοπούλου (ηγετική ομάδα), μαζί με τους Ευγενία, Στέλιο, Μπάμπη, Κυριακή και Τζίνα, επεκτείνεται …«ζεστά» και σε μια άλλη αγορά «customized» προϊόντων, αυτή των χειροποίητων σφραγίδων (πάγου και θερμών) για παγάκια και αρτοποιήματα, σε συνεργασία με την «ΠaΠaλίνα» στην Αθήνα, η οποία πήρε το όνομά της από ένα είδος σαρδέλας που αφθονεί στην περιοχή της Καλλονής, στη Λέσβο.
Με τις σφραγίδες αυτές, τα καταστήματα μπορούν να βάζουν «στάμπα» με το λογότυπό τους, είτε σε πάγο είτε σε ψωμί ή άλλα αρτοποιήματα, όπως ψωμάκια για μπέργκερ. «Είναι μια premium σφραγίδα, υπό την έννοια ότι είναι φτιαγμένη από αλουμίνιο, ενώ ό,τι κυκλοφορεί στην αγορά είναι συνήθως φτιαγμένο από μπρούντζο, που δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά ως προς την ασφάλεια των τροφίμων» επισημαίνει ο Τέο και προσθέτει ότι τα προσωποποιημένα προϊόντα είναι μια τάση που έχει πολλά να δώσει ακόμα, υπό την έννοια ότι ο καταναλωτής, είτε είναι ιδιώτης είτε είναι επιχείρηση, αγαπά να αποκτά προϊόντα, που έχουν κάτι μοναδικό._