Χουβαρδάς Γιάννης: Η εκλογή Ιμάμογλου και το παζάρι Δύσης-Τουρκίας
Date:
Η νίκη του Ε. Ιμάμογλου στις επαναληπτικές δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης αποτελεί σημαντικό πλήγμα στην κυριαρχία του Ρ.Τ. Ερντογάν στο Τουρκικό πολιτικό σύστημα και υπό προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για την ουσιαστικότερη αμφισβήτηση του.
Άλλωστε, πέραν της ισχυροποίησης της Κεμαλικής αντιπολίτευσης, την οποία σηματοδοτεί η επικράτηση του υποστηριζόμενου από το Σοσιαλδημοκρατικό «Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα» (CHP) στο Δήμο της Κωνσταντινούπολης, το επιτελείου του Τούρκου προέδρου είναι αντιμέτωπο και με την εντεινόμενη αμφισβήτηση ορισμένων επιλογών του από το εσωτερικό του κυβερνώντος Ισλαμικού κόμματος «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (AKP) και παλιότερους σημαίνοντες συνεργάτες του (Μ. Νταβούτογλου, Α. Γκιούλ, κ.α).
Ωστόσο οι συγκεκριμένες εξελίξεις επουδενί δεν προοιωνίζουν κάποια δομική μεταστροφή στην εξωτερική πολιτική της Άγκυρας, όπως επιμελώς προπαγανδίζουν τις τελευταίες ημέρες διάφορα Ελληνικά ΜΜΕ. Απεναντίας η δημιουργία αντιπολιτευτικού κέντρου απέναντι στον Ερντογάν με πυρήνα το πολιτικό Ισλάμ και πρώην σημαίνοντα στελέχη του AKP και η ακόμη πιο επιθετική ρητορική των Κεμαλιστών όσον αφορά τις Τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, επιβεβαιώνουν ότι ακόμη και στην περίπτωση της ανατροπής της υπάρχουσας κυβέρνησης, η Τουρκική εξωτερική πολιτική θα παραμείνει προσηλωμένη στη στρατηγική ανάδειξης της Τουρκίας σε νέα παγκόσμια δύναμη, σε περιφερειακό ηγεμόνα της Αν. Μεσογείου και σε οικουμενικό εκφραστή του Μουσουλμανικού κόσμου. Αντίστοιχα στην προώθησης της θα εξακολουθήσουν να αξιοποιούνται εργαλεία όπως:
Η τακτική της διεκδίκησης όλο και μεγαλύτερης αυτονομίας στην εξωτερική της πολιτική από τις μεγάλες δυνάμεις και δη το Ατλαντικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκει, αξιοποιώντας την ένταση του μεταξύ τους ανταγωνισμού (π.χ Ρωσίας-ΗΠΑ).
Η επιδίωξη αύξησης της οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής της επιρροής στην ευρύτερη περιοχή, χρησιμοποιώντας τη Μουσουλμανική θρησκεία, την Οθωμανική ιστορική κληρονομιά και τα κεφάλαια που έχουν σωρεύσει οι Τουρκικοί μονοπωλιακοί όμιλοι κατά την προηγούμενη περίοδο της ραγδαίας καπιταλιστικής της ανάπτυξης.
Η θέληση της να λειτουργήσει ως συνδαιτημόνας μεταξύ ΕΕ-Μουσουλμανικού κόσμου, Ευρώπης-Ασίας, Δύσης-Ανατολής, αντιλαμβανόμενη τον εαυτό της περισσότερο στην Ασιατική, Ανατολική, Μουσουλμανική πλευρά. Σε αυτά τα πλαίσια ευελπιστεί να καταστεί ένας από τους σπουδαιότερους κόμβους της Ευρασίας (π.χ μεταφορά ενέργειας, εμπορευμάτων, ανθρώπων) απορροφώντας έναν τεράστιο όγκο επενδύσεων, ιδιαίτερα στις υποδομές διασυνδεσιμότητας, από όλη την υπέρ-ήπειρο.
Η αύξηση της στρατιωτικής της ισχύος μέσω της αγοράς οπλικών συστημάτων και της βελτιστοποίησης των ικανοτήτων της Τουρκικής στρατιωτικής βιομηχανίας.
Η σταθερή διεκδίκηση της επέκτασης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων σε θάλασσα και ξηρά, προκειμένου να αποκτήσει το στρατηγικό βάθος που της είναι απαραίτητο για την προστασία του «Μητροπολιτικού» χώρου της Μ. Ασίας. Η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου σε Αιγαίο-Αν. Μεσόγειο και η συνεπαγόμενη ανάδυση της Τουρκίας σε ναυτική δύναμη, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας σε Συρία-Ιράκ, οι αναφορές Ερντογάν στον «Εθνικό Όρκο» και στην ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης της Λοζάνης, αποτελούν τις πιο πρόσφατες μόνο εκφάνσεις της συγκεκριμένης πολιτικής.
Μία άλλη Ισλαμική κυβέρνηση με ηγέτη διαφορετικό πρόσωπο ασφαλώς και δε θα παρέκκλινε ιδιαίτερα από την εφαρμογή του παραπάνω σχεδίου. Αντίστοιχα και το μπλοκ των Κεμαλιστών φαίνεται για την ώρα ενσωματωμένο στη συγκεκριμένη στρατηγική, όπως παλιότερα συνέβαινε με το μπλοκ των Ισλαμιστών στη στρατηγική της οργανικής ενσωμάτωσης της Τουρκίας στη Δύση.
Την ίδια ώρα όμως, στην άρχουσα τάξη της Τουρκίας φαίνεται να δημιουργούνται αμφιβολίες στο κατά πόσο, η πλήρης κυριαρχία του Ερντογάν στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, ο υπέρ-συγκεντρωτισμός των εξουσιών στο πρόσωπο του και η ολοένα και κλιμακούμενη αντιπαράθεση του με τη Δύση, λειτουργούν προς όφελος του γενικού στρατηγικού της σχεδίου. Ως εκ τούτου τα αιτήματα της προστασίας των αστικών δημοκρατικών ελευθεριών και της εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με ΗΠΑ-ΕΕ κερδίζουν έδαφος εντός του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου.
Τα συγκεκριμένα αιτήματα είναι καλοδεχούμενα από την Ουάσιγκτον και συναντούν την υποστήριξη της, δεδομένης της πρόθεσης της να επαναρυμουλκύσει την Τουρκία στη Δύση. Οι ΗΠΑ, παρότι αναγνωρίζουν την αυτονόμηση της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ως στρατηγική και όχι τακτική επιλογή της Τουρκικής άρχουσας τάξης και παραδέχονται πως οι Αμερικανό-Τουρκικές σχέσεις δεν πρόκειται στο ορατό μέλλον να επιστέψουν στη χρυσή τους εποχή (ψυχρός πόλεμος), εντούτοις κατανοούν την Τουρκία ως πολύτιμο σύμμαχο ή στρατηγικό εταίρο στον ανταγωνισμό τους με τον άξονα Κίνα-Ρωσία-Ιράν στην Ασία. Σε αυτά τα πλαίσια βρίσκονται σε διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση Ερντογάν γύρω από μια σειρά ζητήματα, προσπαθώντας στο μέτρο του εφικτού να ικανοποιήσουν τις Τουρκικές απαιτήσεις. Παράλληλα, ωστόσο, εντείνουν και τις πιέσεις εναντίον της, απειλώντας την με οικονομικά χτυπήματα και αποκλεισμό από τα οικονομικά-ενεργειακά-στρατιωτικά σχήματα που οικοδομούν για τον έλεγχο της Αν. Μεσογείου, αν συνεχίσει να εμβαθύνει τη στρατηγική της συνεργασία με τη Μόσχα και την Τεχεράνη. Αντίστοιχη, σε μεγάλο βαθμό, είναι και η πολιτική της ΕΕ.
Για την ώρα ο Τούρκος πρόεδρος αντιστέκεται στις εκκλήσεις για συνεργασία και στις απειλές που ταυτόχρονα εξαπολύουν Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες. Ο ίδιος και το συντριπτικό κομμάτι της Τουρκικής άρχουσας τάξης που συνεχίζει να τον ακολουθεί, επιμένουν σε μια μεγαλύτερη στροφή της Τουρκίας προς την Ασία, όντας εξαιρετικά καχύποπτοι σχετικά με τις προθέσεις της Δύσης στο Κουρδικό και το ρόλο που αυτή διαδραμάτισε στο πραξικόπημα του 2016. Ωστόσο μια αναδίπλωση του κ. Ερντογάν στο ενδεχόμενο όξυνσης της εσωτερικής του αμφισβήτησης δε μπορεί να αποκλειστεί.
Σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στην περίπτωση αντικατάστασης του από μια πιο φίλο-Αμερικανική κυβέρνηση, η Τουρκία πιθανά να προέβαινε σε ορισμένες παραχωρήσεις προς τις ΗΠΑ-ΕΕ σε κρίσιμα ζητήματα γι’ αυτές ζητήματα, τα οποία όπως έχει γραφτεί κατ’ επανάληψη αφορούν τις σχέσεις της με τον άξονα Κίνα-Ρωσία-Ιράν. Τέτοιο λόγου χάρη είναι το ζήτημα της αγοράς Ρωσικού οπλισμού. Παράλληλα, όμως θα αξίωνε την ικανοποίηση των συμφερόντων της σε δευτερεύοντα για τον Ευρωατλαντικό άξονα ζητήματα, όπως το Κυπριακό, το Αιγαίο και οι Υδρογονάνθρακες της Αν. Μεσογείου. Με δεδομένη την κρισιμότητα της Τουρκίας ως εταίρου στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων δύσκολα κάποιος μπορεί να φανταστεί ότι η Δύση θα επέμενε να κρατά την Άγκυρα επικίνδυνα κοντά στην τροχιά της Μόσχας, ζητώντας απ’ αυτή μια ταπεινωτική άνευ όρων συνθηκολόγηση… Ο κίνδυνος για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου μεγαλώνει.
Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας