Διαφορές στην ανταπόκριση στον εμβολιασμό μεταξύ υγιών ατόμων που δεν είχαν επαφή με τον SARS-CoV-2 και ατόμων που νόσησαν
Date:
Οι πρώιμες ανταποκρίσεις στον εμβολιασμό είναι σημαντικές στη διαμόρφωση τόσο της χημικής όσο και της κυτταρικής ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2. Η μελέτη των κυτταροκινών της φλεγμονής, δηλαδή των ουσιών που παράγονται μετά τον εμβολιασμό, φαίνεται ότι μπορεί να προβλέψει την απάντηση έναντι στον κορονοϊό και να βοηθήσει στη βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των mRNA εμβολίων.
Μελέτη του ΕΚΠΑ, σε συνεργασία με το Τμήμα Ρετροϊών του National Institutes of Health, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο διεθνές περιοδικό Cell Reports, αναδεικνύει τις σημαντικές διαφορές στην απάντηση στον εμβολιασμό με το εμβόλιο BNT162b2 mRNA (Pfizer/BioNτech) μεταξύ υγιών ατόμων που δεν είχαν προηγούμενη επαφή με τον SARS-CoV-2 και ατόμων που νόσησαν με COVID-19. Η ομάδα των καθηγητών του ΕΚΠΑ Ευάγγελου Τέρπου και Θάνου Δημόπουλου (πρύτανης ΕΚΠΑ), σε συνεργασία με την ομάδα των καθηγητών Γεωργίου Παυλάκη και Barbara Felber από το NIH, μελέτησαν την παραγωγή 70 κυτταροκινών φλεγμονής σε απάντηση του οργανισμού μετά την πρώτη και δεύτερη δόση του εμβολίου και συσχέτισαν τα επίπεδα αυτών με την παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2.
Οι ερευνητές εντόπισαν μία ομάδα κυτταροκινών φλεγμονής, περιλαμβανομένων των ιντερλευκίνη (IL)-15, ιντερφερόνη (ΙFΝ)-γ και CXCL10 που αυξήθηκαν μετά την πρώτη δόση του εμβολίου, η οποία εμπλουτίστηκε με τις κυτταροκίνες ΤΝF-α και IL-6 που αυξήθηκαν μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Η αύξηση αυτών των ουσιών της φλεγμονής σχετίστηκε με την παραγωγή αντισωμάτων έναντι του κορoνοϊού. Στα άτομα που είχαν μολυνθεί προηγουμένως με COVID-19, μόνο μία δόση του εμβολίου είχε σαν αποτέλεσμα τόσο ισχυρή επαγωγή της φλεγμονής, και αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων, που ήταν παρόμοια με αυτήν που παρατηρήθηκε μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου σε αυτούς που δεν είχαν έρθει νωρίτερα σε επαφή με τον ιό.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μετά τον εμβολιασμό έχουμε την ανάπτυξη φλεγμονής (μέσω των κυτταροκινών της φλεγμονής) που οδηγεί σε παραγωγή αντισωμάτων εναντίον της πρωτεΐνης ακίδας (spike) του ιού. Στα άτομα που δεν είχαν εκτεθεί στον ιό, η φλεγμονή είναι ήπια την επόμενη ημέρα της πρώτης δόσης του εμβολίου, ενώ αυξάνεται δραματικά την επόμενη ημέρα της δεύτερης δόσης του εμβολίου με συνοδό μεγάλη αύξηση των εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του ιού. Αυτά τα αντισώματα φτάνουν στο μέγιστο σημείο τους, δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου.
Αντίθετα, στα άτομα που είχαν εκτεθεί στον ιό και είχαν εκδηλώσει συμπτώματα, η πρώτη δόση του εμβολίου οδήγησε σε σημαντική φλεγμονή την επόμενη ημέρα μετά την πρώτη δόση του εμβολίου και συνοδεύτηκε από παραγωγή υψηλού τίτλου εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του ιού ήδη από την πρώτη εβδομάδα μετά τον εμβολιασμό με την πρώτη δόση. Η δεύτερη δόση του εμβολίου σε αυτούς τους ανθρώπους δεν είχε περαιτέρω αύξηση της φλεγμονής, παρά μόνο διατήρησή της σε επίπεδα παρόμοια με αυτά που είχαν μετά την πρώτη δόση του εμβολίου.
Αυτά τα αποτελέσματα έχουν σημαντικές πιθανές επιπτώσεις για μελλοντικές συστάσεις για τη δημόσια υγεία. Φαίνεται ότι μία δόση εμβολίου είναι αρκετή για όσους έχουν περάσει συμπτωματική COVID-19, καθώς παράγουν έντονη φλεγμονή μετά την πρώτη δόση του εμβολίου και αντίστοιχα ψηλούς τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Αυτή η εικόνα είναι παρόμοια με αυτή που παρουσιάζουν τα άτομα που δεν είχαν έλθει σε επαφή με τον SARS-CoV-2 μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Τονίζεται ότι η δεύτερη δόση σε αυτά τα άτομα δεν είχε επιπρόσθετη ανάπτυξη φλεγμονής και άρα τοξικότητα, δηλαδή δεν έχει κανέναν κίνδυνο για την υγεία τους.
Πηγή ΑΠΕ