ΔΝΤ: Πιθανό έλλειμμα κεφαλαίων 110 – 220 δισ. δολ. στις τράπεζες λόγω Covid-19
Date:
Η ατζέντα μεταρρυθμίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα στην μετά – Covid εποχή θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες που θα ξεσκεπάσει η πανδημική κρίση, να ενισχύσει το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον μη τραπεζικό πιστωτικό τομέα και να διαμορφώσει συνετή εποπτεία, η οποία θα περιορίσει τους αυξημένους κινδύνους που αναλαμβάνονται σε μία μακρότερη του αναμενόμενου περίοδο χαμηλών επιτοκίων.
Τα παραπάνω επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που δημοσιεύεται εν μέσω της κρίσης του Covid-19. Όπως λέει το ΔΝΤ, οι άνευ προηγουμένου πολιτικές που εφαρμόστηκαν εγκαίρως για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, βοήθησαν ώστε να διατηρηθεί η ροή ρευστότητας προς την Οικονομία και δημιούργησαν μία “γέφυρα” ώστε να αποφευχθεί η ανατροφοδότηση δυσμενών επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τα βραχυπρόθεσμα ρίσκα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν περιοριστεί επί τους παρόντος, ωστόσο αναδύονται “ευάλωτα σημεία” που εντείνουν τις ανησυχίες σε κάποιες χώρες. Τα ευάλωτα αυτά σημεία έχουν να κάνουν με τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αυξήσει τον δανεισμό τους για να αντιμετωπίσουν ελλείμματα ρευστότητας, καθώς και με τον κρατικό τομέα ο οποίος έχει αυξήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα για να στηρίξει την Οικονομία.
Καθώς η κρίση ξεδιπλώνεται, οι πιέσεις ρευστότητας στις επιχειρήσεις μπορεί να οδηγήσουν σε πτωχεύσεις, ειδικά αν η ανάκαμψη καθυστερήσει, λέει το ΔΝΤ. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι οι πιο ευάλωτες (αφού οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές), καθώς μάλιστα κυριαρχούν σε τομείς που πλήττονται ιδιαίτερα από την πανδημική κρίση (π.χ. ξενοδοχεία, εστιατόρια, ψυχαγωγία). Εκτεταμένες πτωχεύσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό και άμεσο μακροοικονομικό αντίκτυπο και δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του τραπεζικού συστήματος.
Στην Ευρώπη, σημειώνει το ΔΝΤ, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιστοιχούν σε περισσότερο από το μισό της συνολικής παραγωγής και σε περίπου τα 2/3 της απασχόλησης. Καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βασίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά στον τραπεζικό δανεισμό, μπορεί να εξελιχθούν σε πηγή ευπάθειας, ειδικά για τοπικές και μικρές τράπεζες.
Όπως αναφέρει το ΔΝΤ, η μελλοντική πορεία των επισφαλειών θα καθοριστεί από την έκταση των συνεχιζόμενων μέτρων πολιτικής και τον ρυθμό της ανάκαμψης, ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικός σε κάθε χώρα. Εκτός από τους κινδύνους που κρύβει για το τραπεζικό σύστημα ο αντίκτυπος του Covid στις επιχειρήσεις, το ΔΝΤ επισημαίνει και τις απώλειες εισοδήματος στα νοικοκυριά, οι οποίες καταλήγουν να αυξάνουν το ήδη υψηλό ιδιωτικό χρέος.
Το ΔΝΤ λέει ότι κάποιες εξελίξεις θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την ανάκαμψη, οδηγώντας σε χειρότερα του αναμενόμενου επίπεδα ΑΕΠ ορισμένων χωρών και βάζοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πιθανή νέα έξαρση του κορονοϊού σε κάποιες χώρες (με αποτέλεσμα νέα lockdowns που θα οδηγούσαν σε απώλειες θέσεων εργασίας, ανανεώνοντας τις πιέσεις σε επιχειρήσεις και τραπεζικούς ισολογισμούς), η πρόωρη απόσυρση των μέτρων στήριξης (με αυστηροποίηση από τις τράπεζες των προϋποθέσεων για δανεισμό), αλλά ακόμη και το χρονοδιάγραμμα των διαπραγματεύσεων για το Brexit, είναι παράγοντες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αναστάτωση στις αγορές.
Τα κεφάλαια των τραπεζών
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι το διεθνές τραπεζικό σύστημα είναι καλά κεφαλαιοποιημένο στην παρούσα κρίση, υπάρχει, όμως, μία “ουρά” αδύναμων τραπεζών και ορισμένα τραπεζικά συστήματα εκτιμάται ότι μπορεί να αντιμετωπίσουν κεφαλαιακά ελλείμματα σε ένα δυσμενές σενάριο, ακόμη και με τα μέτρα πολιτικής που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Οι πιστωτικές ζημίες θα μπορούσαν να απομυζήσουν τα κεφαλαιακά buffers των τραπεζών και να επηρεάσουν την ικανότητα και την προθυμία τους να χρηματοδοτήσουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Όπως αναφέρεται, ειδικότερα, στην έκθεση του ΔΝΤ, οι περισσότερες τράπεζες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τις ζημίες από την κρίση του κορονοϊού καθώς εισήλθαν σε αυτήν με ισχυρότερα αποθέματα κεφαλαίων και ρευστότητας από αυτά που είχαν στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι πολιτικές στήριξης των δανειοληπτών και ενθάρρυνσης των τραπεζών με παροχή ευέλικτου κανονιστικού πλαισίου, ώστε αυτές να συνεχίσουν να δανείζουν την Οικονομία, είχαν αποτέλεσμα. Ωστόσο, ορισμένες τράπεζες σε κάποιες χώρες έχουν αρχίσει να αυστηροποιούν τα κριτήρια για παροχή δανείων, καθώς χειροτερεύουν οι συνθήκες στην Οικονομία και επιδεινώνεται η οικονομική θέση των δανειοληπτών.
Κοιτάζοντας στο μέλλον, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ανθεκτικότητα των τραπεζών θα εξαρτηθεί από το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης λόγω Covid-19, από τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τον ιδιωτικό τομέα και από τον ρυθμό αναγνώρισης των ζημιών.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές που έχουν ανακοινωθεί για να περιοριστούν οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης τους δανειολήπτες και να υποστηριχθούν τα επίπεδα κεφαλαίων των τραπεζών, το βασικό σενάριο του ΔΝΤ βλέπει ότι οι περισσότερες τράπεζες θα καταφέρουν να απορροφήσουν τις ζημίες, διατηρώντας τα κεφαλαιακά “μαξιλάρια” άνω των απαιτούμενων κεφαλαιακών δεικτών.
Στο δυσμενές σενάριο του ΔΝΤ, που χαρακτηρίζεται από μία βαθύτερη ύφεση και πιο αδύναμη ανάκαμψη, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός τραπεζών που τα κεφάλαιά τους θα πέσουν κάτω από τα ελάχιστα απαιτούμενα. Το ΔΝΤ βλέπει ως πιο ευάλωτες τις τράπεζες αναδυόμενων αγορών.
Στην περίπτωση του δυσμενούς σεναρίου όπου οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας θα υποχωρήσουν κάτω των ελάχιστων απαιτούμενων, το ΔΝΤ υπολογίζει το κεφαλαιακό έλλειμμα σε περίπου 110 δισ. δολάρια. Το συνολικό έλλειμμα κεφαλαίων, σε σχέση με τις διευρυμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις (που περιλαμβάνουν το αντικυκλικό buffer κεφαλαίων, τη διατήρηση κεφαλαιακού buffer και συστημικούς κινδύνους των buffers), θα μπορούσε να φτάσει τα 220 δισ. δολάρια, έχοντας υπολογίσει τα μέτρα στήριξης των τραπεζών.
Αυτό υπονοεί ότι οι μέσες απώλειες κεφαλαίου για τις τράπεζες στο δυσμενές σενάριο θα προσεγγίσουν το 1% του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ αναφέρει συγκριτικά, ότι η μέση τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση από τις κυβερνήσεις κατά την προηγούμενη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση ανήλθε σε περίπου 3,6% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ καταλήγει ότι το συνολικό δημοσιονομικό κόστος ώστε να διασφαλίζεται ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και άμεση στήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις προκειμένου να μειώνονται αποτελεσματικά και προληπτικά πιθανές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Ένα ακόμη πιο δυσμενές σενάριο που θα περιλάμβανε μεγαλύτερες ζημίες για τον τραπεζικό τομέα, δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεδομένου του υψηλού βαθμού αβεβαιότητας για το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης λόγω Covid-19, καταλήγει το ΔΝΤ.