Date:
Θέλησαν να… την κάνουν λαχείο πατέρας και κόρη, βγάζοντας άκοπα σχεδόν 1 εκατ. ευρώ, αλλά την πάτησαν για τα καλά, αφού στα δικαστήρια αποδείχθηκε ότι ο τυχερός λαχνός του Λαϊκού δεν ήταν δικός τους, αλλά της κουμπάρας και νονάς αντίστοιχα, στης οποίας το πρακτορείο ΟΠΑΠ δούλευαν επί χρόνια και από εκεί τον παρακράτησαν παράνομα, αποφεύγοντας να καταγράψουν ότι τους ξέμεινε απούλητος -όπως έπρεπε- και αποκρύπτοντάς της για καιρό ότι είχαν κερδίσει πολλά λεφτά…
Ιδιοκτήτρια πρακτορείου σε εργατική συνοικία της Αττικής, είχε πάρει στη δούλεψή της τη βαφτισιμιά της με αμοιβή 40% επί των κερδών (που σήμαινε 2.000-2.500 ευρώ μηνιαίως), απασχολώντας τα Σαββατοκύριακα και τον πατέρα της (κουμπάρο) έναντι 150 ευρώ.
Εμπιστοσύνη
Επί δεκαετία όλα «λειτουργούσαν ρολόι» ή τουλάχιστον στο περίπου, αφού η πρακτόρισσα που τους εμπιστευόταν και απουσίαζε συχνά, ζητούσε ενημέρωση για τα λαχεία που ξέμεναν απούλητα γιατί δεν τα επέστρεφε αλλά τα κρατούσε για τον εαυτό της, μπας και κερδίσει καμιά φορά.
Στην αξίωσή της για καταγραφή των λαχνών και φύλαξή τους, εκείνοι διαμαρτύρονταν ότι δεν τους εμπιστεύεται, αλλά όλα τέλειωναν εκεί, αφού μέχρι τότε δεν έτυχε να κερδίσει πολλά λεφτά κάποιο απούλητο λαχείο.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, η πρακτόρισσα, που ήταν χήρα, σκόπευε να γράψει το μαγαζί στην αναδεκτή της και συνέχιζε να απουσιάζει αρκετά έχοντάς τους εμπιστοσύνη, παρά την ακαταστασία στην καταγραφή απαραίτητων στοιχείων και τα ταμειακά ελλείμματα που κατά καιρούς εμφανίζονταν, αγγίζοντας τις 2.000, 3.000 και 8.000 ευρώ.
Πριν από περίπου 6 χρόνια η βαφτισιμιά αποχώρησε από τη δουλειά λόγω εγκυμοσύνης και τη θέση της πήρε προσωρινά ως βοηθός μια γνωστή της πρακτόρισσας δουλεύοντας σε 4ωρη βάση, ενώ ο κουμπάρος εμφανιζόταν πολύ συχνότερα.
Την εβδομάδα του Πάσχα ενώ η πρακτόρισσα έλειπε εκτός Αθηνών, η βοηθός φεύγοντας από το πρακτορείο άφησε επόμενη βάρδια τον κουμπάρο και του ζήτησε να καταγράψει τρία απούλητα λαχεία.
Ωστόσο, την επομένη δεν βρήκε καμία καταχώριση αριθμού ούτε κάποιο λαχείο στο συρτάρι, μένοντας με την εντύπωση ότι ίσως να πουλήθηκαν αργά και τα τελευταία.
Η… απορία
Την άλλη μέρα, όμως, γνωστοποιήθηκε ότι το πρακτορείο είχε δώσει δύο τυχερούς λαχνούς που κέρδισαν 800.000 και 100.000 ευρώ, αναρτήθηκε σχετική «διαφημιστική» ταμπέλα, αλλά κανείς δεν εμφανίστηκε από εκεί για να το δηλώσει και επί μήνες η πρακτόρισσα έμεινε με την απορία ποιοι ήταν οι τυχεροί πελάτες.
Στα τέλη του καλοκαιριού η βοηθός αποχώρησε, αφού η βαφτισιμιά είχε προ 3μήνου γεννήσει και επρόκειτο να επιστρέψει στη δουλειά. Ωστόσο, πατέρας και κόρη τής γνωστοποίησαν ότι σκόπευαν να διακόψουν από το πρακτορείο και μόνο τότε άρχισε να «ψυλλιάζεται» ότι κάτι τρέχει, γιατί ήξερε ότι τα οικονομικά τους δεν είναι καλά.
Ψάχνοντας στον τομέα εξαργύρωσης κρατικών λαχείων του υπουργείου Οικονομικών, έμεινε άφωνη όταν πληροφορήθηκε ότι το Πάσχα τα νικηφόρα λαχεία του πρακτορείου της τα εισέπραξαν οι πνευματικοί της συγγενείς, αποκρύπτοντας ότι «έκαναν Ανάσταση» δύο φορές
. Οταν η βαφτισιμιά της αποχωρούσε παραδίδοντας ταμείο, την αιφνιδίασε ζητώντας της να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είχε καμία σχέση με τα κέρδη των λαχνών ούτε ο πατέρας της.
Τότε κατάλαβε ότι το λάδι που είχε βάλει μάλλον δεν ήταν καλό, καθώς η αναδεκτή προσπάθησε να καλύψει τη «λαδιά» με τα λαχεία, αρνούμενη να υπογράψει και μόνο ύστερα από έντονες πιέσεις της, παραδέχθηκε ότι είχε κερδίσει 1000.000 ευρώ, υποστηρίζοντας όμως ότι το λαχείο τής το χάρισε η πεθερά της και δηλώνοντας άγνοια για τα κέρδη του πατέρα της.
Η υπόθεση κατέληξε στα δικαστήρια, όπου η πρακτόρισσα κατήγγειλε τους πνευματικούς συγγενείς της για σφετερισμό και ιδιοποίηση των κερδών της, καταλογίζοντας «κρυψίνου, αντισυμβατική και ανήθικη συμπεριφορά», στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης που τους συνέδεε.
Στη δικαστική διαδικασία ο κουμπάρος ισχυρίστηκε (αντίθετα από την κόρη του) ότι εκείνος αγόρασε από πλανόδιο λαχειοπώλη τους δύο λαχνούς και της έδωσε τον ένα επειδή μόλις είχε γεννήσει (αποδίδοντάς το σε σπάνια τύχη), ότι το κράτησαν μυστικό για να προστατευθούν, ότι η κουμπάρα έτρεφε αντιπάθεια προς την οικογένειά τους, μετά την άρνησή τους να υιοθετήσει τη βαφτισιμιά.
Το δικαστήριο δεν πείστηκε από τους ισχυρισμούς του, διαπιστώνοντας ότι εκείνη τους αγαπούσε, τους εμπιστευόταν απουσιάζοντας συχνά, δεχόταν τις απαιτήσεις τους, ανεχόταν τα κατά καιρούς ταμειακά ελλείμματα, ήθελε να της μεταβιβάσει την άδεια του πρακτορείου, ενώ αντίθετα εκείνοι, μόλις τους ζήτησε τα κέρδη, κατέφυγαν στην Αστυνομία για να της κάνει συστάσεις?
Συνειδητοποιώντας η χήρα ότι «ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος», συνέχισε τη δικαστική διαμάχη, διαπιστώνοντας ότι είχε ήδη αγοραστεί διαμέρισμα με τα κέρδη και καταγγέλλοντας κατασπατάληση των χρημάτων της. Οι δικαστικές αποφάσεις τη δικαίωσαν.
Πατέρας και κόρη κυριολεκτικά «έπαιξαν και έχασαν», μένοντας εκτός πρακτορείου που τους έθρεφε επί χρόνια (και μπορεί να περνούσε στα χέρια τους) ενώ ταυτόχρονα κρίθηκε ότι πρέπει να επιστρέψουν τα «κέρδη» τους στη χήρα εντόκως, με μια αρεοπαγιτική απόφαση που δέχεται μάλιστα ότι όταν ο εργαζόμενος ξεπερνά το μέτρο επιμέλειας, παραβαίνει τις υποχρεώσεις με πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, τότε ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, χωρίς να αποκλείεται και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, σε περίπτωση αδικοπραξίας.
Η ΥΠΟΠΤΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Το δικαστήριο έλαβε υπόψη του καταθέσεις γειτόνων και καταστηματάρχη, που βλέποντας τη νικητήρια ταμπέλα πείραξαν τον πατέρα αστειευόμενοι ότι ήταν τάχα ο τυχερός (χωρίς να γνωρίζουν τότε τίποτα) και εκείνος αναστατωμένος αντέδρασε περίεργα, απειλώντας ότι θα προσφύγει στην Αστυνομία.
ΕΘΝΟΣ