Έλληνες της Αυστραλίας :«Το “νόστιμον ήμαρ” το κρατάμε μέσα στην ψυχή μας»
Date:
Οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν στην Αυστραλία ήταν επτά ναυτικοί που είχαν καταδικαστεί για πειρατεία από βρετανικό ναυτικό δικαστήριο το πολύ μακρινό 1829.
Ένιωσαν απόγνωση όταν αντίκρισαν την αχανή γη γι’ αυτό και όταν το 1836 τους δόθηκε αμνηστία, οι πέντε επέστρεψαν στην Ελλάδα. Στην ίδια απόγνωση βρέθηκαν τα πρώτα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης, χιλιάδες Έλληνες που έφταναν με πλοία και αργότερα με αεροπλάνα στην απομακρυσμένη αυτή γωνιά του πλανήτη. Δεν το έβαλαν, όμως, κάτω.
Πάλεψαν, τα κατάφεραν και σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ευρύτερης αυστραλιανής κοινωνίας.
Η Σαλώμη-Ρώμα Σιάχου-Παπαδοπούλου, γραμματέας και «ψυχή» της της Ποντιακής Κοινότητας Μελβούρνης έζησε δυο φορές τι σημαίνει ν’ αλλάζεις πατρίδα.
Ήταν μόλις 9 ετών, όταν το 1965, μαζί με την οικογένειά της, έφτανε στην Ελλάδα από το Καζακστάν, ενώ το 1982, παντρεμένη πλέον, μετακόμισε στην Αυστραλία, όπου όχι μόνο κατάφερε να σταθεί στα πόδια της αλλά και να παραμείνει ένα ενεργό μέλος της κοινότητας όλα αυτά τα χρόνια. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα (πρώην πλέον) πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων Αυστραλία, είναι ενεργό μέλος του Δ.Σ. της Αυστραλιανής Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων αλλά και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Ποντιακών Σωματείων για τις Εκδηλώσεις Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Από το Καζακστάν και την πόλη Ταλτνικοργάν, όπου η οικογένειά της βρέθηκε εξόριστη από το Σουχούμι, το 1949, θυμάται λίγα πράγματα, όπως αφηγείται στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM». «Από το Ταλτνικοργάν μού έμειναν κάποια “ασήμαντα” γεγονότα, που χαράχτηκαν στη μνήμη μου: μικρό κοριτσάκι με έστειλαν να αγοράσω ψωμί. Περίμενα στην ουρά για ώρες κι όταν ήρθε η σειρά μου το ψωμί είχε τελειώσει. Γύρισα σπίτι κλαίγοντας. Ακόμα το θυμάμαι», λέει και μετά ανασύρει από τη μνήμη της το ταξίδι με το τρένο «από το Καζακστάν στην Οδησσό και μετά με καράβι -το “Latvia” όπως έλεγαν οι δικοί μας- στον Πειραιά».
Στην Αυστραλία, όπου ζει πλέον, εντάχθηκε πολύ γρήγορα στην κοινωνική ζωή της ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης. Έχοντας το απολυτήριο από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με «άριστα», άρχισε να διδάσκει την ελληνική γλώσσα για τα παιδιά των μεταναστών. «Εκτός της διδασκαλίας, κάναμε πολλές εκδηλώσεις. Άλλωστε αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία να βρισκόμαστε μαζί. Δημιουργήσαμε ποντιακό θέατρο και ανεβάσαμε παραστάσεις με εισιτήριο. Τα χρήματα που μαζέψαμε ήταν κάπου 80.000 δολάρια και τα δωρίσαμε στον Δήμο Σαπών. Με αυτά τα χρήματα θέλαμε να βοηθήσουμε τους νεοπρόσφυγες (παλιννοστούντες)) που έφταναν στην Ελλάδα την περίοδο του πολέμου στην Αμπχαζία, το 1993. Έγινε ένα Νηπιαγωγείο και μια δανειστική βιβλιοθήκη για τα παιδάκια των προσφύγων από το Σουχούμι που σωθήκαν στην Ελλάδα», τονίζει.
Σήμερα, η Ρώμα Σιάχου είναι εθελόντρια του Ελληνικού Γηροκομείου «Φροντίδα», ενώ έχει ιδρύσει το πρώτο, στην Αυστραλία, Φροντιστήριο Διδασκαλίας Ποντιακής Διαλέκτου με τη συμμετοχή (διαδικτυακά) της φιλολόγου καθηγήτριας Γιώτας Ιωακειμίδου, από τη Θεσσαλονίκη. Έχει, επίσης, την επιμέλεια και την παρουσίαση της εκπομπής «Οι Αργοναύτες στους αντίποδες του Νότου».
Σε ό,τι κάνει δίπλα της πάντα είναι ο σύζυγος και τα παιδιά της, ο Βασίλης, εργολάβος οικοδομών και η Σοφία, που τελείωσε τη Νομική Σχολή και μέχρι πρόσφατα ήταν νομική σύμβουλος της Κυβερνήτη της Βικτώριας.
Στην ερώτηση αν μετάνιωσε ποτέ για τη μετανάστευση στην Αυστραλία, απαντά:
«Μόνο την πρώτη χρόνια, που ήταν δύσκολη. Όλοι έκλαιγαν… Μετά συμφιλιωθήκαμε με την ιδέα ότι δεν υπάρχει επιστροφή, ήρθαμε να ζήσουμε σ’ αυτόν τον άγνωστό τόπο. Η νοσταλγία όμως δεν έφευγε από την καρδιά, σαν ένας πόνος που δεν έχει θεραπεία, μόνο ο χρόνος βοηθά… Να σας πω κι αυτό, αλλά μη γελάσετε. Τα πρώτα χρόνια, για να απαλύνουμε τον πόνο της νοσταλγίας, πηγαίναμε γυναικοπαρέα (όλες Ελληνίδες) για καφέ στο αεροδρόμιο. Βρίσκαμε τραπεζάκι με θέα τα αεροπλάνα. Μεγάλο το αεροδρόμιο στη Μελβούρνη! Κόσμος παντού -όλοι οι ταξιδιώτες χαρούμενοι και λίγο αγχωμένοι. Κι εμείς χαρούμενες ήμασταν, ενώ δεν φεύγαμε πουθενά. Κοιτούσαμε τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν κι έτσι νιώθαμε σαν να φεύγουμε κι εμείς ταξίδι στην Ελλάδα. Για λίγο και νοερά, να “μυρίσουμε” το άρωμά της, να “λουστούμε” στο φως της, να δούμε τα μέρη μας, που αφήσαμε πίσω. Αυτός ο καφές στο αεροδρόμιο ήτανε καφές της παρηγοριάς και της νοσταλγίας… Επιστρέφαμε στην πόλη πάντα ευτυχισμένες. Ξέρετε πώς είναι να ταξιδεύεις στην Ελλάδα μόνο με τη φαντασία; Να νιώθεις σαν να είχες πάει και επέστρεψες πιο ευτυχισμένη;».
Αυτό τον καφέ στο αεροδρόμιο, η ίδια και οι φίλες της τον ήπιαν αρκετές φορές.«Μετά», προσθέτει, «συνηθίσαμε να ζούμε με τη νοσταλγία βαθιά κρυμμένη στην ψυχή, σαν τον ανεκπλήρωτο έρωτα, μια γλυκιά χαρά αλλά και φόβος ότι δεν θα τον συναντήσεις ποτέ ξανά…».
Οι νέοι μετανάστες στην Αυστραλία
Ο Γρηγόρης Σεμπελίδης είναι ένας από τους «νεο-μετανάστες», αφού μετακόμισε στην Αυστραλία μόλις πριν από δύο χρόνια. «Αμέσως εντάχτηκα στην Ποντιακή Κοινότητα Μελβούρνης», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ κι εξηγεί πως γι’ αυτόν, η μετανάστευση στην Αυστραλία είναι η δεύτερη στη ζωή του, όπως και στην περίπτωση της κ. Σιάχου- Παπαδοπούλου.
Γεννημένος το ’74 στο Ντζαμπούλ του Καζακστάν, ήρθε στην Ελλάδα στα 17 του με τους γονείς και δύο αδέλφια του. Σπούδασε διοίκηση ξενοδοχείων στη Ρόδο, ακολούθησε καριέρα στον ξενοδοχειακό κλάδο και σκαρφάλωσε ως τη θέση του διευθυντή ξενοδοχειακής μονάδας.
Στη συνέχεια, ωστόσο, άλλαξε τομέα, έκανε το χόμπι επάγγελμα, σπούδασε Πληροφορική και άνοιξε δική του επιχείρηση παροχής υπηρεσιών Internet, την «Komotini Online», με ειδίκευση στην ανάπτυξη websites και news media. «Το 2018, με την οικογένειά μου εγκατασταθήκαμε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου η σύζυγός μου πήρε απόσπαση στο Γραφείο Συντονισμού Εκπαίδευσης στο Προξενείο της Ελλάδας. Στη Μελβούρνη αρχικά εργάστηκα στη μεγαλύτερη ελληνική εφημερίδα της Αυστραλίας “Νέος Κόσμος” και πρόσφατα ξεκίνησα το δικό μου μέσο, το ελληνικό περιοδικό της Αυστραλίας «GR MAGAZINE», λέει ο κ. Σεμπελίδης.
«Το “νόστιμον ήμαρ” μέσα μας»
Μισό αιώνα ζωής στην Αυστραλία έκλεισε ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, πρόεδρος της Αυστραλιανής Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων. Ήταν 25 ετών, όταν το 1969 άφησε την ιδιαίτερη του πατρίδα, το Κιλκίς, και ξεκίνησε μια νέα ζωή στην Αυστραλία, όπου κατάφερε να σπουδάσει φιλολογία και ψυχολογία. Θεωρεί την Αυστραλία «το λιμάνι της ευτυχίας» της ζωής του, γιατί, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «εδώ σπούδασα, εδώ μορφώθηκα, εδώ ασχολήθηκα με τα κοινά από τη θέση του πρόεδρου της Ευξείνου Λέσχη της Μελβούρνης αλλά και του προέδρου της Ομοσπονδίας».
Φέτος, η κατάσταση σε όλο τον πλανήτη είναι δύσκολη λόγω της βίαιης εισβολής του νέου κορονοϊού στη ζωή μας. «Το πρώτο μέλημα της φετινής χρόνιας είναι η υγεία των ανθρώπων μας. Τηρούμε αυστηρά τους κανόνες των απαγορεύσεων λόγω του κορονοϊού», λέει ο κ. Κωνσταντινίδης και συμπληρώνει: «Τα πράγματα σ’ εμάς είναι βάρια με τον δεύτερο κύκλο κορονοϊού, γιατί ξανά η Πολιτεία της Βικτώριας ανακοίνωσε τη λήψη μέτρων προσωπικής απομόνωσης. Δεν κυκλοφορούμε έξω, περιμένουμε να τελειώσει. Δεν θα πάμε διακοπές στην Ελλάδα. Κι όμως το “νόστιμον ήμαρ” είναι μέσα μας, έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν και είναι μέσα στην ψυχή του Έλληνα».
Σοφία Προκοπίδου
Στις συνημμένες φωτογραφίες:
Ο Γρηγόρης Σεμπελίδης
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, πρόεδρος της Αυστραλιανής Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων (τρίτος από δεξιά)
Η Ρώμα Σιάχου – Παπαδοπούλου
ΑΠΕ ΜΠΕ