Εταιρεία «φακέλωνε» σε τουλάχιστον επτά ευρωπαϊκές χώρες για λογαριασμό της Monsanto
Date:
Κατάλογοι με εκατοντάδες πρόσωπα τα οποία είχε φακελώσει η Monsanto, όπως αυτός που αποκαλύφθηκε στη Γαλλία την προηγούμενη εβδομάδα,
υπάρχουν σε τουλάχιστον άλλες έξι ευρωπαϊκές χώρες καθώς και για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ανακοίνωσε η Bayer.
«Εκτιμάμε προς το παρόν ότι η εταιρεία λόμπινγκ Fleishmann Hillard είχε καταρτίσει για λογαριασμό της Monsanto καταλόγους στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Πολωνία, την Ισπανία και τη Βρετανία, καθώς και για πρόσωπα που συνδέονται με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς», επεσήμανε η γερμανική εταιρεία.
Το δικηγορικό γραφείο Sidley Austin, έπειτα από αίτημα της Bayer, «θα ερευνήσει αν υπάρχουν τέτοιοι κατάλογοι και σε άλλες χώρες», πρόσθεσε.
Μέχρι στιγμής έχει γίνει γνωστός μόνο ο κατάλογος που καταρτίστηκε για τη Γαλλία. Ωστόσο ο όμιλος Bayer, ο οποίος εξαγόρασε το 2018 την Monsanto, αφού ζήτησε συγγνώμη την Κυριακή για την πρακτική αυτή ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι τέτοιου είδους κατάλογοι «πολύ πιθανό» να υπάρχουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τα έγγραφα αυτά χρονολογούνται από το 2016, πριν απ’ αυτή την εξαγορά της Monsanto από την Bayer, η οποία οριστικοποιήθηκε πέρυσι.
Εξάλλου η Bayer επεσήμανε ότι παύει να συνεργάζεται με την Fleishmann Hillard «μέχρι νεοτέρας» για θέματα επικοινωνίας, αλλά θα συνεχίσει τη συνεργασία της σε ζητήματα μάρκετινγκ.
Πολλά μέσα ενημέρωσης (μεταξύ των οποίων τα Le Monde, France Televisions, Radio France και Le Parisien) ανακοίνωσαν πως προσέφυγαν στη δικαιοσύνη και/ή στην Εθνική Επιτροπή Πληροφορικής και Ελευθεριών (CNIL) μετά την αποκάλυψη στις αρχές Μαΐου από το τηλεοπτικό κανάλι France 2 και την εφημερίδα Le Monde πως εκατοντάδες προσωπικότητες (πολιτικοί, επιστήμονες, δημοσιογράφοι) είχαν φακελωθεί από το γραφείο λόμπινγκ Fleishman Hillard για λογαριασμό της Monsanto, κυρίως βάσει των θέσεών τους για τα ζιζανιοκτόνα και τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και του κατά πόσον είναι ευεπηρέαστοι.
Μία ημέρα μετά τις αποκαλύψεις η γαλλική δικαιοσύνη ξεκίνησε έρευνα σχετικά με υποψίες για «παράνομη συγκέντρωση προσωπικών δεδομένων με παράνομο, δόλιο ή λαθραίο τρόπο».