Ένα έργο που θεωρείτο χαμένο από την καταστροφή του αρχείου του ιταλικού εκδοτικού οίκου Casa Musicale Sonzogno, το 1943, κατά τον βομβαρδισμό του Μιλάνου από τις συμμαχικές δυνάμεις, και που πτυχές του αποκαλύφθηκαν από το μουσικό αρχείο της Φιλαρμονικής Εταιρείας «Μάντζαρος» στην Κέρκυρα πριν από μία δεκαετία, ήρθε στα χέρια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 2016, για να βγει τελικά στο φως σε νέα αποκατεστημένη μορφή.
Πρόκειται για τη «Flora mirabilis», του σπουδαίου μουσουργού Σπυρίδωνος Σαμάρα, για την αποκατάσταση της οποίας δούλεψε τα τελευταία δύο χρόνια ο μουσικολόγος και κλαρινετίστας, αναπληρωτής καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Γιάννης Σαμπροβαλάκης.
Όπως ανέφερε, σε συνέντευξη που έδωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, όχι μόνο συμπληρώθηκε η ενορχήστρωση, αλλά σχεδιάστηκε και η νέα έκδοση όλου του μουσικού υλικού, συνολικά 3.000 σελίδες που περιλαμβάνουν από την παρτιτούρα του μαέστρου και την αναγωγή του έργου για φωνές και πιάνο, μέχρι τις πάρτες της ορχήστρας, το λιμπρέτο σε τέσσερις γλώσσες (ιταλικά, ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά) και συνοδευτικά κείμενο.
«Κλήθηκα να συμπληρώσω τα κενά της ενορχήστρωσης σύμφωνα με στιλιστικά, ιστορικά και αισθητικά κριτήρια και ασφαλώς να κάνω τον σχεδιασμό και την επιμέλεια της νέας έκδοσης», σημείωσε ο κ. Σαμπροβαλάκης, ο οποίος εξειδικεύεται στη λεγόμενη «στιλιστική ενορχήστρωση» και ήδη έχει συμπληρώσει και αποκαταστήσει δεκάδες έργα, κυρίως Ελλήνων συνθετών, τα οποία εκδίδονται σταδιακά από το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, του οποίου είναι συνιδρυτής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ενασχόληση με το συγκεκριμένο έργο ήταν «συναρπαστική» και το υλικό που είχε στα χέρια του ήταν «ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό», διότι περιείχε το σύνολο των μερών των εγχόρδων. «Ακριβώς αυτή η αποκάλυψη του σημαντικότερου μέρους του “ήχου” της ορχήστρας βοήθησε ουσιαστικά στο να μπορέσω να προσεγγίσω τον αυθεντικό ήχο της ενορχήστρωσης σε ποσοστό που μπορεί να αγγίζει και το 95% του χαμένου πρωτοτύπου», εξήγησε.
Ο Σπ. Σαμάρας, ως συνθέτης, ανήκει στην Επτανησιακή Σχολή, ωστόσο ήταν ένας κοσμοπολίτης συνθέτης, με μία τεράστια επαγγελματική σταδιοδρομία που αναπτύχθηκε μάλιστα σε χώρες με τεράστια οπερατική παράδοση, όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Στη «Flora mirabilis», όπως είπε ο κ. Σαμπροβαλάκης, το επτανησιακό στοιχείο «είναι καλά κρυμμένο, αλλά δεν θα μπορούσε να λείπει».
«Ο προσεκτικός ακροατής θα το αναγνωρίσει κάπου ανάμεσα στις λεπτεπίλεπτες μελωδίες, στα πνευστά κυρίως όργανα της ορχήστρας, ως υπόμνηση του ήχου της μπάντας πνευστών, οι οποίες στον πυρήνα τους θα μπορούσαν να είναι αποσπάσματα της πιο ευγενούς επτανησιακής καντάδας», τόνισε.
Ο κ. Σαμπροβαλάκης επεσήμανε ότι στηρίχθηκε σε όλες τις υπάρχουσες πηγές για την αποκατάσταση του έργου, για το ποιητικό κείμενο, το μουσικό κείμενο και τα μέρη των οργάνων, ωστόσο, από τη διαδικασία δεν έλειπαν οι προκλήσεις, οι οποίες συχνά ήταν ηθικής φύσεως: «Τι κάνουμε με ένα τμήμα που έχει διαγράψει ο ίδιος συνθέτης; Τι κάνουμε με ένα τμήμα στο οποίο ο συνθέτης κατάργησε την αρχική του μελοποίηση και την αντικατέστησε με μία άλλη, αλλά δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για τα μελωδικά και αρμονικά στοιχεία της νέας επεξεργασίας του; Τι κάνουμε σε ένα σημείο στο οποίο ο συνθέτης αποφάσισε εκ των υστέρων, μετά από την πρεμιέρα του έργου του, να αντιμεταθέσει μεταξύ τους δύο μουσικά τμήματα;».
Όσο για τη σημασία του έργου και την παρουσία του στο ρεπερτόριο, ο κ. Σαμπροβαλάκης υπογράμμισε: «Το συγκεκριμένο έργο ήταν η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του Σπ. Σαμάρα και αυτό που τον καθιέρωσε ως σημαντικό συνθέτη όπερας. Μόνο και μόνο γι’ αυτό τον λόγο, το συγκεκριμένο έργο καθίσταται ιστορικά ως ο κύριος πυλώνας του ελληνικού οπερατικού ρεπερτορίου του 19ου αιώνα και παραμένει ένα μνημείο του πολιτισμού μας».
H «Flora mirabilis» του Σπυρίδωνος Σαμάρα θα παρουσιαστεί σε συναυλιακή μορφή το ερχόμενο Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025, στις 19:30, στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ, υπό τη μουσική διεύθυνση του Κωνσταντίνου Τερζάκη.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του Γιάννη Σαμπροβαλάκη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Αθηνά Καστρινάκη:
ΕΡ: Τι ποσοστό του συνολικού έργου έχει αποκαλυφθεί, στην πρωτότυπη εκδοχή του;
ΑΠ: Εάν απαντήσουμε ποσοτικά σε αυτό το ερώτημα μπορώ να πω συνοπτικά ότι οι διάσπαρτες σελίδες των διαφόρων μερών οργάνων που παρέλαβα τόσο από το αρχείο της Εθνικής Λυρικής όσο και από αυτό της Φιλαρμονικής Εταιρίας «Μάντζαρος» σε μορφή ψηφιακής εικόνας ήταν περίπου 800, ενώ οι σελίδες που παράχθηκαν για τη νέα παρουσίαση του έργου ήταν 1500. Έλαβα δηλ. σχεδόν το 55% των μερών της ορχήστρας. Ποιοτικά, όμως, αυτό το υλικό ήταν ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό, διότι περιείχε καθ’ ολοκληρίαν τα μέρη των εγχόρδων, τα οποία αποτελούν τη βάση για την κλασική και ρομαντική ενορχήστρωση. Δηλ. ακριβώς αυτή η αποκάλυψη του σημαντικότερου μέρους του «ήχου» της ορχήστρας βοήθησε ουσιαστικά στο να μπορέσω να προσεγγίσω τον αυθεντικό ήχο της ενορχήστρωσης σε ποσοστό που μπορεί να αγγίζει και το 95% του χαμένου πρωτοτύπου.
ΕΡ: Προχωρήσατε, λοιπόν, στη συμπλήρωση των μερών που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, δηλαδή ουσιαστικά στην αποκατάσταση της πρωτότυπης ενορχήστρωσης. Πώς είναι η διαδικασία αυτή της αποκατάστασης και πόσος καιρός χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί;
ΑΠ: Συνολικά χρειάστηκαν δύο χρόνια, επειδή έπρεπε όχι μόνο να συμπληρωθεί η ενορχήστρωση, αλλά να σχεδιαστεί και η νέα έκδοση όλου του μουσικού υλικού. Τι σημαίνει αυτό; Συνολικά 3.000 σελίδες που περιλαμβάνουν: την παρτιτούρα του μαέστρου, την αναγωγή του έργου για φωνές και πιάνο, τις πάρτες της ορχήστρας, δηλ. τα ξεχωριστά μέρη κάθε οργάνου, το λιμπρέτο σε τέσσερις γλώσσες, συνοδευτικά κείμενα σχετικά με την υπόθεση του έργου και τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν κ.ά.
Χρησιμοποιήσαμε την τεχνογνωσία και τους τακτικούς συνεργάτης του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής (https://hellenicmusiccentre.com), το οποίο ιδρύσαμε του 2006 από κοινού με τον ομποΐστα και μουσικολόγο Γιάννη Τσελίκα. Σε πρώτη φάση έπρεπε να αντιγραφεί ψηφιακά η παλαιά έκδοση του οίκου Sonzogno για φωνές και πιάνο, καθώς και το σωζόμενο αρχειακό υλικό. Αυτή η εργασία έγινε μέσα σε έναν περίπου χρόνο από τη μουσικό Εβελίνα Χαρκοφτάκη, αυστηρά υπό τη δική μου επίβλεψη ανά σελίδα. Το πρωτότυπο λιμπρέτο στην ιταλική γλώσσα επεξεργάστηκε η φιλόλογος και μεταφράστρια Ελένη Γρηγορέα, η οποία επίσης επιμελήθηκε την ελληνική μετάφραση του Νικολάου Ποριώτη και την γαλλική του Pierre Elzéar, ενώ στο τέλος έκανε και τη μετάφραση του λιμπρέτου στα αγγλικά που δεν είχε ξαναγίνει. Εγώ κλήθηκα να συμπληρώσω τα κενά της ενορχήστρωσης, σύμφωνα με στιλιστικά, ιστορικά και αισθητικά κριτήρια και ασφαλώς να κάνω τον σχεδιασμό και την επιμέλεια της νέας έκδοσης. Η καθαυτή ενορχηστρωτική εργασία χρειάστηκε 8 μήνες, αλλά η όλη εκδοτική διαδικασία 24 μήνες, όπως προανέφερα.
ΕΡ: Σε ποιες πηγές στηριχθήκατε για την αποκατάσταση; Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε;
ΑΠ: Στηρίχθηκα σε όλες της υπάρχουσες πηγές για την αποκατάσταση του έργου. Για το ποιητικό κείμενο (λιμπρέτο): 9 διαφορετικές αυτόνομες εκδόσεις στην ιταλική, γαλλική, γερμανική και ελληνική γλώσσα.
Για το μουσικό κείμενο: δύο παλαιές εκδόσεις του έργου σε μορφή για φωνές και πιάνο (η πρώτη στην ιταλική γλώσσα και η δεύτερη δίγλωσση, στη γαλλική και τη γερμανική), όπως και μία σπανιότατη έκδοση της μεταγραφής ολόκληρης της όπερας για σόλο πιάνο!
Ως προς τα μέρη των οργάνων χρησιμοποίησα συνδυαστικά το αρχειακό υλικό που φυλάσσεται στη μουσική βιβλιοθήκη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και στο μουσικό αρχείο της Φιλαρμονικής Εταιρείας «Μάντζαρος», στην Κέρκυρα.
Είμαι υποχρεωμένος σε αυτό το σημείο να αναφέρω πως εάν στην Κέρκυρα δεν είχε αναπτυχθεί η ερευνητική εργασία του Εργαστηρίου Ελληνικής Μουσικής του Ιονίου Πανεπιστημίου και, πιο συγκεκριμένα, η αναλυτική καταλογογράφηση και αρχειοθέτηση των σημαντικότερων μουσικών αρχείων του νησιού με επικεφαλής τον Καθηγητή Μουσικολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κώστα Καρδάμη, το αυθεντικό μουσικό υλικό θα είχε παραμείνει στο σκοτάδι, πολύ μακριά από τις αίθουσες συναυλιών. Αναλυτικός κατάλογος των πηγών δημοσιεύεται στο έντυπο πρόγραμμα της επικείμενης πρώτης παρουσίασης της εργασίας μου.
Κατά τη διαδικασία της αποκατάστασης, τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν ηθικής φύσεως.
Για παράδειγμα:
- Τι κάνουμε με ένα τμήμα που έχει διαγράψει ο ίδιος συνθέτης; Το εντάσσουμε στη νέα έκδοση ή το παραλείπουμε;
- Τι κάνουμε με ένα τμήμα στο οποίο ο συνθέτης κατάργησε την αρχική του μελοποίηση και την αντικατέστησε με μία άλλη πάνω στο ίδιο λιμπρέτο, αλλά δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για τα μελωδικά και αρμονικά στοιχεία της νέας επεξεργασίας του; Γράφουμε μία δική μας μελωδική γραμμή ή χρησιμοποιούμε την πρότερη εκδοχή του τμήματος αυτού; Εγώ προτίμησα τη δεύτερη λύση.
- Τι κάνουμε σε ένα σημείο στο οποίο ο συνθέτης αποφάσισε εκ των υστέρων, μετά από την πρεμιέρα του έργου του, να αντιμεταθέσει μεταξύ τους δύο μουσικά τμήματα; Θεωρώ πως ο συνθέτης είχε κάθε δικαίωμα να αναθεωρήσει το έργο του και ακολούθησα τη λογική της υιοθέτησης της πιο πρόσφατης αναθεώρησης, εφόσον πάντοτε υπήρχαν επαρκή στοιχεία για αυτή.
- Στην περίπτωση της προσθήκης ενός ολόκληρου ντουέτου στην Γ’ Πράξη, δυστυχώς δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για την πλήρη αποκατάστασή του και προτίμησα να μην συμπεριληφθεί στη νέα έκδοση. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη απόφαση. Όμως, πέρα από το λιμπρέτο του τμήματος αυτού και τα σπαράγματα της ενορχήστρωσης που βρέθηκαν στο αρχειακό υλικό, η αποκατάσταση της ίδιας της μουσικής, δηλ. των φωνητικών μελωδικών γραμμών, θεωρώ πως θα υπερέβαινε τα όρια της συμπληρωματικής ενορχηστρωτικής αποκατάστασης και θα αλλοίωνε το έργο του Σαμάρα.
ΕΡ: Έχετε ασχοληθεί ξανά με το κομμάτι της αποκατάστασης ενορχηστρώσεων; Πώς ήταν για εσάς να καταπιαστείτε με το συγκεκριμένο έργο;
ΑΠ: Η στιλιστική ενορχήστρωση είναι ένα από τα αντικείμενα που εξειδικεύομαι εδώ και πολλά χρόνια. Έχω συμπληρώσει και αποκαταστήσει δεκάδες έργα, κυρίως Ελλήνων συνθετών, τα οποία εκδίδονται σταδιακά από το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής. Η ενασχόληση με το συγκεκριμένο έργο ήταν συναρπαστική, θα επιθυμούσα ωστόσο να αποκαλυφθεί στο μέλλον και το υπόλοιπο αυθεντικό υλικό της ορχήστρας.
ΕΡ: Πώς θα χαρακτηρίζατε τη «Flora Mirabilis», ως έργο του ελληνικού οπερατικού ρεπερτορίου αλλά και κομμάτι της Επτανησιακής Σχολής;
ΑΠ: Ο Σπυρίδων Σαμάρας ήταν ένας κοσμοπολίτης συνθέτης, με μία τεράστια επαγγελματική σταδιοδρομία που αναπτύχθηκε μάλιστα σε χώρες με τεράστια οπερατική παράδοση, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, ενώ προς το τέλος της ζωής του επέστρεψε στην πατρίδα του και δημιούργησε τρεις αξεπέραστες κωμικές όπερες στην ελληνική γλώσσα. Το συγκεκριμένο έργο ήταν η πρώτη του μεγάλη διεθνής επιτυχία και αυτό που τον καθιέρωσε ως σημαντικό συνθέτη όπερας. Μόνο και μόνο γι’ αυτό τον λόγο, το συγκεκριμένο έργο καθίσταται ιστορικά ως ο κύριος πυλώνας του ελληνικού οπερατικού ρεπερτορίου του 19ου αιώνα και παραμένει ένα μνημείο του πολιτισμού μας. Ακριβώς γι’ αυτό, ελπίζω σύντομα να δούμε και σκηνοθετημένο αυτό το αριστούργημα του 19ου αιώνα σε πολλές σκηνές λυρικών θεάτρων, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Είμαστε πάντοτε σε στενή συνεργασία με τον στυλοβάτη αυτής της προσπάθειας, τον συνθέτη και Καλλιτεχνικό Διευθυντή της ΕΛΣ, Γιώργο Κουμεντάκη, και παραμένουμε αισιόδοξοι ότι αυτό το αριστούργημα του Σπ. Σαμάρα θα επανενταχθεί στο ευρωπαϊκό λυρικό ρεπερτόριο.
Το επτανησιακό στοιχείο είναι καλά κρυμμένο, αλλά δεν θα μπορούσε να λείπει. Ο προσεκτικός ακροατής θα το αναγνωρίσει κάπου ανάμεσα στις λεπτεπίλεπτες μελωδίες, στα πνευστά κυρίως όργανα της ορχήστρας, ως υπόμνηση του ήχου της μπάντας πνευστών, οι οποίες στον πυρήνα τους θα μπορούσαν να είναι αποσπάσματα της πιο ευγενούς επτανησιακής καντάδας.
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ
φωτο: ΕΘΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ / ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΟΓΛΟΥ