Date:
Tου Γιώργου Παλάζη Δικηγορου
Τελικά η κυβέρνηση κατάφερε το ακατόρθωτο.!!Δημιούργησε πολίτες δύο κατηγοριών, τους «εμβολιασμένους» και τους «ανεμβολίαστους» εκ των οποίων οι πρώτοι είναι πιο ίσοι από τους δεύτερους και έχουν ακώλυτη συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Αντίθετα οι « ανεμβολίαστοι» – που βέβαια δεν είναι άρρωστοι, αλλά υφίστανται διάκριση προληπτικά με τη σκέψη ότι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αρρωστήσουν στο μέλλον βαριά (ΜΕΘ), επειδή δεν έχουν εμβολιαστεί – δεν έχουν ίδια δικαιώματα και πρέπει να συνεχίσουν να υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα για τις μετακινήσεις τους ή στην εργασία τους και για ό,τι άλλο ακολουθήσει.
Ποιά είναι η ιατρική νομιμοποιητική βάση για αυτό; Τα μέχρι σήμερα υπάρχοντα ιατρικά δεδομένα δεν καθιστούν σαφές, ούτε το χρονικό διάστημα προστασίας που παρέχει το εμβόλιο, ούτε το τι ακριβώς προστασία είναι αυτή και ειδικότερα αν διασφαλίζει ότι ο εμβολιασμένος δεν νοσεί και δεν μεταδίδει.
Ο εμβολιασμένος είναι σίγουρος μόνο για το ότι ο ίδιος δε θα νοσήσει βαριά αν κολλήσει κόβιντ. Με ποιά ιατρική βάση λοιπόν θα μετακινείται αυτός ελεύθερα, ενώ ο μη εμβολιασθείς όχι; Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει ιατρική βάση. Το ποιά είναι λοιπόν η πραγματική θέληση των εμπνευστών του νέου κίτρινου αστεριού στο μπράτσο μένει να αποδειχτεί.
Στους πολίτες που αρνούνται να εμβολιαστούν, τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός και ειδικότερα το ζήτημα της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών είναι προβληματικό από συνταγματικής απόψεως, επειδή μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με έμμεσο καταναγκασμό κατά παράβαση του δικαιώματος του καθενός να διαθέτει ο ίδιος το σωπμα του σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ 1 και 5 του Συντάγματος
Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι όσοι έχουν εισόδημα 500 ευρώ μηνιαία, με 100 ευρώ λιγότερα, οδηγούνται σε στέρηση των απαραίτητων μέσων επιβίωσης. Ενώ για όσους έχουν εισόδημα 5.000 ευρώ μηνιαία, τα 100 ευρώ συνιστούν αμελητέο ποσό Στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το πρώτο δικαίωμα που κατοχυρώνετα είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που είναι απαραβίαστη.
Πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται. Είναι απόλυτα σαφές ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης δομείται γύρω από την προστασία της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, και όχι την προστασία της δημόσιας υγείας. Ακόμα περισσότερο, πουθενά δεν αναφέρεται η υγεία ως κάποιου είδους καθολικό ατομικό δικαίωμα, το οποίο επιτρέπει (πόσο μάλλον επιβάλλει) στο Κράτος τον περιορισμό της αξιοπρέπειας του ανθρώπου για να επιτευχθεί.
Αντίθετα, το δικαίωμα στην υγεία, ως κλασσικό κοινωνικό δικαίωμα, δίνει στο άτομο την αξίωση απέναντι στην Πολιτεία, και όχι απέναντι σε άλλο άτομο, να του παρέχει πρόσβαση σε περίθαλψη όταν αρρωστήσει και μέσα πρόληψης. Το δικαίωμα στην υγεία ποτέ δεν είχε το περιεχόμενο “έχω το δικαίωμα να μην αρρωστήσω, άρα το Κράτος πρέπει να στερήσει την ελευθερία άλλων, υγιών ανθρώπων, που πιθανά θα μπορούσαν να μου μεταδώσουν κάποια ασθένεια για να με προστατεύσει”. Αντίστοιχα, το δικαίωμα στη ζωή πουθενά δεν κατοχυρώνεται ως απόλυτη προστασία της ζωής, δηλαδή ως υποχρέωση του Κράτους να προστατεύει απόλυτα τη ζωή εις βάρος άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Δικαίωμα στη ζωή σημαίνει κλασσικά στο ευρωπαϊκό δίκαιο ότι, το Κράτος δεν μπορεί να στερήσει τη ζωή ατόμου. Όχι ότι προκειμένου να προστατευθεί η ζωή ατόμου επιτρέπεται ο συλλογικός περιορισμός των δικαιωμάτων άλλων ανθρώπων από το Κράτος. Ακόμα και σε σχέση με τους ηλικιωμένους, αυτό που προβλέπεται είναι το δικαίωμα στην “αξιοπρεπή” και “ανεξάρτητη” ζωή. Αν η διατήρηση της ζωής αυτής καθεαυτής ήταν το προστατευόμενο έννομο αγαθό στην ευρωπαϊκή τάξη, θα καθίστατο αυτομάτως παράνομη η διακοπή κύησης, ενώ θα ήταν επιβεβλημένη η υποχρεωτική σίτιση απεργών πείνας, της ατομικής αυτοδιάθεσης και αξιοπρέπειας, υποσκελιζόμενης από την απόλυτη προστασία της ζωής.
Στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης (Σύμβαση του Οβιέδο), που κυρώθηκε στην Ελλάδα και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Σ., ορίζεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα προστατεύουν την αξιοπρέπεια και ταυτότητα όλων των ανθρώπινων όντων…… Στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, που θεσπίστηκε με το ν. 3418/2005, προβλέπεται ρητά ότι η συναίνεση πρέπει να παρέχεται ελεύθερα, χωρίς φόβο αρνητικών συνεπειών, μετά από πλήρη και σαφή ενημέρωση για το περιεχόμενο της επιχειρούμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους κινδύνους αυτής.
Ρητά προβλέπεται ότι η συναίνεση πρέπει να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης, απάτης ή απειλής και να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα χρηστά ήθη, ενώ η ποιότητα της πληροφόρησης αποτελεί βασικό κριτήριο για την κατάφαση της εγκυρότητας της συναίνεσης. Αντίστοιχες ρυθμίσεις για την ελεύθερη συναίνεση υπάρχουν στην Παγκόσμια Διακήρυξη για την Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Unesco.
Θεσσαλονικη 3-12-2021 Γιώργος Παλάζης Δικηγορος * Το παρόν εκφράζει προσωπική άποψη του συντάκτη