Γράφει ο Χριστόφορος Παλαμίδης: Φοιτητικές αναμνήσεις…Tο σκυλάκι μου η Μαρί!
Date:
Γράφει ο Χριστόφορος Παλαμίδης
Το 1970 φοιτητής στο δεύτερο έτος Κτηνιατρικής έγινα συγκάτοικος με το Γιώργο ή Γιούρκα όπως τον λέγαμε λόγω των φιλοσοβιετικών του πεποιθήσεων.
Το σπίτι μας ήταν ένα ημιυπόγειο τριώροφης οικοδομής όπου τα παράθυρα έβλεπαν στην οδό Χορτατζήδων, που ήταν ο δρόμος ο οποίος ανέβαινε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο προς την παλιά λέσχη πάνω από το γήπεδο του ΗΡΑΚΛΗ. Ήταν χωμένο μέσα στη γη με τα παράθυρά του στο ύψος του δρόμου με δύο μικρά δωμάτια και ένα μεγάλο σαλόνι εξ αιτίας του οποίου το ονομάζαμε Αχλαδόκαμπο.
Μειονεκτούσε από την άποψη της αφ΄ υψηλού θέας, αλλά παρουσίαζε ένα άλλο μεγάλο πλεονέκτημα. Τα κορίτσια που περνούσαν από το πεζοδρόμιο «τα παίρναμε μάτι» εκ των κάτω. Τότε ήταν της μόδας οι μίνι φούστες και το θέαμα ήταν εξόχως ελκυστικό σε μία εποχή σεξουαλικής στέρησης, διότι ναι μεν οι φούστες κόνταιναν πλην όμως η παρθενιά-παρθενιά. Τα κάστρα ήταν απόρθητα.
Ο Αχλαδόκαμπος ήταν έδρα του συλλόγου με το όνομα Σ.Φ.Ε (Σύλλογος Φουκαράδων Εραστών) που τα μέλη του ήμασταν στην πλειοψηφία συμμαθητές από το Γυμνάσιο και είχα την τιμή να είμαι ο ψυχολόγος της. Μία πολύ υπεύθυνη θέση που είχε σχέση με την είσοδο ή διαγραφή μελών. Δηλαδή για να μπει κάποιος στο σύλλογο έκανε αίτηση και ακολουθούσε συνέντευξη του υποψηφίου με τον ψυχολόγο όπου έπρεπε να αποδείξει με σαφήνεια ότι ήταν σκέτος άνευ γυναίκας το τελευταίο τρίμηνο. Εάν σ΄αυτό το διάστημα είχε αποτυχημένες προσεγγίσεις η κάθε απόρριψη-χυλόπιτα προσμετρούσε θετικά.
Αυστηρά ήταν επίσης τα κριτήρια για να εξέλθει κάποιος από το σύλλογο αφού στο αίτημά του θα έπρεπε να αναφέρει ότι βρήκε γυναίκα, εμφανισιακά να βλέπεται τουλάχιστον, με την οποία να είχε ολοκληρωμένες σχέσεις. Τούτο έπρεπε να αποδειχτεί μετά από επιτόπια ενδελεχή έρευνα από τον ψυχολόγο και τον βοηθό του στον τόπο όπου είχε συντελεστεί η πράξη.
Τα μέλη της Σ.Φ.Ε μπορούσαν να έρχονται στο σπίτι μας να πίνουν καφέ ή ποτό και να κάνουν τσιγάρο , με θέα τα διερχόμενα κορίτσια εκ των κάτω. Καθένας που ερχόταν έφερνε και κάτι, από καφέδες και ποτά μέχρι παστέλια και τρόφιμα που έστελναν οι γονείς των μελών. Εννοείται ότι εμείς οι ιδιοκτήτες καπνίζαμε τράκα τσιγάρα. Εφαρμόζονταν η τακτική 1+1, δηλαδή ένα κάπνιζαν και το άλλο πήγαινε στους ιδιοκτήτες μέρος των οποίων διαθέταμε στα μέλη που είχαν αφραγκίες .
Ένα Σάββατο πριν το μεσημέρι γυρίζοντας στο σπίτι είδαμε δύο σκυλάκια που μας τα άφησαν έξω από το παράθυρο.
Υπήρξε διάσταση απόψεων για το αν θα έπρεπε να τα κρατήσουμε, μεταξύ εμού και του συγκατοίκου μου ο οποίος ισχυρίζονταν ότι το σπίτι μας δεν ήταν κατάλληλο για φιλοξενία σκυλιών.
Πάνω στην ώρα, τη στιγμή που οξύνθηκαν τα πνεύματα χτυπάει το κουδούνι και εμφανίζεται ως από μηχανής Θεός ο Κίμωνας. Γύριζε από το ΚΤΕΛ όπου πήγε να παραλάβει καλάθι από το χωριό και θεώρησε καλό να περάσει να μας αφήσει πίτες και γιαουρτόγλυκο που έφτιαχνε η μάννα του και ήξερε ότι με τρελαίνει.
Ο Κίμων ήταν ο πρόεδρος της Σ.Φ.Ε, μια ζωή σκέτος άνευ γυναίκας, παρθένος βέβαια, αδιαμφισβήτητα ισόβιος πρόεδρος , αφού δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλει γκόμενα. Παρότι καλοφτιαγμένος σωματικά δεν τον βοηθούσε η φάτσα. Είχε ύφος μπλαζέ με μεγάλο σαν μπάλα κεφάλι, μάτια γλαρά- γουρλωτά, αυτιά πεταχτά και το πρόσωπό του είχε μπιμπίκια και κρεατοελιές. Εκτός αυτού ήταν ντροπαλός, λιγομίλητος έως άφωνος και μπροστά στις γυναίκες γινόταν κόκκινος σαν παντζάρι. Όλα αυτά τα στραβά μαζεμένα στο πρόσωπο ενός ανθρώπου. Ωστόσο ήταν χρυσό παιδί, μυαλωμένος, ειλικρινής , με μέτρο και συνέπεια αλλά τι να τα κάνεις; Με αυτά μόνον τα προσόντα δεν έβγαζες γκόμενα στον αιώνα τον άπαντα.
Εντάξει και εμείς δεν ήμασταν ομορφόπαιδα αλλά δεν κομπλάραμε στις γυναίκες, δουλεύαμε το πιπίνι και πες-πες κάτι κάναμε. Εγώ βέβαια ήμουνα ιδιαίτερη περίπτωση. Κοινωνικός, άριστος στην προσέγγιση και το μπλα-μπλα, αν με πετούσες μέσα σε κόσμο κατ΄ ευθείαν έκανα επαφές, αλλά με ένα μεγάλο ελάττωμα. Το έριχνα στη φιλία και μετά ήταν δύσκολο να το γυρίσω στο ερωτικό, με αποτέλεσμα να κουβαλάω τις γυναίκες στον Αχλαδόκαμπο και άλλος να μου «τις τρώει».
Αυτός ο άλλος ήταν ο Μήτσος που εξ αρχής δούλευε στοχευμένα χρησιμοποιώντας την μέθοδο της εκμάθησης κιθάρας, πιάνοντας το χεράκι του κοριτσιού για να το βάλει στο κατάλληλο τάστο. Είχε εξελιχθεί σε λύκο μοναχοφαγά και ούτε μάτι δεν μας άφηνε να παίρνουμε, αφού όταν είχε γυναίκα στο δωμάτιο κλείδωνε και κρεμούσε μια κάλτσα στο κλειδί για να μην βλέπουμε από την κλειδαρότρυπα. Ήταν όμως καλός στις αφηγήσεις και αρκούμασταν στο να ακούμε τις ερωτικές του περιπέτειες με μουσική υπόκρουση κιθάρας που έπαιζε ο ίδιος.
Ο Κίμωνας μας «τιμούσε» συχνά με την παρουσία του διότι του άρεσε η παρέα μας με τα αστεία και τα τραγούδια μας ενώ συγχρόνως λάτρευε «το μπανιστήρι» με ιδιαίτερες επιδόσεις στο «κατά μόνας αμάρτημα» ένα σπορ ευρέως διαδεδομένο μεταξύ των μελών της Σ.Φ.Ε. Ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτος διότι εκτός των άλλων ήταν φιλότιμος και ποτέ δεν ερχόταν με άδεια χέρια.
Σαν συνετός πρόεδρος εξετάζοντας το θέμα από τη δική του οπτική , «του ματάκια», ανέλυσε διεξοδικά τα πλεονεκτήματα της υιοθεσίας των σκυλιών, διαβλέποντας την αναβάθμιση του Αχλαδόκαμπου και μας σύστησε «ψυχραιμία και όχι βιαστικές αποφάσεις» .
Πράγματι δεν άργησε να επαληθευτεί. Πριν το μεσημεριανό φαγητό άρχισαν να ανηφορίζουν τα κορίτσια πηγαίνοντας στη λέσχη που βλέποντας τα σκυλάκια, κάθονταν να τα χαϊδέψουν. Σκύβοντας πρόσφεραν πλούσιο θέαμα, ένα εξαιρετικό οφθαλμόλουτρο. Ο Κίμων με τη διεισδυτική του ματιά, μας γνωστοποιούσε το χρώμα των εσώρουχων που αποτελούσε τον υπέρτατο στόχο.
Το δεύτερο πλεονέκτημα ήταν ότι τη σακούλα με την «ξηρά τροφή» που έδιναν από τη λέσχη στα κορίτσια το Σάββατο και πριν από τις αργίες, μας την άφηναν για να ταΐσουμε τα σκυλάκια, αλλά μαζί με τα σκυλάκια τρώγαμε και εμείς και κάποιοι αναξιοπαθούντες φίλοι μας. Βλέπεις δεν είχαν όλοι χαρτί απορίας από τον παπά της ενορίας για να τρώνε τζάμπα στη λέσχη.
Οι σακούλες μας εξασφάλιζαν τροφή για τις μουσικές συναντήσεις που κάναμε στον Αχλαδόκαμπο, αλλά κάποτε πάθαμε ομαδική δηλητηρίαση από τα αλλαντικά που δεν είχαμε ψυγείο να τα συντηρήσουμε.
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ είχαμε μουσική βραδιά με τραγούδια Θεοδωράκη που δεν μας επέτρεπαν να τραγουδάμε στα μαγαζιά γιατί στην περίοδο της χούντας ήταν απαγορευμένα. Ήμασταν 6-7 άτομα και τραγουδούσαμε με μπουζούκι και κιθάρες τα τραγούδια από τότε που ήμασταν στο γυμνάσιο πριν το 1967 και τα ξέραμε καλά.
Στο τραπέζι υπήρχαν του κόσμου τα καλά, από σαλάμια και λουκάνικα μέχρι κίτρινο τυρί και βραστά αβγά. Πίναμε χύμα κρασί και στο τέλος φέραμε και δεμέστιχες που τις είχαμε φυλαγμένες για τέτοιες ώρες. Πανδαισία! Χωρίς γυναίκες βέβαια. Κακό εκ πρώτης όψεως αλλά και θετικό, διότι δεν υπήρχε ερωτικός ανταγωνισμός μεταξύ μας που συνήθως έφερνε φαγωμάρα.
Δυστυχώς όμως έμελλε να λήξει άδοξα αυτή η ωραία βραδιά, αφού τις πρωινές ώρες μας έπιασε κόψιμο όλους μαζί την ίδια ώρα. Μόνον τα σκυλάκια δεν έπαθαν τίποτα και μας κοιτούσαν απορημένα να μπαινοβγαίνουμε βιαστικοί στην τουαλέτα.
Από τα δύο σκυλάκια το ένα το λέγαμε Ασπρούλα και το άλλο Μαρί γιατί στα παιχνίδια που κάναμε το έλεγα μαρή –μαρή και του έμεινε Μαρί.
Τα είχαμε δεμένα έξω από το παράθυρο την ημέρα και το βράδυ τα παίρναμε μέσα.
Κάποια μέρα μας πήραν την Ασπρούλα που ήταν πιο όμορφη και είχε μεγαλύτερη ζήτηση στα κορίτσια. Μας άφησαν τη Μαρί που δεν ήταν τόσο όμορφη όσο η άλλη, αλλά είχε άλλα χαρίσματα.
Η Μαρί ήταν ένα μικροκαμωμένο, ασπρόμαυρο σκυλάκι ακαθορίστου ράτσας, πανέξυπνο με μάτια που έλαμπαν και που είχε την ικανότητα να διαβάζει τη σκέψη σου. Επικοινωνούσαμε μεταξύ μας άριστα μόνον με τα μάτια. Ήξερε ανά πάσα στιγμή την ψυχική μου διάθεση και με μία ματιά που του έριχνα καταλάβαινε τι ήθελα.
Αν πω ότι ήταν σαν άνθρωπος θα το αδικούσα. Δεν είμαι φανατικός σκυλόφιλος, έχω συνδεθεί με διάφορα σκυλιά αλλά αυτό ήταν εξαιρετική περίπτωση.
Ένα γεγονός θα αναφέρω μόνον δίνοντας μία εξήγηση που αν μου την έδινε άλλος για το δικό του σκυλί θα τη θεωρούσα παράλογη.
Είχαμε παραχωρήσει το σπίτι σε κάποιο φίλο που είχε γνωρίσει μία κοπέλα που δεν μπορούσε να την πάει στο σπίτι του γιατί είχε έρθει η οικογένειά του.
Οι ένοικοι φύγαμε για να κάνει ο άνθρωπος τη δουλειά του στο ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο , το λεγόμενο « κόκκινο δωμάτιο» ή «γαμιστρώνα». Διέθετε κατάλληλο κρυφό κόκκινο φωτισμό , πικάπ και υποτυπώδες μπαρ με Βερμούτ , Μαυροδάφνη, στραγάλια, ενίοτε αμύγδαλα ή καρύδια ανάλογα με το τι μας έστελναν οι γονείς με τα δέματα.
Αργότερα όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, μας περίμενε μόνος του και μας είπε το εξής καταπληκτικό. Την ώρα που συζητούσαν με την κοπέλα φορτωμένοι με ορμόνες η Μαρί έφερε ένα προφυλακτικό που το άφησε μπροστά του.
Ήταν ένα προφυλακτικό πολλαπλών χρήσεων, δηλαδή μετά τη χρήση πλένονταν και ξαναχρησιμοποιούνταν, κάτι σαν γάντι κουζίνας με μικρές σαν σπυράκια προεξοχές , σε ροζ χρώμα. Μας το είχε φέρει δώρο ο Λίμπερο(Λευτέρης) από την Ιταλία που είχε έρθει με μεταγραφή.
-Σας το δίνω με όλη μου τη καρδιά και εύχομαι να το χρησιμοποιείτε συχνά. Είναι απόλυτα ασφαλές, οικονομικό και δεν ρυπαίνουμε το περιβάλλον με πλαστικά μας είχε πει ο Λίμπερο γνωστός για τις οικολογικές του ευαισθησίες.
Το πώς το βρήκε η Μαρί και το πήγε εκεί, ήταν ένα ερώτημα που με βασάνιζε στην αρχή, αλλά αργότερα βλέποντας ανάλογες συμπεριφορές του χαρισματικού αυτού ζώου, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το έκανε συνειδητά. Είχε συνδέσει το προφυλακτικό με τη σεξουαλική πράξη την οποία διαισθάνονταν ότι επρόκειτο να συμβεί. Ακούγεται τρελό αλλά δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση.
Την πράξη αυτή της Μαρί ο Κίμων από την εμπειρία του ως τακτικός θαμώνας των οίκων ανοχής την παρομοίασε με αυτή της τσατσάς που πριν την ερωτική πράξη πήγαινε στον πελάτη μαζί με το απολυμαντικό περμαγκανάτ και ένα προφυλακτικό. Από τότε τη φώναζε τσατσά ξέροντας ότι αυτός ο χαρακτηρισμός εμένα προσωπικά με ενοχλούσε.
Τέλος Α μέρους
Σέρρες 27-11-2018
Χριστόφορος Παλαμίδης