Τον διττό χαρακτήρα των έργων του σε αισθητική κλίμακα και σε επίπεδο τεχνικής αρτιότητας στον σχεδιασμό και την εκτέλεσή τους, αλλά και σαν θεωρητικό ερώτημα σχετικά με την οντολογία του έργου τέχνης, θα εκτιμήσει ο θεατής στην έκθεση του Πάνου Φαμέλη στη γκαλερί NITRA (Αριστονίκου 20 και Γοργίου, Μετς) που εγκαινιάστηκε στις 3 Οκτωβρίου και θα διαρκέσει έως τις 4 Νοεμβρίου.
Σε μία πρώτη ανάγνωση, η έκθεση προτείνει δύο αισθητικές απόψεις και αντίστοιχες συλλογιστικές επισκοπήσεις. Από τη μία τα έργα καθαυτά που προκύπτουν από την καλλιτεχνική προθεσιακότητα και χειρονομία. Ως έργο δηλαδή προσχεδιασμένο και εκτελεσμένο βάσει των προθέσεων του δημιουργού του – συν τις όποιες μεταλλαγές που το αρχικό εκείνο σχέδιο μπορεί να υποστεί από τις συμβεβηκυίες συνδιαλλαγές, που έχουν και σε απλά αισθητηριακο-συναισθηματικό επίπεδο και στην αισθητική σφαίρα, οι ιδιότητες του υλικού στη δημιουργική φάση του έργου.
Η δεύτερη ενότητα που προτείνει δημιουργικά ο Φαμέλης συνοψίζεται σε εκείνα τα δημιουργήματα που σχεδιάστηκαν ως έργα κι εκείνα που, ευεργετικά προέκυψαν από τα “υπόλοιπα” της παλέτας. Αχειροποίητοι, πολύχρωμοι και πολύμορφοι όγκοι, που είτε συνδυάστηκαν ώστε να αποτελέσουν εγκατάσταση, είτε αναμορφοποιήθηκαν για να αποκτήσουν μια πιο τρισδιάστατη, γλυπτική και πιο “αέρινη” ή κυματιστή μορφή, κατακτώντας όμως σε κάθε περίπτωση μια αισθητική αυτοτέλεια. Την εννοιολογική δηλαδή αυτονομία, που παραπέμπει επακριβώς στο βασικό ερώτημα για το τι αρτιώνει κι αναδεικνύει ένα έργο τέχνης ως τέτοιο, ακολουθώντας το πρόταγμα του Νέλσον Γκούντμαν, που μεταστρέφει την οντολογική απορία τού “τι είναι” ένα έργο τέχνης, σε δεοντοδυνητική σχεδόν απόφαση για το “πότε έχουμε” ένα έργο τέχνης.
Γιατί, αυτό που καθορίζει τα έργα του Φαμέλη είναι η υλικότητα καθαυτή του χρώματος, πλέον και σαν στερεό σώμα (με υπόσταση, όχι απλώς ως πινελιά) είναι κατά βάση το κύριο χαρακτηριστικό των έργων του Φαμέλη. Συμβαδίζοντας με τον J.Gibson θα λέγαμε πως στη συμπυκνωτική τούτη χειρονομία, «η σχέση της εικόνας με το αντικείμενό της γίνεται αντιληπτή με όρους μίας γεωμετρικής προβολής ενός 3διάστατου στερεού». Η Gestaltική καθαρά φόρμα των έργων του διατηρεί πάντα τη διάσταση του όγκου, επιμένοντας στην τρίτη διάσταση ακόμη και πάνω στον καμβά.
Αλλά, η πρωτοτυπία στην οντολογική διάσταση της δημιουργίας του Φαμέλη, εντοπίζεται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι συντηρούν έναν διαρκή διάλογο με την οντολογική διερώτηση σχετικά με το έργο λογιζόμενο ως “σωρείτης”: από ποια συμπαγή πινελιά (pigment) και μετά θεωρείται πως παίρνει μορφή και ξεκινά να θεωρείται έργο και μέχρι ποια μπορούμε να πούμε ότι είναι τελειωμένο. Και είναι πράγματι ολοκληρωμένο το έργο ή δέχεται επιπλέον παρέμβαση, βαστώντας πάντοτε μέσα του τη δυνητικότητα ενός “προπλάσματος” ή τη δυνατότητα ενός work in progress; Η ενδεικτική συμπαράθεση ενός τελάρου με τον κάνναβο και τις εναρκτικές συμπαγείς πινελιές με ένα, θεωρητικά, τετελεσμένο έργο, εύλογα μπορεί να υπονοήσει τη βούληση του καλλιτέχνη να δείξει αφενός το οντολογικό ερώτημα τούτο που βρίσκεται στη βάση της πρόθεσής του, αλλά ταυτόχρονα να επισημάνει ότι όλες οι δυνατότητες -στο πλαίσιο του αισθητικού στόχου και του σχεδιασμένου αποτελέσματος- είναι πιθανές. Το έργο με τον κάνναβο κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί και υπό προετοιμασία και ολοκληρωμένο. Το πλήρες έργο, αντίστοιχα, μπορεί με τη σειρά του να θεωρηθεί τετελεσμένο, αλλά κι επιδεκτικό περαιτέρω διεργασίας – πρόσθεσης ή αφαίρεσης.
Τούτη η μελετημένη επιλογή που μετατάσσει κατηγοριακά το απλό υλικό σε έργο τέχνης, είναι μια λειτουργία εύκολα αναγνωρίσιμη στη διάταξη των πολύμορφων υπολειμμάτων της παλέτας του Φαμέλη και ορίζει μία “φαινομενολογικη μεταβολή”, επιλέγοντας (μέσα στις “σταγόνες” από χρώμα και τις συσσωρεύσεις τους, που οδηγεί στον θεατή σε εκείνη τη διεργασία που όριζε ο R.Wollheim ως seeing in), το να βυθίζεται και να βλέπεις μέσα στο έργο κι επιτελώντας μία ψυχολογική διαδικασία αισθητικής φύσης. Είναι αυτό το “βλέπει μέσα” στο έργο άλλωστε η καταστατική αρχή της “εικαστικότητας” ενός έργου τέχνης. Μια εικαστικότητα που εξαρτάται από την προθεσιακότητα του δημιουργού, η επιτυχία της οποίας μετράται με την επιτυχία της αισθητικής εμπειρίας που προκαλεί. Κι αυτό είναι το στοίχημα που κερδίζουν τα έργα του Φαμέλη, αποκαλύπτοντας την “κεκρυμμένη τάξη της τέχνης”, όπως έλεγε κι ο Anton Ehrezweig.
Και προτάσσοντας το αισθητικό σε κάθε του πτυχή, ακόμη και τα έργα ως αχειροποίητα αντικείμενα, προς σύσταση δευτερογενή έργα, που λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους, χάρις στη χρήση και την ιδιαιτερότητα της χειρονομίας του Φαμέλη αποκτούν τέτοια χαρακτηριστικά που εκ προοιμίου διαθέτουν τα αισθητικά χαρακτηριστικά και των συντελεσμένων έργων. Δεν θα ήταν, τέλος, υπερβολή εάν υποστηρίζαμε πως ακόμη και τα υλικά της προετοιμασίας, στα χέρια του Φαμέλη, γίνονται κι εκείνα λειτουργικά, ανακυκλώσιμα, ως μελλοντικά κι ισότιμα έργα τέχνης.
Δρ Γιώργης-Βύρων Δάβος
Πάνος Φαμέλης: Fragments & Dust
Διεύθυνση: Αριστονίκου 20 & Γοργίου, Μετς
Διάρκεια έως Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ
φωτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Γ-Β Δάβος)