Date:
Προδίδουν άραγε τα γραπτά της Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004) μια παλαιάς κοπής φεμινίστρια της οποίας οι απόψεις έχουν ξεπεραστεί από τη νεότερη φεμινιστική θεωρία, μοιάζοντας πια με ιστορικό μνημείο, με ένα μουσείο λαμπρών εκθεμάτων για το πώς σκέφτονταν και για το πώς αντιδρούσαν οι φεμινίστριες πριν από πενήντα και πλέον χρόνια; Το ερώτημα προκύπτει αμέσως με το «Περί γυναικών», που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση Δανάης Σιώζιου από τον Gutenberg. Δεν είμαι προφανώς γυναίκα και δεν μπορώ να πω ότι κατέχω καλά τις εξελίξεις της φεμινιστικής θεωρίας. Επειδή, όμως, το βιβλίο δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε γυναίκες, ούτε περιλαμβάνει μόνο τις γυναίκες, και επειδή στο έργο της Σόνταγκ θα πρέπει να προσμετρηθούν τα κείμενά της για τη φωτογραφία, για τις μεταφορές της ασθένειας (του καρκίνου) και για την ερμηνεία, που σίγουρα έχουν κερδίσει το στοίχημα με τον χρόνο, τουλάχιστον μέχρι τώρα, προτείνω να το δούμε χωρίς να βάλουμε στον νου μας έτοιμες ιδέες. Πρόκειται για ένα σύνολο άρθρων και συνεντεύξεων των μέσων της δεκαετίας του 1970 και απευθύνεται κυρίως στο αμερικανικό και στο ευρωπαϊκό κοινό της εποχής του.
Δεν ξέρω καταρχάς αν η Σόνταγκ είναι όντως φεμινίστρια. Ναι, μάχεται για τις γυναίκες και καταδικάζει τον τρόπο μέσω του οποίου οι ίδιες ταυτίστηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα πρότυπα της θηλυκότητας, της ηλικίας και της ομορφιάς. Ναι, πρότυπα σαν κι αυτά μοιάζουν καταπιεστικά και αποπροσανατολιστικά, αλλά εκπροσωπούν παραπλανητικές αξίες τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες. Γιατί αν η γυναίκα της δεκαετίας του 1970 οφείλει να είναι πολύ νέα, πολύ αδύνατη και πολύ ελκυστική για να παραμείνει εντός των ενδιαφερόντων της κοινωνίας και ο άνδρας από τη μεριά του, υπόκειται σε άνωθεν σχήματα. Μπορεί να μη συζητιέται η ομορφιά του, αλλά εγκρίνεται και προβάλλεται δεόντως η αρρενωπότητά του. Μπορεί να μην κρίνεται για το πάχος και για την ηλικία του, αλλά απαιτείται και τονίζεται η αρσενική του δύναμη. Και μπορεί να μη μπαίνει στο χρηματιστήριο των ρούχων και των καλλυντικών, αλλά ζητούν επιτακτικά τις επιδόσεις του: επαγγελματικές, κοινωνικές και σεξουαλικές.
Ο φεμινισμός είναι συχνά για τη Σόνταγκ μονόπαντος, δογματικός και ακτιβιστικά στείρος. Αν δούμε αντικριστά τους ρόλους των φύλων, κανένα από τα δύο δεν είναι όντως ελεύθερο. Και, ίσως, η πλήρης ελευθερία να αποτελεί ουτοπικό, αν όχι και κάπως παιδιάστικο ιδανικό. Δεν υπάρχουν, και δεν πρόκειται να υπάρξουν σε οποιαδήποτε περίοδο, τονίζει η Σόνταγκ, κοινωνίες μόνο για τις γυναίκες ή μόνο για τους άνδρες, όπως δεν πρόκειται να υπάρξουν και κοινωνίες μόνο με μία φυλή, απολύτως προστατευμένη πίσω από τους πολιτισμικούς της κώδικες. Όταν δε ρωτούν τη Σόνταγκ για το πώς σκέφτεται το σεξουαλικό μέλλον των κοινωνιών, η απάντησή της προλαβαίνει ακριβώς το κλίμα στο οποίο ζούμε σήμερα – εκείνο που διαισθάνεται, και εύχεται, και επιθυμεί, είναι ένας ανδρόγυς κόσμος, όπου κάθε φύλο θα έχει επίγνωση των ελαστικών διαφορών του από το άλλο, ανεξαρτήτως το τι θα διαλέγει να είναι τελικά. Ας προσθέσω εδώ πως η Σόνταγκ προλαβαίνει τον καιρό μας και σε άλλο επίπεδο, λέγοντας πως το ζήτημα της δημόσιας εμφάνισης των γυναικών και της μόδας έχει να κάνει με μια θεατρικότητα και με τελετουργικές χειρονομίες που παραπέμπουν στην ομοφυλοφιλία και στο drag show.
Η Σόνταγκ ανατράφηκε με τον μοντερνισμό και υπηρέτησε (αν δεν συνέβαλε η ίδια στη διαμόρφωσή της) πιστά τη συνθήκη του μοντέρνου. Γράφοντας για την κινηματογραφική οπτική της Λένι Ρίφενσταλ, της ιέρειας του Χίτλερ στη σφαίρα της τέχνης, από τη μια πλευρά καταγγέλλει ευθέως τη ναζιστική αγωγή της, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο, και από την άλλη προσπαθεί να εντοπίσει την απροσδόκητα παρατεταμένη επίδρασή της. Η Ρίφενσταλ αποθεώνει τη μετατροπή του ατόμου σε μάζα και σε απρόσωπη ομάδα ή κοινότητα προκειμένου να αναδειχθεί η αναμφισβήτητη ισχύς του ηγέτη (να ανατείλει ο μαύρος ήλιος της απόλυτης ηγεμονίας του) με τη διαφορά πως αν πετυχαίνει κάτι τέτοιο, το πετυχαίνει χάρη στις μορφές και τη φόρμα της. Ακόμα κι αν δεν συνδέει ανοιχτά τους Ναζί με τον μοντερνισμό, η Σόνταγκ καταφέρνει να δείξει πεντακάθαρα τους δεσμούς της αισθητικής με το πολιτικό Κακό. Το γυμνό αλλά ψυχρό (με την ψυχρότητα του αγάλματος) και ερωτικά αφοπλισμένο σώμα όπως το σκιαγραφούν οι εικόνες των ντοκιμαντέρ της, η τυφλή εξύμνηση της γυμναστικής και η εκτροπή της σαρκικής ζωντάνιας σε αφηρημένο, υπέργειο φως χτίζουν την αισθητική του ναζισμού, συνοψίζοντας την καταστροφική ιδεολογία της – πολλώ δε μάλλον αν συσχετίσουμε τους Ναζί, όπως αρχίζει να συμβαίνει στα χρόνια της Σόνταγκ, με μια μεγάλη γκάμα σαδομαζοχιστικών φαντασιώσεων, οι οποίες στα δικά μας χρόνια έχουν καταλήξει σε απόλυτη κοινοτοπία.
Αυτή είναι η Σούζαν Σόνταγκ. Χωρίς αντικείμενα λατρείας, εξαρχής καχύποπτη με δεξιές και αριστερές ιδεολογίες, με τη συνεχή αίσθηση πως οποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο ορίζεται από τον πολιτισμικό ορίζοντα του ιστορικού χρόνου στον οποίο εγγράφεται, με ουμανιστικές αξίες οι οποίες δεν αναιρούν ποτέ τον βαθύ σκεπτικισμό της, αλλά και με γλώσσα ικανή να μας αιχμαλωτίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, δίχως, όμως, να επιτρέψει να χάσουμε ούτε προς στιγμή την κρίση μας.
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ