Ηράκλειο: Η ιστορία της ταφής σε ένα μουσείο
Date:
Βρίσκεται μια «ανάσα» από το κέντρο του Ηρακλείου και στα χρόνια πριν από την πανδημία, είχε φιλοξενήσει αρκετούς, ξένους κυρίως, επισκέπτες. Αυτή την περίοδο βρίσκεται σε φάση συντήρησης και επισκευών, ωστόσο σύντομα θα είναι και πάλι επισκέψιμο, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πατήρ Κωνσταντίνος Πιτσικάκης, προϊστάμενος του ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Πρόκειται για το Μουσείο Ταφής που φιλοξενείται στον χώρο του πρώην οστεοφυλακίου στο Δημοτικό Κοιμητήριο, δίπλα στον ναό, στον οποίο παρουσιάζεται η Ιστορία της Ταφής στην Κρήτη, σε μια πορεία πέντε χιλιάδων ετών, που ξεκινάει από τη μινωική εποχή και φτάνει έως το σήμερα.
«Η ταφή και όσα συνοδεύουν το τελετουργικό που ακολουθείται, είναι δείγμα όχι μόνο του σεβασμού προς τους νεκρούς, αλλά και δείγμα του πολιτισμού ενός λαού» ανέφερε ο πατήρ Κωνσταντίνος Πιτσικάκης, ο οποίος εξήγησε ότι η δημιουργία ενός τέτοιου μουσείου έμοιαζε να είναι και νοηματικά, αυτή που θα άρμοζε σε αυτό τον χώρο λόγω της ιδιαιτερότητάς του.
«Καθώς ανεγέρθηκε το νέο οστεοφυλάκιο, το κτίριο του παλαιού, που φιλοξενεί σήμερα το Μουσείο Ταφής, είχε εγκαταληφθεί. Αναλογιζόμενοι τη σπουδαιότητά του και ως κτιρίου το οποίο χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα διατυπώσαμε την ανάγκη με κάποιο τρόπο να συντηρηθεί αλλά και να παίξει ένα σημαντικό ρόλο με βάση και το χώρο στον οποίο βρίσκεται» ανέφερε ο προϊστάμενος του ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που εξήγησε ότι μετά από αίτημα που τέθηκε ως θέμα στην ολομέλεια τού Δημοτικού Συμβουλίου, το παλαιό οστεοφυλάκιο παραχωρήθηκε το 2011 και η ίδρυση του μουσείου επετεύχθη το 2015.
Σύμφωνα με τον π. Κωνσταντίνο στον πρώτο όροφο του Μουσείου η ιστορία της ταφής ξεκινάει περίπου από το 1800 πΧ και την πιθοταφή όπου «τους νεκρούς τοποθετούσαν σε πιθάρι σε εμβρυϊκή στάση και τους έθαβαν». Μάλιστα, στον χώρο του μουσείου εκτίθεται πιστό αντίγραφο από πιθάρι που ανακαλύφθηκε σε ανασκαφές, στην περιοχή των Αρχανών. Ανάμεσα στα εκθέματα βρίσκεται και αντίγραφο λάρνακας που ανακαλύφθηκε στην περιοχή του Γαζίου και σχετίζεται με τον τρόπο ταφής κατά την περίοδο από το 1800 πΧ έως το 1200 πΧ, όπως σημειώνει ο π. Κωνσταντίνος Πιτσικάκης.
«Στις λάρνακες οι νεκροί τοποθετούνταν καθιστοί και μεταφέρονταν με ξύλα στους χώρους ταφής, ενώ ανάλογα με την κοινωνική θέση του νεκρού, η λάρνακα είχε περισσότερα ή λιγότερα στοιχεία ζωγραφικής, που απεικόνιζαν στιγμιότυπα από τη ζωή του νεκρού. Το αντίγραφο της λάρνακας που εκτίθεται στο μουσείο, πιθανά σχετίζεται με επιφανή νεκρό, καθώς πάνω σε αυτή οι ζωγραφιές που υπάρχουν, δείχνουν ανθρώπους να προσφέρουν δώρα» ανέφερε ο προϊστάμενος του ναού.
Από τους τρόπους ταφής που αναδεικνύονται στο μουσείο είναι η καύση που σύμφωνα με τον π. Κωνσταντινο Πιτσικάκη γίνονταν κυρίως σε περιόδους πολέμων, αλλά και η ταφή σε μαυσωλείο «που σχετίζεται με τη Μικρά Ασία και με επίκεντρο το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, που συνδέεται με τον προσφυγικό πληθυσμό από τα παράλια στη Μικρά Ασία που έφτασαν στο νησί». Επίσης, αναδεικνύονται και οι μέθοδοι ταφής στον χριστιανισμό, από την τοποθέτηση των κεκοιμημένων σε καθελέτο μέχρι και σήμερα, όπου η ταφή συνδέεται με τη χρήση φέρετρου στο οποίο τοποθετείται ο κεκοιμημένος, πριν τον ενταφιασμό.
«Το καθελέτο ή νεκροκρέβατο ήταν ένα ξύλινο κρεβάτι που διέθεταν οι ναοί και σε αυτό τοποθετούσαν τους κεκοιμημένους, που ενταφιάζονταν τυλιγμένοι με ένα σεντόνι και το καθελέτο το επέστρεφαν οι συγγενείς στον ναό» εξήγησε ο προϊστάμενος του ναού που επισήμανε ότι «με αυτό τον τρόπο γινόταν η ταφή μέχρι και 70-100 χρόνια πριν».
Στο ισόγειο του Μουσείου Ταφής, εκτίθενται τα παλαιότερα από τα αντικείμενα του Ναού, αντίγραφα ευρημάτων όπως δοχεία που χρονολογούνται στα 2500 πΧ, ενώ μεταξύ άλλων, σε αυτόν τον χώρο «γίνεται μνεία στο Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος τέλεσε τον γάμο του με την πρώτη του σύζυγο Γαλάτεια, στο Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης σε πολύ κλειστό κύκλο λόγω των αντιρρήσεων που είχε για τον γάμο αυτό ο Μιχαλης Καζαντζάκης, πατέρας του σπουδαίου Κρητικού συγγραφέα και στοχαστή. Μάλιστα, στην έκθεση υπάρχει η άδεια γάμου, αντικείμενα της εκκλησίας που χρησιμοποιούνταν εκείνη την περίοδο, αλλά προκειμένου να τιμήσουμε τον Καζαντζάκη, ζωγράφοι απεικόνισαν και αποτελούν μέρος της έκθεσης, στιγμές από τη ζωή του».