«Η επόμενη μέρα μετά την Καταστροφή»:Οι ανταλλαγές πληθυσμών υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου
Date:
«Θλιβερή οπισθοδρόμηση του διεθνούς δικαίου», «εκτροπή»,«η απεχθεστέρα των υπογραφεισών ποτέ παρά πεπολιτισμένων Πολιτειών» έχει χαρακτηριστεί σε κείμενα διεθνολόγων η Σύμβαση Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών του 1923.
Ήταν η πρώτη φορά που εφαρμόστηκε υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών και επαναλήφθηκε το 1947 μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν με ολέθριες απώλειες επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια συζήτησης στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Η επόμενη μέρα μετά την Καταστροφή» που διοργανώνεται στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.
«Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι η μοναδική ιστορικά περίπτωση με υποχρεωτική και όχι εθελούσια ανταλλαγή μειονοτικών πληθυσμών» υπογράμμισε ο υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Άγγελος Συρίγος.
Η πρώτη φορά που σε διεθνές κείμενο αναφέρθηκε ο όρος «ανταλλαγή πληθυσμών» ήταν το 1913 όταν υπεγράφη σχετική συμφωνία μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας που αφορούσε όμως σε περιορισμένο αριθμό κατοίκων κατά μήκος των τότε βουλγαρο-τουρκικών συνόρων.
Λίγα χρόνια αργότερα βάσει της Συνθήκης Ειρήνης του Νεϊγύ του Νοεμβρίου του 2019 μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας εφαρμόζεται εκούσια ανταλλαγή πληθυσμών σε βάθος χρόνου.
Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι η μοναδική ιστορικά περίπτωση με υποχρεωτική και όχι εθελούσια ανταλλαγή μειονοτικών πληθυσμών, τόνισε σημειώνοντας ότι Μικρασιατική Καταστροφή και η Σύμβαση Ανακωχής των Μουδανιών είχαν οδηγήσει την πλειοψηφία του ελληνικού στοιχείου ήδη στην Ελλάδα και ότι παρέμεναν θύλακοι ελληνικής παρουσίας κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και την Καισάρεια (περίπου 500.000 άτομα).
Στην Ελλάδα ζούσαν 460.000 μουσουλμάνοι στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στην Θράκη και στην Κρήτη και σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Η παρουσία των Ελληνορθόδοξων και Τουρκομουσουλμανικών μειονοτικών πληθυσμών παρουσίαζε διαφορετικό βαθμό προτεραιότητας για τις δύο χώρες, ανέφερε ο υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων επισημαίνοντας ότι η ελληνική πλευρά επεδίωκε την ανταλλαγή πληθυσμών, επειδή βασική πολιτική των Νεοτούρκων ήταν η εκδίωξη όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής από το έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η εκδίωξη των εναπομεινάντων Ελλήνων από την Τουρκία ήταν απλώς ζήτημα χρόνου και σε μία τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα έπαυε να έχει τη διαπραγματευτική ικανότητα να απαιτήσει τη μετανάστευση των τουρκομουσουλμανικών πληθυσμών, συμπλήρωσε.
Επιπλέον με την πραγματικότητα που επικρατούσε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η απομάκρυνση αυτών των πληθυσμών, που ήταν κυρίως αγροτικοί θα διευκόλυνε το τιτάνιο έργο της αποκατάστασης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στις γαίες που θα εγκαταλείπονταν, εξήγησε.
Η τουρκική πλευρά δέχθηκε την ανταλλαγή των πληθυσμών χωρίς να επείγεται για την επίλυση του θέματος. Ήταν σαφές ότι ο χρόνος πίεζε μόνο την ελληνική πλευρά, τόνισε.
Στις 30 Ιανουαρίου του 2023 υπεγράφη η Σύμβαση της Λωζάνης περί ανταλλαγής πληθυσμών. Η εξακρίβωση της ταυτότητας των πληθυσμών βασίστηκε σε θρησκευτικά και όχι φυλετικά κριτήρια. Εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Θράκης.
Σε σειρά διαλέξεων που παρέδωσε ο διεθνολόγος, Στυλιανός Σεφεριάδης, πατέρας του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, το 1918 έξι χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή στην Ακαδημία Διεθνούς Δικαίου της Χάγης με θέμα την ανταλλαγή πληθυσμών αναφέρθηκε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Θράκης.
«Η ανάλυσή του πριν από 94 χρόνια αποτελεί μία μελέτη για την ανταλλαγή πληθυσμών, η οποία είναι διαχρονικά επίκαιρη και βασίζεται στη θέση ότι η υποχρεωτική ανταλλαγή είναι αντίθετη με το δίκαιο και προσβάλλει το κοινό περί δικαίου αίσθημα» υπογράμμισε ο κ. Αντωνόπουλος.
«Παραδεχόταν ότι υπήρξε πρακτική ανταλλαγή πληθυσμών στο πλαίσιο συνθηκών ειρήνης που τερμάτιζαν πολέμους πριν από το 1923 τόνιζε όμως ότι όλες εκείνες ήταν εθελοντικές και επέτρεπαν την επιστροφή και επανεγκατάσταση στις πατρογονικές εστίες. Υπ’ αυτή την έννοια ένα άτομο είχε την επιλογή να εγκαταλείψει την εστία και περιουσία του είτε οριστικά, είτε προσωρινά και με αυτό τον τρόπο είχε τον έλεγχο της ζωής του» σημείωσε.
Αυτό κατά τον Σεφεριάδη δεν ήταν ασύμβατο με τα δικαιώματα του ανθρώπου. Αντίθετα η μεταχείριση ανθρώπων ως αντικειμένων προς πώληση ή ανταλλαγή, σαν να πρόκειται για «κτήνη» σε μία εμποροπανήγυρη ήταν κατά τη γνώμη του ανεπίτρεπτη και αντίθετη με το διεθνές δίκαιο ήδη από τη δεκαετία του 1920, είπε ο κ. Αντωνόπουλος τονίζοντας ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη της Λωζάνης αρνήθηκαν την πατρότητα της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών.
Για τον Σεφεριάδη η ανταλλαγή πληθυσμών αποτελούσε μία εκτροπή, η οποία δεν έπρεπε να επαναληφθεί, επισήμανε ο κ. Αντωνόπουλος και ανέφερε ότι η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών εφαρμόστηκε μία ακόμη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην περίπτωση των ινδουιστών και των μουσουλμάνων μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν μετά την ανεξαρτησία τους το 1947 και κατέληξε σε λουτρό αίματος. Έκτοτε δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Τη στάση της διεθνούς κοινότητας όσον αφορά τα προβλήματα των μειονοτήτων και των ανθρώπων που βρίσκονταν σε δυσμενές καθεστώς λόγω των διεθνών ανακατατάξεων ή της αρνητικής προσέγγισης από διάφορα κράτη ανέλυσε ο Θεοδόσιος Καρβουναράκης, καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του ΠΑΜΑΚ.
«Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποτυγχάνουν να περιλάβουν στην Κοινωνία των Εθνών γενικές διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και την ισότητα των λαών. Η διάταξη που προωθούν οι Ιάπωνες για την ισότητα των διαφόρων φυλών απορρίπτεται» επισήμανε τονίζοντας ότι ως σκληροπυρηνικοί αποικιοκράτες δεν θέλουν να υπάρξει ρήτρα που θα δώσει βάση στους αποικιακούς λαούς να διεκδικήσουν την αυτοδιάθεσή τους και δεν παρεμβαίνουν για να εξασφαλιστούν οι μειονότητες.
Ο Κυριάκος Τενεκίδης διεθνολόγος, σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών χαρακτήρισε την ανταλλαγή πληθυσμών μία θλιβερή οπισθοδρόμηση του διεθνούς δικαίου και ο Στυλιανός Σεφεριάδης έκανε λόγο για την «απεχθεστέρα των υπογραφεισών ποτέ παρά πεπολιτισμένων Πολιτειών Σύμβασιν» τόνισε ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του ΠΑΜΑΚ Νίκος Ζάικος.
Ανέφερε ακόμη ότι το βάρος της ανταλλαγής πληθυσμού ήταν ασύμμετρο για τα δύο κράτη, με την Ελλάδα να καλείται να αντιμετωπίσει δυσχερή προβλήματα σε κάθε τομέα: δημογραφία, εγκατάσταση, οικιστική αποκατάσταση, πολιτιστική ζωή, κοινωνική ενσωμάτωση του εκτοπισμένου πληθυσμού και πρόσθεσε ότι δεν υπήρξε σχεδιασμός για την υποδοχή εγκατάσταση των αλλεπάλληλων προσφυγικών κυμάτων.
Επισήμανε ότι οι μετακινούμενοι πληθυσμοί δεν ήταν μετανάστες, ήταν πρόσφυγες πρόσωπα που εγκατέλειψαν το κράτος, την ιθαγένεια του οποίου έφεραν εξαιτίας κάποιου κατακλυσμιαίου πολιτικού γεγονότος (διώξεις και πόλεμος) που έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια και την ύπαρξή τους.
«Πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για ένα μαζικό έγκλημα. Σύμφωνα με την ελληνική δικαιϊκή τάξη και τους μνημονικούς νόμους που έχουν θεσπιστεί για το ζήτημα αυτό πρόκειται για γενοκτονία και η απάντηση είναι ξεκάθαρη για τους Έλληνες ειδικούς του διεθνούς δικαίου που έχουν γράψει για το θέμα» υπογράμμισε.
Το συνέδριο διοργανώνεται έως την Κυριακή 9 Οκτωβρίου με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922-2022) από τον Δήμο Καλαμαριάς και το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού σε συνδιοργάνωση με το Υπουργείο Εσωτερικών (Τομέας Μακεδονίας – Θράκης), το Μουσείο Φωτογραφίας “Χρήστος Καλεμκερής” και την Έδρα Ποντιακών Σπουδών ΑΠΘ.
ΠΗΓΗ ΑΠΕ ΜΠΕ