Η πέτρινη γέφυρα του ποταμού Αγγίτη- Το στρατηγικό πέρασμα που χάραξαν οι Μακεδόνες (video)
Date:
Σε κοντινή απόσταση από τον Σταθμό Αγγίστας Σερρών και μέσα σ’ ένα πανέμορφο καταπράσινο περιβάλλον βρίσκεται η παραδοσιακή πέτρινη γέφυρα του Αγγίτη.
Η γέφυρα έχει μήκος 59 μ. και πλάτος 4,5 μ. και αποτελούνταν από πέντε οξυκόρυφα τόξα εκ’ των οποίων τα τέσσερα είναι ορατά σήμερα. Πρόκειται για την μοναδική τοξοειδείς γέφυρα της Ανατολικής Μακεδονίας.
Το γεφύρι είναι χτισμένο σε διαφορετικές περιόδους.
Ένα ζωντανό αρχαίο μνημείο που «χαράχτηκε» αρχικά στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αξιοποιήθηκε αργότερα στην κυριαρχία των Ρωμαίων μέχρι και την Οθωμανική περίοδο.
Στην πρώτη φάση κατασκευής, το δομικό υλικό ήταν από πελεκητούς πωρόλιθους συνδεδεμένους με ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Υλικό που μοιάζει με το υλικό δόμησης του πλησιέστερου Μακεδονικού Τάφου Β’ εντός του χωριού (βρίσκεται σε απόσταση 600 μ. περίπου).
Σε δεύτερη φάση το κτίσμα περιλαμβάνει φυσικούς λίθους δομημένους με κονίαμα. Η τελευταία φάση του έργου χρονολογείται κατά την πρώιμη Οθωμανική περίοδο.
Ο προσανατολισμός της γέφυρας είναι από Βορρά προς Νότο και ενώνει τις δύο όχθες του Ποταμού Αγγίτη. Η συνεχής χρήση του περάσματος από την εποχή της αρχαιότητας αποδεικνύει την σημαντικότητα της σύνδεσης με την Νότια εύφορη πεδιάδα και τους Βόρειους και Δυτικούς πρόποδες του Παγγαίου.
Ο Φίλιππος Β’, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι επόμενοι Μακεδόνες Βασιλείς πραγματοποίησαν σημαντικά έργα μεταξύ των περιοχών Αμφίπολης και Φιλίππων. Ο σταδιοδείκτης από τον αρχαίο οικισμό στο Καλαμπάκι Δράμας, αποτελεί δείγμα των πρωτοποριακών έργων οδοποιίας, των Μακεδόνων.
Ο Μακεδόνας Βασιλιάς Φίλιππος επισημαίνοντας την τεράστια σημασία του κάμπου και του χρυσοφόρου Παγγαίου, κατασκεύασε την Φιλίππεια οδό η οποία αποτελεί τον πρόδρομο της περίφημης Εγνατίας οδού, η οποία ακολουθώντας μετά την Αμφίπολη τους βόρειους πρόποδες του Παγγαίου με κατεύθυνση τους Φιλίππους, διέσχιζε την περιοχή του ακμαίου αρχαίου οικισμού Καλαμπακίου όπως μαρτυρεί το μιλλιάριο της εποχής του Τραϊανού που βρέθηκε στην περιοχή.
Οι Μακεδόνες έκτισαν Φρούρια σε στρατηγικές θέσεις και οργάνωσαν με Βασιλικές επιστολές και διατάγματα την ρύθμιση των τοπικών διοικητικών θεμάτων.
Οι Φίλιπποι ως ισχυρή πόλη του Μακεδονικού Βασιλείου αναδείχθηκε σε διοικητικό και αστικό κέντρο και καθόρισε αποφασιστικά την οικονομία και τον πολιτιστικό χαρακτήρα της ενδοχώρας της Δράμας.
Την σημαντικότητα της γεωγραφικής θέσης μαρτυρούν, τα αρχαιολογικά ευρήματα που αρχαίου οικισμού στην θέση Παλιοκώστρα, τα απομεινάρια στην ίδια περιοχή που δικαιολογούν την ύπαρξη αρχαίου κάστρου, οι δύο Μακεδονικοί Τάφοι Α’ και Β’ , τα ίχνη αρχαίας πόλης στο χαμηλό ύψωμα που βρίσκεται ανατολικώς της κοινότητος του Αγγίστα και τα ερείπια της αγροτικής έπαυλης στην ίδια περιοχή.
Όσον αφορά την τελευταία, θεωρείται μία από τις σημαντικότερες αρχαίες πόλεις του Νομού Σερρών.
Τα επιφανειακά όστρακα προσδιορίζουν τη διάρκεια ζωής της από τον 5ο αι. π.Χ. έως και τον 14ο αι. μ.Χ. Τυχαία ευρήματα από την περιοχή οριοθετούν τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης στα πεδινά τμήματα κοντά στο σύγχρονο οικισμό. Στα νεκροταφεία της πόλης αυτής ανήκουν και δύο μακεδονικοί τάφοι. Ο ένας βρίσκεται στο λόφο, στο νότιο άκρο του οικισμού. Έχει ναόσχημη πρόσοψη και αποτελείται από προθάλαμο και θάλαμο. Χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. Ο δεύτερος βρίσκεται στις ανατολικές παρυφές του οικισμού. Στην ρωμαϊκή εποχή, η περιοχή αποτελούσε τμήμα της ενδοχώρας της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων. Οι Ρωμαίοι άποικοι εγκαταστάθηκαν σαν αγρότες στη γύρω πεδιάδα και στα πρώτα υψώματα ιδρύοντας κώμες και χωριά. Οι λατινικές επιγραφές διάσπαρτες σε όλη την πεδιάδα των Φιλίππων και στις παρυφές του Παγγαίου Όρους μαρτυρούν τις θέσεις της εγκατάστασής των. Η αγροτική έπαυλις που ανασκάπτεται στην περιοχή της Αγγίστας ανήκει σε ένα Ρωμαίο κτηματία.
Το κτιριακό συγκρότημα παρουσιάζει τρεις φάσεις.
Το στρώμα καταστροφής της πρώτης φάσης χρονολογείται στα χρόνια του Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Για την ακριβή χρονολόγηση της δεύτερης που είναι και η κύρια φάση του κτιρίου δεν υπάρχουν ασφαλή τεκμήρια. Με βάση τα νομίσματα πιστοποιείται η χρήση του έως τον 4ο μ.Χ. αι. Στην υστεροβυζαντινή εποχή κάποιοι από τους χώρους της επαύλεως χρησιμοποιήθηκαν σαν πρόχειρα καταλύματα.
Πηγές:
Συντάκτης Σταυρούλα Δαδάκη, αρχαιολόγος, http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=5924
Επιγαφές Αρχαιολογικού Μουσείου Δράμας
Με αγάπη για την ανάδειξη της Ιστορικής Σημασίας της Ανατολικής Μακεδονίας.