Date:
Με μάτια κλαμένα στους δρόμους γυρνώ, μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρω, μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρω…. λένε οι στίχοι μίας από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Στέλιου Καζαντζίδη και του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, γενικότερα.
Η «Μαντουμπάλα» ή «Μαντουβάλα» κυκλοφόρησε το 1959 και ήταν βασισμένο μουσικά στην ινδική ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης».
Γιατί το όνομα του τραγουδιού ανήκε σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, με μία τραγική προσωπική ιστορία. Και δεν ήταν άλλη, από τη μεγάλη πρωταγωνίστρια του ινδικού σινεμά τις του ’50 και ’60, Μαντουμπάλα. Ένα πανέμορφο κορίτσι που είχε ταράξει τα νερά του Μπόλιγουντ με την εμφάνιση και το υποκριτικό του ταλέντο, αλλά έμελλε να το βυθίσει στο πένθος με τον πρόωρο θάνατο του, μόλις στα 36 του χρόνια.
Προηγουμένως, το όνομά της που σημαίνει «γλυκό κορίτσι» τραγουδήθηκε από τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος μόλις είδε την ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης» θέλησε να διασκευάσει στα ελληνικά ένα τραγούδι που του έκανε μεγάλη εντύπωση. Και στην προσπάθεια αυτή είχε δίπλα του τη σπουδαία Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η οποία την περίοδο εκείνη ζούσε την ύψιστη τραγωδία για ένα γονιό, καθώς είχε χάσει την κόρη της.
Έτσι, οι στίχοι της «Μαντουβάλας» κουβαλάνε και την τραγική ιστορία της στιχουργού. «Από τότε που σ’ έχασα λιώνω, τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο» είναι ο στίχος που λέγεται ότι σε αυτόν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου αποτύπωνε την τραγικότητα του πένθους της.
Πώς δημιουργήθηκε η «Μαντουβάλα»
Το 1951 έκανε πρεμιέρα στον ινδικό κινηματογράφο, «Ο αλήτης της Βομβάης», μία ταινία που έγινε κλασική σε παραγωγή και σκηνοθεσία του Ρατζ Καπούρ, με πρωταγωνιστή τον ίδιο και τη διάσημη ηθοποιό Ναργκίς. Ήταν μία φιλόδοξη παραγωγή για την οποία επιστρατεύτηκαν οι σημαντικότεροι σεναριογράφοι, συνθέτες και τραγουδιστές. Μάλιστα, η ταινία καθιέρωσε στον ινδικό κινηματογράφο το ζευγάρι Ρατζ Καπούρ – Ναργκίς που θεωρείται μέχρι τις ημέρες μας το πιο δημοφιλές.
Η επιτυχία του «Αλήτη της Βομβάης» πέρασε τα σύνορα της Ινδίας, ενώ τα τραγούδια που ακούγονται σε αυτήν, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ερμηνευτές εδώ στην Ελλάδα. Με αφορμή την ταινία, ο Βασίλης Καραπατάκης και ο Χρήστος Κολοκοτρώνης το 1958 έγραψαν το τραγούδι «ΕΛΜΠΙ- γλυκειά μου αγάπη» που έντυσε με τη φωνή του ο σπουδαίος Μανώλης Αγγελόπουλος στο ξεκίνημα της καριέρας του. Το τραγούδι αυτό ήταν και το ξεκίνημα για τη διασκευή των ινδικών τραγουδιών στα ελληνικά.
Και ο «Αλήτης της Βομβάης» φαίνεται πως αποτέλεσε μία ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης με τη μουσική του. Την ταινία είδε και ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο οποίος ξετρελάθηκε με το ρυθμό ενός τραγουδιού που έλεγε η όμορφη πρωταγωνίστρια. Θέλησε να το διασκευάσει στα ελληνικά και ζήτησε από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να τον βοηθήσει να γράψουν ελληνικούς στίχους πάνω στον ινδικό ρυθμό.
Η σπουδαία Παπαγιαννοπούλου ήταν λάτρης του ινδικού κινηματογράφου και είχε δει πολλές ταινίες. Ήξερε καλά τους σταρ της εποχής εκείνης κι έτσι όταν ο Καζαντζίδης άρχισε να της ψιθυρίζει το ρυθμό, αμέσως στο μυαλό της, της ήρθε το όνομα μίας Ινδής ηθοποιού (μαζί με τη Ναργκίς και Μίνα Κουμάρι αποτελούσαν την ιερή τριάδα του ινδικού σινεμά), της Μαντουμπάλα.
Το «Μαντουμπάλα» στα ινδικά σημαίνει «γλυκό κορίτσι» και η ηθοποιός ήταν πράγματι μία πανέμορφη κοπέλα, που όμως κουβαλούσε τη δική της τραγική ιστορία, μιας και ήταν άρρωστη, με τους γιατρούς να της δίνουν ελάχιστες ελπίδες για να ζήσει.
Οι στίχοι του τραγουδιού που γεννήθηκε, μιλάνε για μία χαμένη αγάπη. Όμως πίσω από αυτούς κρύβεται ακόμη μία τραγική ιστορία. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δεν είχε πολύ καιρό που είχε χάσει την κόρη της. Και μέσα από το τραγούδι αυτό, έβγαλε προς τα έξω το αβάσταχτο πένθος που βίωνε. «Από τότε που σ’ έχασα λιώνω, τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο» είναι ο στίχος που λέγεται πως ήταν εμφανώς επηρεασμένος από την πρόωρη απώλεια της Μαίρης κι αποκάλυπτε τον πόνο της τραγικής μάνας.
Το Μαντουβάλα σπάει τα ρεκόρ
Όταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου παρέδωσε τους στίχους στον Καζαντζίδη, εκείνος προσπάθησε να προσαρμόσει τη μουσική, αλλά δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση. Έτσι, μαζί με τη Μαρινέλλα απευθύνθηκαν στον Θόδωρο Δερβενιώτη, ώστε να το προσαρμόσει. Πράγματι, ο έμπειρος μαέστρος, μετά από ημέρες εντατικής δουλειάς, παρέδωσε στον Καζαντζίδη τη Μαντουμπάλα.
Λέγεται, πως ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα μόλις το άκουσαν, ενθουσιάστηκαν με το αποτέλεσμα. Τον ίδιο ενθουσιασμό αισθάνθηκαν και οι ακροατές. Το τραγούδι σε αριθμούς αποτέλεσε το απόλυτο σουξέ. Κυκλοφόρησε το 1959, έκανε το ρεκόρ των 100.000 δίσκων των 45 στροφών και για μία δεκαετία ήταν στην κορυφή. Οι απλοϊκοί του στίχοι και ο πόνος που έβγαζαν αυτοί σε συνδυασμό με τη μουσική, τραγουδήθηκαν απ’ όλους. Η «Μαντουμπάλα» ή «Μαντουβάλα» είναι μέχρι και σήμερα ένα από τα κλασικά κομμάτια του παλιού καλού ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, όμως, λίγοι ξέρουν την τραγική αληθινή ιστορία της.
Το «γλυκό κορίτσι» από την Ινδία
Ημέρα των Ερωτευμένων και στην Ινδία το 1933 έρχεται στον κόσμο, ένα κορίτσι που όταν μεγάλωνε, θα το ερωτεύονταν όλοι για τη σπάνια ομορφιά. Η Μουμτάζ Μπεγκούμ Τζεχάν Ντελάβι, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Μαντουμπάλα, γεννήθηκε στο Δελχί σε μια φτωχή και συντηρητική οικογένεια Μουσουλμάνων της φυλής των Παθάν, ενώ ήταν το πέμπτο από τα έντεκα συνολικά παιδιά της οικογένειας.
Όταν η Μαντουμπάλα ήταν ακόμη βρέφος, ένας σούφι προέβλεψε ότι μεγαλώνοντας θα γινόταν πλούσια και διάσημη, αλλά θα πέθαινε νέα και δυστυχισμένη. Κουβαλώντας την «προφητεία» αυτή, η μικρή από νωρίς έδειξε την κλίση της προς τις Τέχνες και δη στην υποκριτική και τη μουσική.
Αυτό έγινε πιο εύκολα αντιληπτό, όταν η οικογένειά της μετακόμισε στη Βομβάη. Ο πατέρας της είχε μείνει άνεργος, από τη φτώχεια και την πείνα πέθαναν έξι αδέλφια της κι έτσι η οικογένεια πήρε την απόφαση να φύγει από το Δελχί. Εκεί, στη Βομβάη η μικρή Μαντουμπάλα βρισκόταν αρκετά συχνά στα κινηματογραφικά πλατό, όπου ο πατέρας της έψαχνε για δουλειά.
Από την πρώτη κιόλας επαφή με τον χώρο, αισθάνθηκε πως αυτός είναι ο δικός της κόσμος, όπου θα μπορεί να «δραπετεύει» από τη σκληρή πραγματικότητα. Στα 9 της χρόνια παίζει στην πρώτη της ταινία, ενώ μόλις στα 14 της χρόνια την χρίζουν πρωταγωνίστρια ως παιδί-θαύμα.
Η «προφητεία» βγαίνει αληθνιή
Η Μαντουμπάλα μεγαλώνει κι εξελίσσεται σε μία πανέμορφη κοπέλα, που συνδυάζει άψογα ομορφιά και αστείρευτο υποκριτικό ταλεντο. Την αποκαλούν «Η Αφροδίτης της μεγάλης οθόνης» και δεν έχουν άδικο. Το 1949 πρωταγωνιστεί στην εμπορικά επιτυχημένη ταινία Mahal που την μετατρέπει σε πραγματική σταρ. Ο δρόμος της επιτυχίας και της ευτυχίας που της είχε «κλέψει» η μοίρα από τη μέρα που γεννήθηκε, φαίνονταν να είναι διάπλατα ανοιχτή για εκείνη.
Αλλά, να που η «προφητεία» του σούφι φαίνεται να παίρνει σάρκα και οστά. Το 1950, ανακαλύπτει ότι έχει εκ γενετής καρδιακή ανωμαλία («τρύπα στην καρδιά»). Την εποχή εκείνη οι χειρουργικές επεμβάσεις στην καρδιά ήταν σχεδόν άγνωστες και οι πιθανότητες να αντιμετωπίσει τη σπάνια πάθησή της, ελάχιστες.
Προσπαθούν να κρατήσουν μυστικό το πρόβλημα υγείας της, όμως, κατά καιρούς, ο Τύπος βγάζει δημοσιεύματα για το πρόβλημα υγείας. Η Μαντουμπάλα δεν το βάζει κάτω και η δεκαετία του ’50 είναι για εκείνη άκρως δημιουργική με τις κινηματογραφικές επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη. Μάλιστα, η φήμη της έφτασε μέχρι και στο Χόλιγουντ και άνθρωποι της «Μέκκας του κινηματογράφου» πήγαν στην Ινδία για να τη συναντήσουν. Αλλά δεν κατάφεραν να την «κλέψουν» για την Αμερική (κι ας ήταν εκείνη μεγάλη θαυμάστρια των ταινιών του Χόλιγουντ), μιας και ο συντηρητικός πατέρας της δεν ήθελε να ακούει για την προοπτική αυτή.
Το πρόωρο τέλος του γλυκού κοριτσιού
Η Μαντουμπάλα για χρόνια διατηρούσε σχέση με τον ηθοποιό και συμπρωταγωνιστή της Ντιλιπ Κουμάρ. Η σχέση τους κράτησε 5 χρόνια, αλλά έληξε άδοξα μετά από μια πολύκροτη δικαστική διαμάχη σχετικά με τα γυρίσματα μιας ταινίας, που είχαν συμπρωταγωνιστήσει.
Το πρόβλημα υγείας δεν την είχε καταβάλει. Αντίθετα ζούσε τη ζωή και ερωτευόταν. Έπαιρνε δύναμη από τον έρωτα και αυτόν τον βρήκε ξανά στο πρόσωπο του Κισόρ Κουμάρ, τον οποίο όταν τον γνώρισε το 1958, ήταν ήδη παντρεμένος. Το ζευγάρι παντρεύτηκε τελικά το 1960, αλλά η οικογένεια του ποτέ δεν την αποδέχτηκε στους κόλπους τους. Οι δυο τους έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατο τους και μέσα από τη σχέση αυτή, εκτός από τον έρωτα και την ευτυχία, συναντούσαν και πολλά εμπόδια. Όπως στις ταινίες που πρωταγωνιστούσε εκείνη.
Το 1960 η κατάσταση της υγείας της Μαντουμπάλα επιδεινώθηκε και βρέθηκε στο Λονδίνο, όμως, οι επεμβάσεις στην καρδιά τότε, ήταν σε πολύ πρόωρο στάδιο και κανείς γιατρός δεν δεχόταν να αναλάβει την πολύ λεπτή περίπτωσή της. Μάλιστα, της είπαν πως δεν έχει πολύ χρόνο ζωής.
Άλλοι στη θέση της θα το έβαζαν κάτω και θα παραιτούνταν από τη ζωή μια ώρα αρχύτερα. Αλλά η Μαντουμπάλα πείσμωσε. Επέστρεψε στη δουλειά της και ακόμη και όταν η υγεία της χειροτέρεψε, δεν το έβαζε κάτω. Έζησε για 9 χρόνια ακόμη. Τον Φεβρουάριο (ο μήνας που είχε γεννηθεί) του 1969, λίγο μετά τα 36α γενέθλιά της, έφυγε από τη ζωή. Άφησε πίσω της μία σημαντική καριέρα, έγινε θρύλος στην Ινδία, ενώ με το πείσμα της κατάφερε και νίκησε τις «προφητείες» των γιατρών, ζώντας περισσότερο.