«Καταλαβαίνεις ότι υπάρχει κάτι ιδιαίτερο σε ένα κρασί, όταν θυμάσαι ξεκάθαρα πότε, πού και με ποιον το δοκίμασες για πρώτη φορά. Ήταν 28 Αυγούστου του 2006, ένα ζεστό απόγευμα Αυγούστου στη Σαντορίνη και ήμασταν σε διακοπές με τη σύζυγό μου, Σου, όταν δοκίμασα το πρώτο μου ποτήρι Ασύρτικο», διηγείται ο Αυστραλός οινοποιός Πίτερ Μπάρι, περιγράφοντας την αφετηρία μιας διαδρομής που χρόνια αργότερα, το 2012, απέδωσε τον πρώτο μικρό αμπελώνα Ασύρτικου στη χώρα του. Το 2014, τα «ξενιτεμένα» εκείνα αμπέλια απέφεραν τα πρώτα 15 λίτρα κρασιού, χιλιάδες μίλια μακριά από τον τόπο καταγωγής τους. Πλέον, η παραγωγή έχει μεγαλώσει και οι αυστραλιανοί οίνοι από Ασύρτικο με την ετικέτα «Jim Barry» πωλούνται σε διάφορες χώρες, σε ένα εύρος τιμών, που βάσει έρευνας στο Διαδίκτυο κυμαίνεται μεταξύ 25 και 40 δολαρίων.
Αν στην περίπτωση του Αυστραλού οινοποιού η επιθυμία να παράγει Ασύρτικο στην Ωκεανία ήταν απόρροια μιας τυχαίας δοκιμής και ενός ξαφνικού έρωτα για το λευκό κρασί που γεννά η ηφαιστειογενής γη της Σαντορίνης, σε άλλες περιπτώσεις, η εισαγωγή ελληνικών αμπελιών στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, έχει διαφορετικό -και διπλό- κίνητρο: αφενός την «αντίσταση» απέναντι στην κλιματική κρίση -καθώς οι ελληνικές ποικιλίες θεωρούνται ανθεκτικές στην αλλαγή- και αφετέρου την ικανοποίηση της ολοένα εντεινόμενης καταναλωτικής τάσης για καινούργια κρασιά από «εξωτικές» ποικιλίες. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση για ελληνικές ποικιλίες αμπελιών προς φύτευση σε ξένα χώματα αυξάνεται διαρκώς και το ενδιαφέρον είναι πολύ έντονο, με μικρούς δοκιμαστικούς αμπελώνες να έχουν δημιουργηθεί -μεταξύ άλλων- στην Αυστραλία, τη Νότια Γαλλία, τις ΗΠΑ (Καλιφόρνια), τη Νότια Αφρική, τη Βραζιλία, τη Χιλή, τον Λίβανο και το Ισραήλ.
Ωστόσο, ο δρόμος για την αύξηση των εξαγωγών ελληνικών αμπελιών δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα: την κεφαλαιοποίηση της αναδυόμενης αυτής ευκαιρίας δυσχεραίνουν διάφοροι παράγοντες, όπως η ελλιπής γενετική ταυτοποίηση, το γεγονός ότι απουσιάζουν τα εγχειρίδια οδηγιών για το προϊόν (οι βασικές τεχνικές πληροφορίες που χρειάζεται να συνοδεύουν κάθε ποικιλία, για να την εμπιστευτεί ο ξένος γεωπόνος), αλλά και η αμφιγνωμία ως προς το αν τα ελληνικά αμπέλια θα έπρεπε -ή όχι- να καλλιεργούνται εκτός Ελλάδας. Στο πλαίσιο της έρευνάς του για τις εξαγωγές ελληνικών ποικιλιών αμπέλου, το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε με καθηγητές, Master of Wine, γεωπόνους και ιδιοκτήτες ή στελέχη εξειδικευμένων φυτωρίων.
Οι «εξωτικές» ελληνικές ποικιλίες, η εξέλιξη που «μας πιάνει αδιάβαστους» και το πρόβλημα με το φυτικό υλικό
«Γιατί επιδιώκουν οι ξένοι οινοποιοί να εισάγουν ελληνικές ποικιλίες; Η γενική ιδέα είναι ότι οι ελληνικές ποικιλίες είναι ανθεκτικές στην κλιματική κρίση, στη λειψυδρία και την ξηρασία, αλλά και πιο όψιμες, που σημαίνει ότι ανθίστανται στην πρωίμιση του τρύγου, που δεν είναι επιθυμητή», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Αμπελουργίας, Στέφανος Κουνδουράς, διευθυντής του Εργαστηρίου Αμπελουργίας του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ και προσθέτει πως, στη γενετική αξιολόγηση, οι ελληνικές ποικιλίες κατατάσσονται κάπου ανάμεσα σε εκείνες της Γεωργίας και της Αρμενίας και αυτές της Δυτικής Ευρώπης. «Δεν είναι τόσο ντελικάτες όσο οι γαλλικές, αλλά είναι πιο ανθεκτικές», εξηγεί και σημειώνει ότι το να «βγαίνουν» οι ελληνικές ποικιλίες εκτός των συνόρων είναι μεγάλη διαφήμιση για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον κ. Κουνδουρά, στα επόμενα χρόνια, οι ελληνικές ποικιλίες θα γίνουν ακόμη πιο ενδιαφέρουσες για τους ξένους, τόσο λόγω της κλιματικής κρίσης, όσο και χάρη στην επιθυμία των καταναλωτών να δοκιμάσουν νέα κρασιά, σε μια περίοδο που οι γαλλικές και ιταλικές ποικιλίες έχουν σε κάποιο βαθμό κορεστεί, ενώ οι ελληνικές θεωρούνται ιδιαίτερες και κατά κάποιον τρόπο «εξωτικές». Η αυξημένη ζήτηση για τα ελληνικά αμπέλια όμως, λέει, αποτελεί «μια εξέλιξη που μας έχει πιάσει αδιάβαστους». Γιατί; «Διότι σε πολλές περιπτώσεις το υλικό που είχαμε δυστυχώς δεν ήταν καλό, δηλαδή γενετικά “σίγουρο” και φυτοϋγειονομικά καθαρό. Χρειάζεται να γίνει σοβαρή δουλειά με τις ελληνικές ποικιλίες. Δυστυχώς αργήσαμε, αλλά ευτυχώς έχουμε ξεκινήσει κι όπου δώσαμε ποικιλίες, το υλικό ήταν καλό. Ασφαλώς θα χρειαστούν αρκετά χρόνια ακόμη, για να υπάρξει αυτό το υλικό για όλες τις ποικιλίες», παρατηρεί και προσθέτει ότι μέχρι σήμερα δώσαμε περισσότερη έμφαση στις καλλιέργειες που προσήλκυαν επιδοτήσεις.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο πρώτος Έλληνας Master of Wine, Κωνσταντίνος Λαζαράκης: «Πράγματι, ολοένα και περισσότεροι ξένοι παραγωγοί ενδιαφέρονται για τις ελληνικές ποικιλίες και έρχονται στην Ελλάδα για να αναζητήσουν τις καταλληλότερες, γιατί θεωρείται ότι έχουν αυξημένες αντοχές στη ζέστη, τη λειψυδρία και την ξηρασία. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν ήδη μικρές καλλιέργειες στην Αυστραλία, τη Νότια Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Καλιφόρνια στις ΗΠΑ, από τις οποίες βγαίνουν συμπαθητικά κρασιά. Ωστόσο, πάσχουμε ως προς το ότι μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε καν κλώνους των ελληνικών ποικιλιών και το φυτικό υλικό που υπήρχε ήταν χωρίς γενετική ταυτοποίηση και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις με ιούς», παρατηρεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η τετραετής καραντίνα και η …αβάσταχτη βραδύτητα της κλωνικής επιλογής
Τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες της εξαγωγής αμπελιών περιέγραψε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεωπόνος Νίκος Δάλπης της Vitro Hellas SΑ, η οποία ιδρύθηκε το 1986 με έδρα το Νησέλι Αλεξάνδρειας στην Ημαθία και δραστηριοποιείται στην παραγωγή, έρευνα και διάθεση φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού υψηλής ποιότητας.
«Για να εγκατασταθεί μια ποικιλία σε ένα μέρος εκτός του τόπου καταγωγής της, πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στον εθνικό κατάλογο της χώρας όπου θα καλλιεργηθεί(ή σε ανάλογο κατάλογο που επιτρέπει την πειραματική καλλιέργειά της μέχρι την τελική έγκρισή της) και να έχει προηγηθεί έγκριση της φυτοϋγειονομικής κατάστασης των φυτών, ώστε να διαφυλαχθεί η υγεία των εγχώριων αμπελώνων. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν χώρες, όπως η Αυστραλία και οι ΗΠΑ, στις οποίες προβλέπεται καραντίνα τριών ετών. Όταν κάποια στιγμή υπήρξε ενδιαφέρον από μια αμερικανική εταιρεία, μού έστειλαν έναν κατάλογο προδιαγραφών 500 σελίδων και ένα σωρό έγγραφα να τα στείλω πίσω υπογεγραμμένα! Νομίζω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το φυτοϋγειονομικό διαβατήριο. Αν είσαστε ένα οινοποιείο του εξωτερικού και θέλετε να καλλιεργήσετε -για παράδειγμα- Ασύρτικο, θα ζητήσετε δύο πράγματα, διόλου απλά: πρώτον, την πιστοποίηση της ποικιλίας, ότι είναι όντως Ασύρτικο και, δεύτερον, την πιστοποίηση -μια μπλε ετικέτα- ότι το ιικό φορτίο στο φυτό είναι μηδενικό ή όσο το δυνατόν πιο μειωμένο» εξηγεί.
Στη διαδρομή αυτή, «κλειδί» είναι η κλωνική επιλογή. Τι είναι, όμως, οι κλώνοι, όταν μιλάμε για αμπέλια; Κατά τον κ. Δάλπη, ως κλώνος ορίζεται το σύνολο των φυτών που προέρχονται από ένα αρχικό αμπέλι, που τηρεί τις προϋποθέσεις της φυτογειονομικής καθαρότητας και την αυθεντικότητα της ποικιλίας. Γιατί υπάρχουν διαφορετικοί κλώνοι στην ίδια ποικιλία; Διότι στο πέρασμα των δεκαετιών, τα αμπέλια υφίστανται φυσικές μεταλλάξεις, λόγω του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν. Ως αποτέλεσμα, η ίδια ποικιλία μπορεί να έχει πολλούς κλώνους, καθένας από τους οποίους θα «δίνει» κρασιά με ελαφρώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η διαδικασία της κλωνικής επιλογής μιας ποικιλίας κάθε άλλο παρά εύκολη ή γρήγορη είναι. «Μπορεί να χρειαστούν 15 ή και 20 χρόνια για να γίνει κλωνική επιλογή μιας ποικιλίας. Το έχουν πράξει χώρες, όπως η Ισπανία, αλλά και η Πορτογαλία, η οποία ήταν πολύ πίσω από εμάς, αλλά πλέον διαθέτει διεθνώς κλώνους από τις ποικιλίες της, παράγοντας και πειραματικούς οίνους από αυτούς. Όλες οι χώρες με διεθνή αναγνωρισιμότητα στο κρασί έτσι ξεκίνησαν, διαδίδοντας τις ποικιλίες τους στο εξωτερικό. Αυτό έκανε και η Γαλλία -διέδωσε τις ποικιλίες της στο εξωτερικό, μέσω κλωνικής επιλογής», επισημαίνει ο κ. Δάλπης.
Η Vitro Hellas συνεργάζεται σήμερα με εταιρεία στην Ιταλία, όπου υπάρχουν εγγεγραμμένοι κλώνοι ελληνικών ποικιλιών, οι οποίοι κυκλοφορούν ήδη στην αγορά εδώ και μια δεκαετία. Πρόκειται για επτά κλώνους πέντε ποικιλιών, οι οποίοι διατίθενται σε όποιον επιθυμεί να καλλιεργήσει ελληνικές ποικιλίες στο εξωτερικό. Σύντομα, πιθανώς το 2026 ή ακόμη και φέτος, επιδιώκεται να είναι διαθέσιμοι άλλοι έξι κλώνοι, των ποικιλιών Ασύρτικο, Ξινόμαυρο και Μοσχόμαυρο. «Τα βήματά μας στην Ελλάδα είναι πολύ αργά, έπρεπε να έχουν γίνει πριν από 30 χρόνια. Η Σερβία έχει περισσότερους κλώνους από την Ελλάδα! Πιστεύω ότι σε λίγο θα αρχίσουμε να βγάζουμε περισσότερους, αλλά όλο αυτό απαιτεί στενή συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων και επίσης να καταλήξουμε σε μια συμφωνία ως προς αν θέλουμε ή δεν θέλουμε οι ελληνικές ποικιλίες να βγουν στο εξωτερικό, γιατί πολλοί είναι ακόμη εκείνοι που διαφωνούν», καταλήγει ο κ. Δάλπης.
Ανοίγοντας μια πόρτα στη Γαλλία προς όφελος των ελληνικών ποικιλιών
Ο γεωπόνος Κώστας Μπακασιέτας ανήκει στη δεύτερη γενιά μιας οικογενειακής επιχείρησης φυτωρίων στη Νεμέα, που περιλαμβάνεται μεταξύ των πρότυπων μονάδων πολλαπλασιασμού της αμπέλου στην Ευρώπη. Η ιδέα της κλωνικής επιλογής των αμπελιών τον είχε συνεπάρει ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια και όταν το 2003, σε ηλικία μόλις 25 ετών, βρέθηκε σε μια οινική έκθεση στο Μονπελιέ της Γαλλίας, δεν δίστασε να χτυπήσει την «πόρτα» του Γαλλικού Ινστιτούτου Οίνου και Αμπέλου (ΙFV), για να μάθει περισσότερα γι’ αυτό που οι Γάλλοι έκαναν μαεστρικά: επιλογή κλώνων αμπελιών, που στη συνέχεια καλλιεργούνταν σε όλον τον κόσμο. Η πρώτη εκείνη συζήτηση οδήγησε, έναν χρόνο αργότερα, το 2004, στην έναρξη της συνεργασίας της επιχείρησής του με τον γαλλικό οργανισμό IFV, και στη συνέχεια, το 2015, εδραιώθηκαν τα θεμέλια αυτής της συνέργειας, με τη δημιουργία της κοινοπραξίας «Hellenifera» στη Νεμέα.
Χάρη στη συνεργασία αυτή, διηγείται ο Κώστας Μπακασιέτας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι πρώτες ελληνικές ποικιλίες αμπέλου μπήκαν στον εθνικό κατάλογο της Γαλλίας το 2016 «και όταν μια ποικιλία μπαίνει εκεί, τη βλέπει όλος ο κόσμος. Ουσιαστικά, άνοιξε μια πόρτα για να μπορέσουν οι ελληνικές ποικιλίες να πατήσουν στο διεθνές αμπελουργικό στερέωμα».
Οι πρώτες ποικιλίες που πέρασαν την «πόρτα» ήταν το Αγιωργίτικο, το Ξινόμαυρο, το Ασύρτικο, ο Ροδίτης και το Μοσχοφίλερο. Δημιουργήθηκαν κάποιοι πειραματικοί αμπελώνες, και το 2021, η Προβάνς στη Γαλλία, πασίγνωστη παγκοσμίως για τα ροζέ κρασιά της, εισήγαγε τρεις ελληνικές ποικιλίες αμπέλου -το Αγιωργίτικο, το Μοσχοφίλερο και το Ξινόμαυρο- στη ζώνη ΠΟΠ με την ονομασία «Côtes de Provence AOC». Στην επόμενη φάση, εκτιμά ο κ. Μπακασιέτας, σειρά θα πάρουν πιθανότατα το Σαββατιανό και το Βιδιανό.
«Η στροφή προς την καλλιέργεια ελληνικών ποικιλιών άρχισε τα τελευταία επτά με δέκα χρόνια και οφείλεται σε δύο παράγοντες. Αφενός στη ζήτηση για το νέο και το διαφορετικό -γιατί οι ελληνικές ποικιλίες έχουν πολύ ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, που αγγίζουν διάφορους τύπους κρασιών- και αφετέρου στην κλιματική κρίση, καθώς όλοι ψάχνουν ποικιλίες που να αναπτύσσονται σε δύσκολες συνθήκες, στην έλλειψη νερού και τους ήπιους χειμώνες και οι ελληνικές ποικιλίες φαίνεται ότι τα πηγαίνουν καλά σε αυτό», εκτιμά.
Σύμφωνα με τον κ. Μπακασιέτα, η «Hellenifera» δουλεύει με 166 ελληνικές ποικιλίες προς πιστοποίηση και περίπου 35 πιστοποιημένες. Από αυτές υπάρχουν 496 κλώνοι, από τους συνολικά 2.098, που έχει επισημάνει στους ελληνικούς αμπελώνες. Σήμερα, στην αγορά βρίσκονται ήδη 81 κλώνοι, εκ των οποίων, δυστυχώς, μόνο οι 24 είναι πιστοποιημένοι. Και υπάρχει ζήτηση για αυτούς.
Θα αξιοποιήσει η Ελλάδα την ευκαιρία, όπως έκαναν -για παράδειγμα- οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί, οι οποίοι κατάφεραν με αυτή την πρακτική να ανεβάσουν και τις τιμές των κρασιών τους; «Αν δουλέψουμε επαρκώς με τις αμπελουργικές μας ζώνες κι αν είμαστε σε θέση να δώσουμε αρκετή πληροφορία για τις ελληνικές ποικιλίες και την καλλιέργειά τους και αν παρέχουμε γνώση, αν το μάρκετινγκ του αμπελοοινικού κλάδου ισχυροποιηθεί εν ολίγοις, τότε θα μπορούσαν να γίνουν πολλά. Δυστυχώς, όμως, δεν κάνουμε αυτό που χρειάζεται, γι’ αυτό και είμαι αρκετά απαισιόδοξος», καταλήγει._
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ












