Κάποια Χριστουγεννιάτικα έθιμα της Παλιάς ΑΘήνας που ξεχάστηκαν (φωτο)
Date:
Είμαστε στο 1932 και όσο προχωρούμε στον εικοστό αιώνα τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από ήθη και έθιμα που σφράγισαν αυτό που ονομάζουμε Παλιά Αθήνα
Γράφει λοιπόν, αναπολώντας τα παλιά, ένας γκάγκαρος Πλακιώτης: Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τη διαφορά των παλαιών Χριστουγέννων από τα σημερινά.
Την αφελή και ολόψυχη ευλάβεια, αντικατέστησε προς τα κάτω μεν η συμφεροντολογία, προς τα πάνω δε η ξενομίμητη εμφάνιση.
Όταν κατά τον βαθύ όρθρο ακουγόταν η μικρή καμπάνα ή το σήμαντρο της ενοριακής εκκλησίας, που καλούσε τους πιστούς, όλη η οικογένεια ετίθετο σε κίνηση.
Πού να αφήσει η γιαγιά να μείνει ψυχή αξύπνητη!
Ως και ο σκύλος έφερνε βόλτα τις κάμαρες και κουνούσε την ουρά του ακκιζόμενος. Δίχως άλλο θα νόμιζε ότι γίνεται προετοιμασία κάποιας εκδρομής στην οποία θα λάβαινε μέρος, προτρέχοντας όλων και γαυγίζοντας κάθε έμψυχο και άψυχο ακόμη αντικείμενο, με την πεποίθηση ότι εξυπηρετεί τους κυρίους του, απομακρύνοντας το κακό συναπάντημα. Μόνο τη γάτα δεν συγκινούσε τίποτε. Ξαπλωμένη δίπλα στη φωτιά -νωχελική όπως πάντα- καμπούριαζε οικτίροντας ίσως την άσκοπη κινητοποίηση όλου του σπιτικού!
Έφευγαν όλοι τώρα για την εκκλησία, και έμενε μονάχα η ψυχοκόρη επάνω και η κοπέλα κάτω. Η ψυχοκόρη πλησίαζε στο εικονοστάσι, έκανε τρείς σταυρούς και τρείς μετάνοιες και άρχιζε την εργασία της.
Αφού έπλενε τα χέρια της τρείς φορές με πυκνή σαπουνάδα, τα έτριβε καλά με λεμονόκουπα και τα ξέπλυνε στο νεροχύτη, διευθυνόταν στο σκαφίδι με το ανεβασμένο ζυμάρι. Τοποθετούσε δίπλα της το σταρίσιο αλεύρι, το μαστραπά με το νερό, την κοπανισμένη μαστίχα, το κύμινο, το σουσάμι, το καρύδι… Σταύρωνε μετά το ζυμάρι και άρχιζε το ζύμωμα.
Την ίδια ώρα η κοπέλα κάτω –είχε κάνει και αυτή την προσευχή της στο εικόνισμα του δωματίου της- άναβε το φούρνο του σπιτιού, τραβούσε τη στάχτη και τοποθετούσε τα κλαδιά που σε λίγο θα άχνιζαν και θα σπινθηροβολούσαν. Όταν ο φούρνος θα ήταν έτοιμος, η ψυχοκόρη, ξεμανίκωτη ως επάνω, θα κατέβαζε το χριστόψωμο και με το ξυλόφτιαρο θα το έβαζε για ψήσιμο.
Αφήνοντας τη φροντίδα του ψησίματος στην κοπέλα, ανέβαινε επάνω να ετοιμάσει το τραπέζι..
Ο απαραίτητος πετεινός έβραζε ήδη από τα μεσάνυκτα. Με το ζουμί του θα γινόταν μια πεντανόστιμη αυγοκομμένη μανέστρα…
Η οικογένεια τώρα επιστρέφει με ιεραρχική τάξη. Με το δεξί τους πόδι εμπρός μπαίνουν όλοι στην αυλή του σπιτιού.
Ευπρεπίζονται κατάλληλα και κάθονται όλοι στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ο μικρότερος του σπιτιού κάθεται σε μια γωνία του τραπεζιού και περιμένει το συκωτάκι που θα του δώσει η γιαγιά καρφωμένο στο πιρούνι.
Αχνίζει τώρα το ζουμί του πετεινού και ενώνεται η ευωδία του με εκείνη της μαστίχας του χριστόψωμου που έχει κοπεί σε φέτες. Το καρύδι της μέσης γυαλιστερό-γυαλιστερό ανήκει παραδοσιακά στη γιαγιά. Προνόμιο που αριθμεί πολλούς Δεκεμβρίους. Οπωσδήποτε, θα τα καταφέρει, σιγά-σιγά, να το φάει.
Μια συμπεθέρα με ωραία φωνή τραγουδάει, στο τέλος, το αγαπητό τραγούδι των παλιών χρόνων «Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά»…
Αυτά γίνονται κάθε χρόνο, και περιμένουν όλοι να ακούσουν από τα χείλη της γιαγιάς, κάποια λόγια του τραγουδιού, συνοδευόμενα από το σχετικό τρέμουλο.
Όλοι κρατούν σουφρωμένα τα δικά τους χείλια, για να μη τους ξεφύγει κανένα χαμόγελο…
(Βασισμένο σε κείμενο από τα ¨Αθηναϊκά Νέα¨, 1932)
Πηγή protothema.gr