Ο άνθρωπος που αποκάλυψε μια καλά κρυμμένη ιστορική αλήθεια που πολλοί ήθελαν να ξεχάσουν, τη συνεργασία Γάλλων με τους Γερμανούς κατακτητές κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Μαρσέλ Οφίλς, πέθανε σε ηλικία 97 ετών. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της οικογένειάς του «έφυγε ήρεμα στις 24 Μαΐου».
Γιος του σημαντικού σκηνοθέτη Μαξ Οφίλς, ο Μαρσέλ Οφίλς συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη το 1969, με το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ του «Ο Οίκτος και η Θλίψη» μέσα από το οποίο αποδείκνυε, με ντοκουμέντα, τις κρυφές έως τότε σχέσεις Γάλλων πολιτών με το ναζιστικό καθεστώς. Η ταινία, διάρκειας άνω των τεσσάρων ωρών, προκάλεσε σάλο και απαγορεύτηκε από τη δημόσια τηλεόραση της Γαλλίας παρά το γεγονός ότι η ίδια την είχε προηγουμένως χρηματοδοτήσει. Τελικά κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1971, σημείωσε διεθνή επιτυχία και ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ.
Λίγα χρόνια αργότερα, μάλιστα, το 1976, επανήλθε στο θέμα των ναζιστικών εγκλημάτων με το επίσης εξαιρετικό, διάρκειας σχεδόν πέντε ωρών ντοκιμαντέρ «Η Μνήμη της Δικαιοσύνης» ενώ το 1989 έβγαλε την ταινία «Hôtel Terminus – Klaus Barbie, sa vie et son temps», ένα πορτρέτο του διαβόητου ναζί εγκληματία Κλάους Μπάρμπι που τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ.
Γεννημένος στη Γερμανία, το 1933 διέφυγε με την οικογένειά του από τη ναζιστική Γερμανία και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία όπου έζησε μέχρι το 1941 οπότε αναγκάστηκε να αναζητήσει καταφύγιο στις ΗΠΑ. Το 1950 επέστρεψε στη Γαλλία και έκανε το πρώτο επαγγελματικό βήμα του ως βοηθός σκηνοθέτη της τελευταίας ταινίας του πατέρα του «Λόλα Μοντές».
Συνέχισε γυρίζοντας ταινίες μυθοπλασίες, όπως οι «Καυτό Πεζοδρόμιο» (1963) με τους Ζαν-Πολ Μπελμοντό και Ζαν Μορό και «Ψηλά τα χέρια, κυρίες μου» (1965) η πρόσληψή του, ωστόσο, από τη δημόσια γαλλική ραδιοτηλεόραση, οδήγησε τα βήματά του στο είδος του οποίου καθιερώθηκε ως ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς, το ντοκιμαντέρ.
πηγή protothema.gr