«Η κατάσταση στην κατοχή, ήταν τρομερή. Φοβόμαστε ακόμα και να κουνηθούμε. Iταλοί, Γερμανοί, Τσάμηδες. Ήταν δύσκολα χρόνια, τριπλή κατοχή. Λεηλασίες, κλοπές, βιασμοί γυναικών, εκτελέσεις… Ήμουν 20 ετών τότε… Η Παραμυθιά και τα χωριά της έζησαν τη φρίκη… θρήνος. Εκτέλεσαν ένα ξημέρωμα 49 ανθρώπους, προσωπικότητες του τόπου μας…».
Παρά τα βαθιά του γεράματα, 103 ετών, ο παππούς Γρηγόρης Μάρκου έχει μεγάλη διαύγεια. Τον συναντήσαμε πρωί, στο Δημαρχείο Σουλίου, στην Παραμυθιά να συζητά με τον Δήμαρχο Θανάση Ντάνη το πρόσφατο, ιστορικό για τη μικρή πόλη Προεδρικό Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο, η Παραμυθιά συγκαταλέγεται πλέον στο Δίκτυο Μαρτυρικών Χωριών και Πόλεων.
Ναζί «Την ιστορική αυτή απόφαση, που ήταν χρέος μας να τη διεκδικήσουμε με σθένος. Αποτελεί την ελάχιστη ηθική δικαίωση για τις οικογένειες των θυμάτων της θηριωδίας των τσάμηδων και των Ναζί στην Παραμυθιά. Ήταν πολύχρονες οι προσπάθειες. Την επίσημη και τυπική ανακήρυξη της Παραμυθιάς ως μαρτυρικής την πληροφορηθήκαμε με βαθιά συγκίνηση» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θανάσης Ντάνης.
Βιώματα και μνήμες συνοδεύουν ακόμη τον κόσμο της Παραμυθιάς, ως ένα τραύμα που δεν επουλώνεται.
«Δεν μπορώ, όσο κι αν προσπαθήσω, ν’ απωθήσω από τη μνήμη μου στιγμές, όταν μικρό παιδί, 6 χρόνων, συνοδεύοντας τη γιαγιά μου, την παπα-Βαγγέλαινα, τέτοιες μέρες στον τόπο της εκτέλεσης. Γινόμouν ακροατής στο μοιρολόϊ της και κοινωνός στην προσευχή της. Αυτές τις μνήμες πρέπει να τις κρατήσουμε ζωντανές».
Είναι τα λόγια του καθηγητή Μαθηματικής Ανάλυσης στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Παναγιώτη Τσαμάτου, ο οποίος, ως ιστορικό χρέος προς τον τόπο του, βιωματικά και με καταγραφές ζωντανών μαρτυριών, έχει διασώσει το δράμα της Παραμυθιάς.
Το χρονικό της θηριωδίας
Τη νύχτα της 27ης Σεπτεμβρίου 1943, κοντά στα μεσάνυχτα, ο τρόμος έστησε άγριο χορό στα σοκάκια της Παραμυθιάς. Φωτοβολίδες σχίζουν τον ουρανό. Αυτό ήταν και το σύνθημα για την έναρξη της εφιαλτικής επιχείρησης. Αμέσως μεικτά αποσπάσματα Γερμανών και Τσάμηδων Μουσουλμάνων μπαίνουν στην πόλη και παραβιάζουν επιλεκτικά πόρτες χριστιανικών σπιτιών. Σε λίγη ώρα η καλοστημένη επιχείρηση έχει τελειώσει. 52 συλληφθέντες, πρόκριτοι προσωπικότητες της Παραμυθιάς φυλακίζονται στα υπόγεια του Δημοτικού Σχολείου.
Η αφήγηση του Παναγιώτη Τσαμάτου συγκλονίζει.
«Η λίστα συντάχτηκε ταχύτατα από τους πρωτεργάτες του διχασμού και της μισαλλοδοξίας τσαμηδες Μαζάρ και Νουρή Ντίνο. Κρατήθηκαν 30 ώρες, φρικτής αγωνίας και για τους ίδιους και για ολόκληρη τη μικρή πόλη. Κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, τους ανακοινώθηκε η απόφαση των αρχών κατοχής για την εκτέλεσή τους. Όπως εξιστόρησαν αργότερα, 3 από τους κρατούμενους που απελευθερώθηκαν την τελευταία στιγμή, οι τελευταίες τραγικές ώρες κύλησαν σε ένα κλίμα απόλυτης συναδέρφωσης και αξιοπρέπειας μπροστά στο θάνατο.
Ο Νίκος Γιαννάκης, 25χρονος γυμναστής, για να μετριάσει το μεγάλο βάρος εκείνων των ωρών και να δώσει κουράγιο στους συγκρατούμενούς του, τραγούδησε στην πικρή ομήγυρη το «Γεροδήμο». Ο Παπα-Βαγγέλης Τσαμάτος, λίγο πριν την έξοδό τους προς τον τόπο της εκτέλεσης, έψαλλε, για τον εαυτό του και όλους τους συγκρατούμενούς του, τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Χαράματα της 29ης Σεπτεμβρίου πάνοπλη κουστωδία Γερμανών και Τσάμηδων οδήγησε τους 52 λίγο έξω από την πόλη. Από την προηγούμενη μέρα, όμηροι από τα χωριά του κάμπου της Παραμυθιάς, είχαν ανοίξει στο σημείο εκείνο δύο μεγάλους ομαδικούς τάφους. Μπροστά από τους ανοιχτούς τάφους ο επικεφαλής του αποσπάσματος, Γερμανός αξιωματικός, απελευθέρωσε την τελευταία στιγμή 3 από τους κρατούμενους, γιατί έκρινε ότι θα του ήταν χρήσιμοι για κάποιες ξυλουργικές εργασίες στα γραφεία της Γερμανικής Διοίκησης. Και έμειναν 49. Στην εκτέλεση που ακολούθησε, πήρε ενεργό μέρος ένοπλο τμήμα Τσάμηδων που πλαισίωνε τους Γερμανούς.
Οι πιο πολλοί από τα θύματα της θηριωδίας ήταν, μεταξύ τους, στενοί συγγενείς. Γονείς και παιδιά, αδέρφια, ανήψια και θείοι. Η οικογένεια Βασιλείου Τσούλα, είχε το θλιβερό προνόμιο να συνεισφέρει στη θυσία τρία αδέρφια, τον Γάκη, τον Θόδωρο και τον Κώτσιο, επαγγελματίες της αγοράς και οικογενειάρχες και οι τρεις τους. Ας σημειωθεί, ότι ανάμεσα στους μελλοθάνατους βρίσκονταν και δυο έφηβοι. Πρόκειται για τους Σπύρο Μπάρμπα και Γιώργο Σωτηρίου, που οδηγήθηκαν στο απόσπασμα μαζί με τους πατεράδες τους. Ο Νικόλας Μπάρμπας παρακαλούσε τους δήμιούς του, μέχρι την τελευταία στιγμή, να ελευθερώσουν τον δεκαεξάχρονο γιο του Σπύρο και εκείνος με τη σειρά του, τους προέτρεπε να κρατήσουν εκείνον στη θέση του πατέρα του, για να μη μείνουν απροστάτευτα τα ανήλικα αδέρφια του. Ο Γιάννης Μπαζάκος και ο Κώστας Τσίλης προσπάθησαν να αποδράσουν από το απόσπασμα την τελευταία στιγμή. Λίγα μέτρα παραπέρα τους περίμεναν οι σφαίρες των Γερμανοτσάμηδων, που είχαν περικυκλώσει ασφυκτικά την περιοχή».
Πριν λίγες ημέρες, 11 πολίτες της επαρχίας Παραμυθιάς και συγκεκριμένα από την Πλακωτή, τη Λαμπανίτσα, την Οσδίνα, το Πόποβο και τα Σιαμέτια, είχαν εκτελεστεί στη αυλή του Δημοτικού Σχολείου της Παραμυθιάς και στα Σιαμέτια.
Όλοι μαζί, 60 νεκροί, για να λυθεί σωστά η εξίσωση της ντροπής. Ένας νεκρός πάνοπλος γερμανός στρατιώτης «ίσον» δέκα πολίτες αθώοι, άοπλοι και ανυποψίαστοι.
Σαν αιτιολογία, προβάλλεται το γεγονός του φόνου 6 Γερμανών στρατιωτών στη θέση «Σκάλα» της Παραμυθιάς, που τη φρουρούσαν αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. του λόχου Ποπόβου. Οι δυνάμεις κατοχής είχαν ήδη θυροκολλήσει από τις 17-9-1943 στο οίκημα που στεγάζονταν τα γραφεία της τότε Κοινότητας Παραμυθιάς ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν ότι «…για κάθε δολοφονία ή τραυματισμό Γερμανού στρατιώτη θα εκτελούνται δέκα χριστιανοί Έλληνες από την Παραμυθιά και τα πέριξ χωριά…».
Οι επιδρομές στα χωριά του κάμπου
Ο παππούς Γρηγόρης, τα δύσκολα εκείνα χρόνια ζούσε στο χωριό του το Παγκράτι, πολύ κοντά στην Παραμυθιά. «Όλη η περιοχή στέναζε. Μπήκαν οι Ιταλοί και μετα Γερμανοί, αποθρασύνθηκαν… Άρχισαν τις κλεψιές. Κάθε μέρα λεηλατούσαν σπίτια και τα ζώα που άρπαζαν τα οδηγούσαν στην Αλβανία… όλο το βιος μας χάθηκε. Στο χωριό μου τότε ήμασταν 30-40 άνδρες που τις νύχτες βαστάγαμε σκοπιά εξω από τα σπίτια… Φοβόμαστε από τις συμμορίες του Μαζάρ Ντίνο που έγιναν αποσπάσματα, η τζανταρμερία, δίπλα στους Ναζί.
Ο καθηγητής Τσαμάτος επισημαίνει πως με τη δικαιολογία, ότι τα χωριά του κάμπου της Παραμυθιάς, τροφοδοτούν τις ελληνικές ανταρτικές ομάδες της περιοχής του Σουλίου, το καλοκαίρι του 1943 γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις επικουρούμενες από μουσουλμανικά τμήματα και ατάκτους, οργανώνουν και πραγματοποιούν μια καταλήστευση των χωριών του κάμπου της Παραμυθιάς και του Φαναρίου. Τα φονικά, οι βιασμοί, οι αγριότητες και οι λεηλασίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού των χωριών αυτών εκείνο το καλοκαίρι, είναι μια ζοφερή πτυχή της ιστορίας της περιοχής.
Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής, πιο συστηματικές από τις ιταλικές, εξοπλίζουν ολόκληρο σχεδόν τον μουσουλμανικό πληθυσμό από 15 ετών και πάνω, και σχηματίζουν νέα ένοπλα τμήματα υπό τις οδηγίες των Μαζάρ και Νουρί Ντίνο. Οι μουσουλμάνοι των ομάδων αυτών φορούσαν στρατιωτικές στολές, ιταλικές ή γερμανικές, καθώς και περιβραχιόνιο με τη λέξη «Τσάμης». Στη Τζανταρμερία, ανατίθεται από τους Γερμανούς η τήρηση της τάξης, με αποτέλεσμα μια αβίωτη και οδυνηρή καθημερινότητα για τους χριστιανούς της περιοχής.
Μέχρι την τελευταία στιγμή και ενώ ήταν φανερή η κατάρρευση της Ναζιστικής Γερμανίας, οι τσάμηδες παρέμεναν σύμμαχοι των Ναζί εναντίον των Ελλήνων και επιχειρούσαν να διαπραγματευθούν την παραμονή τους στον ελληνικό χώρο, μέσα από διάφορα σενάρια αυτονομίας της περιοχής, με συμμετοχή τους, στη ηγεσία του μορφώματος που επεδίωκαν να δημιουργήσουν. Τελικά, υποχώρησαν μαζί με τους Γερμανούς μέσα στην Αλβανία, ακολουθούμενοι από το σύνολο σχεδόν της μειονότητας.
Ο Μαζάρ Ντίνο εκτελέστηκε από Αλβανούς παρτιζάνους ως συνεργάτης των Γερμανών, ενώ στους Τσάμηδες χορηγήθηκε η αλβανική υπηκοότητα το 1953. Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων των Ιωαννίνων εκδίκασε και εξέδωσε μέχρι το 1948, χίλιες εφτακόσιες και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις για τα εγκλήματα των Τσάμηδων στη Θεσπρωτία. Ως συνέπεια των αποφάσεων αυτών, και με αποφάσεις του ελληνικού κράτους, από τους καταδικασθέντες αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και η περιουσία τους δημεύτηκε. Περίπου 250 μουσουλμάνοι Τσάμηδες, αμέτοχοι στα εγκλήματα των υπολοίπων, παρέμειναν και συνέχισαν τη ζωή τους στη Θεσπρωτία μετά το 1944.
ΦΩΤΟ: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΜΑΙΡΗ ΤΖΩΡΑ