15.4 C
Serres

Μάθε από πού προέρχεται και τι σημαίνει το επίθετό σου!

Date:

«Τα περισσότερα ελληνικά επώνυμα προέρχονται συνήθως είτε από τοπωνύμια- όπως Μανιάτης από τη Μάνη, Μωραΐτης από το Μοριά- είτε από διάφορα παρατσούκλια τα οποία ενέπνεαν στους ανθρώπους».

Αυτό αναφέρει η κα. Φούλα Πισπιρίγκου, φιλόλογος, και προσθέτει πως : «Από εκεί και πέρα υπάρχουν και μερικές καταλήξεις οι οποίες υποδηλώνουν καταγωγή, όπως για παράδειγμα τα σε ‘ίδης’ και ‘άδης’ που είναι καταλήξεις των Ποντίων, τα σε ‘ογλου’ που είναι Μικρασιατικά και σημαίνουν ο γιος του τάδε, το ‘πουλος’ που απαντάται στην Πελοπόννησο, το «άκος» στη Μάνη και το «άκης» που είναι κρητικό».

Μπορούμε να διακρίνουμε τα επίθετα σύμφωνα με τη σημασία τους σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες, που δηλώνουν αντίστοιχα βαφτιστικό όνομα, καταγωγή, επάγγελμα και παρατσούκλια (ή προσωνύμια).

Πατρωνυμικά:

Αυτά που χρησιμοποιούν για ρίζα τους βαφτιστικά ονόματα, είναι μαζί με τα παρατσούκλια το συχνότερο είδος των οικογενειακών ονομάτων. Τα συναντούμε σε ονομαστική πτώση (π.χ. Κωστής, Γεωργής), σε γενική (π.χ. Γεωργίου, Δημητρίου), αλλά και με πολλές καταλήξεις ή υποκοριστικά (π.χ. Στεφανίδης, Αθανασούλας).

Μητρωνυμικά:

Αυτά τα οποία βασίζονται στο όνομα της μητέρας, για παράδειγμα Κώστας Ελένης (δηλαδή ο Κώστας της Ελένης). Είναι αρκετά σπάνια και χωρίζονται και αυτά σε κατηγορίες ανάλογα με το επάγγελμα της μητέρας ή του άντρα της (Καλογραίας, Μακαρονούς, Μαμμής, Τσαγκαρίνας), την καταγωγή της μητέρας (Αμουργιανής, Αραπίνης, Βλάχας), ακόμα και το… ελάττωμα της μητέρας (Βουβής, Καμπούρας).

Εθνικά:

Είναι τα επώνυμα τα οποία δηλώνουν καταγωγή και φανερώνουν τον τόπο που γεννήθηκε ή έζησε αυτός που έχει το όνομα. Αναφέρονται συνήθως σε χωριά ή ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές και οι καταλήξεις τους είναι δεκάδες.

Οι πιο συνήθεις είναι οι εξής:

-(ι)ώτης: Τσιριγώτης, Λεπενιώτης, Ανδριώτης, Ηπειρώτης κτλ.

-ίτης: Μπεγλίτης, Πολίτης, Αργυροκαστρίτης κτλ.

-ιανος: Κουταλιανός, Ελεκιστριάνος, Ψαριανός, Σακαρετσιάνος, Χρυσοβιτσιάνος κ.α.

-ινός: Πατρινός, Παργινός, Ζακυνθινός, Καλαβρυτινός

-αίος: Κερκυραίος, Ρωμαναίος κτλ.

Επαγγελματικά:

Επώνυμα τα οποία δηλώνουν επαγγέλματα τα οποία χάνονται στα βάθη των αιώνων. Από τα βυζαντινά χρόνια (Αμπελάς, Λαχανάς, Ζωναράς, Καμπανάρης, Γραμματικός, Παλαιολόγος, Δούκας, Λογοθέτης) μέχρι τα νεοελληνικά (Γελαδάρης, Αρκουδάρης, Περιβολάρης, Ψαράς, Σαμαράς, Κουρέας, Ασβεστάς, Βαγενάς).

Παρατσούκλια:

Αποτελούν τον κύριο όγκο των επωνύμων μαζί με τα πατρωνυμικά και προέρχονται κατά κύριο λόγο από χαρακτηρισμούς που βασίζονται σε σωματικές (Βραχνός, Ζερβός, Καμπούρης, Λεβέντης), πνευματικές και ηθικές ιδιότητες (Βιαστικός, Αγέλαστος, Θλιμμένος, Κατεργαράκος). Μπορούν να προέρχονται όμως και από παρομοιώσεις με ζώα (Αλεπουδέλης, Γάτος, Ζυγούρης, Λύκος, Ποντίκης), με φυτά (Γαρούφαλος, Καρπούζης, Πιπέρης, Ρεβίθης) ή να υποδηλώνουν συγγένεια και ηλικία (Εγγονόπουλος, Κανακάρης, Ορφανός, Παπούλιας, Πατέρας).

Τα επώνυμα όμως, δεν εμφανίστηκαν μόνο με τον αρχικό τους τύπο.

Πολλά από αυτά σχηματίζουν παράγωγα με διάφορες καταλήξεις ή είναι σύνθετα με την βοήθεια λέξεων οι οποίες χρησιμεύουν ως πρώτο συνθετικό. Όσον αφορά τις καταλήξεις, αποτελούν ένα γλωσσικό… GPS για να καταλάβουμε από ποιο μέρος της Ελλάδας κατάγεται κάποιος.

Έτσι έχουμε τα εξής:

-ίδης: Πόντος (Τουντουλίδης, Κοντογιαννίδης, Πετρίδης)

-άδης: Πόντος (Γεωργιάδης, Καλγρεάδης, Φωτιάδης)

-ούδης ή – ουδάς: Μακεδονία – Θράκη (Λαμπρινούδης, Νικολούδης, Σπανούδης, Φραγκούδης, Ψαρούδας, Μαρούδας)

-όγλου: Μικρά Ασία (Πεσμαζόγλου, Κουρατζόγλου, Ασλάνογλου)

-άκης: Κρήτη (Παπαδάκης, Σαββάκης)

-άκος: Μάνη (Παντελάκος, Δημητράκος, Μαυροειδάκος)

-πουλος: Κυρίως στην Πελοπόννησο (Νικολακόπουλος, Αβραμόπουλος, Ανδρικόπουλος)

-άτος: Κεφαλονιά (Δημητράτος, Γιανουλάτος, Γερολυμάτος)

-έλης: Μυτιλήνη, Αϊβαλί, Λήμνο, Ίμβρο (Παπαδέλης, Χαμαλέλλης, Χωριατέλλης, Ξαφέλλης, Κοντέλλης)

-ούσης: Χίος (Χαλκούσης,Παϊδούσης)

Ας δούμε την ετυμολογία μερικών εκ των πιο συνηθισμένων ελληνικών επωνύμων:

Παλαιολόγος: Από το μτγν.ρημ.παλαιολογώ, λέω, ομιλώ περί αρχαίων-παλαιών πραγμάτων. Επώνυμο της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου. Συνηθέστατο επώνυμο σήμερα, κυρίως λόγω της χρησιμοποίησης του «Παλαιολόγος» ως βαφτιστικού.

Βασιλόπουλος: Αρκετά συνηθισμένο επώνυμο, με προφανή προέλευση από το βαφτιστικό Βασίλειος, με το επίσης σύνηθες τρόπο σχηματισμού επωνύμου με την κατάληξη -όπουλος.

Οικονόμου: Συχνότατο ελληνικό επώνυμο, κυρίως λόγω της σημασίας της λέξης οικονόμος ως εκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός, υπεύθυνος κυρίως για την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού.

Παπαδόπουλος: Γιος ή απόγονος του παπά (παπαδοπαίδι), ίσως το πολυπληθέστερο όνομα στην Ελλάδα μαζί με την κατάληξη -οπουλος.

Καραγιάννης: Σύνθετο όνομα από τούρκικη λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός συν το βαφτιστικό όνομα Γιάννης.

Κωνσταντόπουλος: Γιος ή απόγονος του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος προέρχεται από το λατινικό Constantinus.

Αγγελόπουλος : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Άγγελος συν την κατάληξη –όπουλος.

Ρήγας: Από το νεοελληνικό ρήγας, λαϊκότροπα ο βασιλιάς (μεσαιωνικό ρήγας). Προέρχεται από το ελληνιστικό ρηξ, αιτιατική ρήγα, που προέρχεται από το λατινικό rex.

Χατζής: Σύνηθες πρόθεμα σε πολλά ελληνικά επίθετα(Χατζηνικολάου, Χατζηδημητρίου, Χατζόπουλος, Χατζίδης , Χατζηδάκης κ.α.). Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη: Άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-) και έμπαινε πριν από βαφτιστικά ή οικογενειακά ονόματα ως τιμητικός τίτλος για να δηλώσει ότι ένας ορθόδοξος χριστιανός επισκέφτηκε ως προσκυνητής τους Άγιους Τόπους.

Βουδούρης: Επώνυμο το οποίο έχει την ίδια αρχή με το Μπουντούρης, προέρχεται από τη δημώδη/διαλεκτική λέξη Βουδούρης (μπουντούρης) που δηλώνει το βραχύσωμο και παχύ άνθρωπο. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό bodur, με την ίδια σημασία.

Μίχας: Πρόκειται για αρβανίτικη παραλλαγή του ονόματος Μιχαήλ-Μιχάλης. Σε ελληνόφωνους πληθυσμούς η υποκοριστική παραλλαγή του ονόματος ήταν συνήθως “Μίχος”.

Περδικάρης: Επαγγελματικό επώνυμο, από το ουσ. περδικάρης(παλαιοτ. περδικάριος), απο το ουσ. πέρδικα.

Πολίτης: Η ετυμολογία του επωνύμου αυτού είναι προφανής. Η περίπτωση να προέρχεται από μια οποιαδήποτε πόλη, εκτός από την Πόλη, δεν είναι τόσο πιθανή επειδή δεν υπήρχε λόγος να μην σχηματιστεί το επώνυμο π.χ. Γιαννιώτης από τα Γιάννενα, Σμυρνιός από τη Σμύρνη κ.ο.κ.

Πηγή aigaio365.gr

Το http://greeksurnames.blogspot.com/ είχε συγκεντρώσει πολλά τέτοια ονόματα κι ανέλυσε την προέλευσή τους.

ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ . Επωνυμο πατρωνυμικο προερχομενο απο το εβραικο βαπτιστικο ονομα Αβραμ.Η καταληξη -πουλος προσδιοριζει την περιοχη Ελληνοποιησης του επωνυμου την Πελοποννησο.
ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ . Ιδιαιτερη νεοελληνικη κατηγορια αποτελει συφωνα με τον καθ. πανεπιστημιου κο.Συμεωνιδη το ονομα Αγοραστος που παραπεμπει σε παιδια που εχουν υιοθετηθει απο δευτερους γονεις.Συμφωνα με τον κο. Τριανταφυλλιδη προερχεται απο το ευχετικο βαπτιστικο ονομα η ξορκιστικο απ’ οπου και εγινε επωνυμο.
ΑΓΓΕΛΗΣ .Επωνυμο πατρωνυμικο προερχομενο απο το βαπτιστικο ονομα Άγγελος.Αγγελος αρχαιο ελληνικο ονομα ηταν η θυγατερα του Δια και της Ηρας ηταν η θεα των νεκρων αυτη που εφερνε τις ειδησειςΠαρομοια επωνυμα Αγγελοπουλος
ΑΔΑΜ, ΑΔΑΜΑΚΗΣ, ΑΔΑΜΗΣ, ΑΔΑΜΙΔΗΣ, ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΔΑΜΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το εβραϊκό όνομα Αδάμ.
Aδαμοπουλος. Επωνυμο το οποιο προερχεται απο παρατσουκλι το οποιο επισης προερχεται απο παρατσουκλι το οποιο επισης προερχεται απο την περιβαλλουσα φυση, πολυτιμοι λιθοι, μεταλλα με την προσθηκη της καταληξης –πουλος, αλλα μαλαμα = μαλαμας, σμαραγδι = σμαραγδης.
Αρβανιτης.Επωνυμο που ανηκει στην κατηγορια των εθνικων και χαρακτηριζει την καταγωγη..
ΑΓΓΕΛΑΚΗ: Επώνυμο πατρωνυικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Άγγελος. Με την κατάληξη –ακης προσδιορίζει Κρήτη.
ΑΝΘΗ, ΑΝΘΕΛΗ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που έχει σχέση με τα φυτά, άνθη.
ΑΠΕΡΓΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ξενικών ιταλικών με μια ρίζα ελληνική. Συναντάται στην Τήνο,Κερκυρα και αλλα Ιονια νησια.
ΑΡΖΙΝΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη arz=προσφορά, με την κατάληξη –ινος που χρησιμοποιείται περισσότερο σαν κατάληξη επωνύμων εθνικών (Καστρινός=κάστρο, Πυλαρινός=Πύλαρος, κεφάλι)
Αηδόνης, Αηδώνης, Αηδονόπολος: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο αποδίδεται σε σωματική ιδιότητα (καλή φωνή).
Αρκούλης, Αρκάλης, Αρκαλάκης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη arkali=ισχυρός
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ. ΔΙΠΛΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΟΠΟΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΝΑΣΥΡΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΚΑΠΟΙΟΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΦΗΣΕ ΑΡΣΕΝΙΚΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ,ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΒΗΣΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ. Αθανάσιος = αθάνατος, αιώνιος.ΑΛΛΑ ΟΜΟΕΙΔΗ ΕΠΩΝΥΜΑ ΝΟΒΑΣ,ΜΠΟΔΟΣΑΚΗΣ,ΔΡΑΓΑΤΣΗΣ,ΡΑΓΚΑΒΗΣ
ΑΪΒΑΛΙΩΤΗΣ . ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΘΝΙΚΑ .ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΙΒΑΛΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΙΩΤΗΣ. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΑΣ.
ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ . Έτσι επονομάζεται κάποιος που είναι άλογος (παράλογος, χωρίς λογική ) και κούφος (κενός, άδειος, χωρίς περιεχόμενο
Αναγνώστου,Αναγνώστης:Κατώτερος Κληρικός, καθιερωμένος στο λειτούργημα αυτό με χειροθεσία Επισκόπου. Είναι επιφορτισμένος με την ανάγνωση των διαφόρων αναγνωσμάτων (χύμα ή εμμελώς) της Λατρείας μας. [Ημεροβ] . Αναγνωστάκης, Αναγνωστοπουλος, Αναγνωστιδης
Ανδρικόπουλος, Ανδρικίδης, Ανδριάς, Ανδριανόπουλος, Ανδρέου, Ανδριανάκος, Ανδριτσάνος, Ανδρούτσος, Ανδρούλης, Ανδρουλιδάκης, Ανδρουτσέλης: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ανδρέας. .
ΑΝΝΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΑΝΝΑ.
ΑΝΕΣΤΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από τον ύμνο Χριστός Ανέστη όπου χρησιμοποιείται και ως βαπτιστικό όνομα.
Αθανασούλας, υποκοριστικό* του ονόματος ΑθανάσιοςΑποστόλου, γενική του ονόμ. Απόστολος
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από τον αυτοκρατορικό τίτλο Αύγουστος με την κατάληξη –ινος.Χρησιμοποιείται και ως βαπτιστικό όνομα.
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από τον γνωστό αστερισμό του Αυγερινού.
ΑΛΑΜΑΝΟΣ:Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ξενικών με ιταλική ενετική καταγωγή. Υπάρχει ακόμη στην Ιταλία σαν επώνυμο D’Aiamano.
ΑΒΕΡΩΦ:Επώνυμο προερχόμενο από τον Αυγερινό με ρωσική κατάληξη που προστέθηκε στο όνομα κατά συνήθεια των Ελλήνων που έζησαν στην Ρωσία.Αυγερινός – Αυγερός – Αυγέρωφ – Αβέρωφ.
ΑΓΡΙΑΝΙΔΗΣ: Επώνυμο α) προερχόμενο από παρατσούκλι που οφείλεται σε ψυχική ή σωματική ιδιότητα του ατόμου (άγριος) β) προερχόμενο από τον τόπο καταγωγής του ατόμου Αγριά (Βόλου) κλπ. Μαζί με την κατάληξη –ιδης που προσδιορίζει ποντιακή καταγωγή το επώνυμο απαντάται στις Σέρρες.
ΑΛΥΦΑΝΤΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των επαγγελματικών. Επ’ αυτού έχουν συμβεί αρκετές που γέννησε ο εξαρχαϊσμός. Το Αλυφαντής συναντάται στην Αρκαδία, Πόρο, Αίγινα, Πειραιάς. Το Αλειφαντής στον Πόρο, Πειραιά, Αίγινα Πειραιάς. Το Αλειφαντής στον Πόρο, Πειραιά, Αθήνα. Το Αλιφαντής στον Πειραιά, Αθήνα.
ΑΜΙΛΗΤΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που προέρχεται από σωματική ή ψυχική ιδιότητα ατόμου.
ΑΝΔΡΕΑΚΗΣ . Επωνυμο πατρωνυμικο υποκοριστικο του βαπτιστικου ονοματος προερχομενο απο το αρχαιο ελληνικο ονομα Ανδρέας το οποιο σημαινει ανηρ=ανδρειος.Ανδρεας ο Σικυωνιος πατηρ του Κλεισθενη.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Πατωνυμικο επωνυμο προερχομενο απο το βαπτιστικο ονομα ΑΝΤΩΝΗΣ το οποιο και ξεκινα απο την αρχαια Ρωμη.Ο Αγιος Αντωνιος θεωρειτε ο θεμελιωτης του μοναχικου βιου.Εορταζει 17 Ιανουαριου.
-ΑΚΗΣ.ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ .Στα επίθετα η κατάληξη –άκης δεν είναι υποκοριστική αλλά πατρωνυμική (δηλώνει δηλαδή τον απόγονο).
-ΑΚΟΣ. ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΠΑΡΤΗ Η ΜΑΝΗ
-ΑΤΟΣ. ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
Ατζαμιδάκης, υποκοριστικό από την τουρκική λέξη acemi = ο αρχάριος
ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ. Πατρωνυμικο επωνυμο προερχομενο απο το βαπτιστικο ονομα Αποστολος.Η καταληξη -Ακης προσδιοριζει την περιοχη του επωνυμου την Κρητη.Δωδεκα Αποστολοι του Χριστου εορταζουν στις 30 Ιουνιου17 .
ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΟΣ , ΑΠΟΣΤΟΛΑΤΟΣ,
ΑΡΓΥΡΗΣ . Επώνυμο που προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Αργυρης=Αργυρος=πολύτιμη πέτρα. Ανήκει στα προερχόμενα ονόματα από την περιβάλλουσα φύση, πολύτιμοι λίθοι, μέταλλα όπως διαμάντι=Διαμαντής, μάλαμα=Μάλαμας, σμαράγδι=Σμαραγδής, Χρυσός, ασήμι=Ασημής, Ασημίνα, κλπ.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ. ΚΑΤΑΤΑΣΣΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΑΤΡΩΝΥΜΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ.ΑΛΛΑ ΠΑΡΕΜΦΕΡΗ ΕΠΩΝΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΑΤΟΣ,ΑΠΟΣΤΟΛΙΑΔΗΣ,ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,ΑΠΟΣΤΟΛΙΑΣ,ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ.ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Η ΠΑΤΡΩΝΥΜΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΕ ΑΡΧΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ.ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ 12 ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.ΕΟΡΤΑΖΕΤΑΙ ΣΤΙΣ 30 ΙΟΥΝΙΟΥ
ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ. Αραμπατζίκος, υποκοριστικό του Αραμπατζή επωνυμο που προέρχεται από την τουρκική λέξη arabaci = οδηγός κάρου.
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ,ΑΡΓΥΡΗΣ . Επώνυμο που προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Αργυρης=Αργυρος=πολύτιμη πέτρα. Ανήκει στα προερχόμενα ονόματα από την περιβάλλουσα φύση, πολύτιμοι λίθοι, μέταλλα όπως διαμάντι=Διαμαντής, μάλαμα=Μάλαμας, σμαράγδι=Σμαραγδής, Χρυσός, ασήμι=Ασημής, Ασημίνα, κλπ.
Ασλανιδης, Ασλανογλου. Επωνυμο προερχομενο απο την τουρκικη λεξη aslan=λιονταρι το οποιο εξελληνιστηκε και με την καταληξη –ιδης προσδιοριζει τον Ποντο.
Αργυρουδης. Επωνυμο που ανηκει στην κατηγορια των πατρονυμικων προερχομενο απο το βαπτιστικο ονομα αργυρος το οποιο εχει ηδη αναλυθει.
Αγκάττα: Μεγεθυντικό, το μεγάλο αγκάθι. Ο ευέξαπτος χαρακτήρας. Αυτός που εύκολα ανταποδίδει τα πειράγματα.
Αζού (η): Μεγεθυντικό, το αζό, το ζώον. Ο Μεγαλόσωμος ή ο άγριος στην συμπεριφορά.
Αλαπού (η): Το ζώον αλεπού, τις ιδιότητες της οποίας διαθέτει ο κάτοχος (πονηρός).
Αλόα (η) Μεγεθυντικό, το μεγάλο άλοο (άλογο). Ο μεγαλόσωμος, με άχαρο και μεγάλο βηματισμό.
Ανανός(ο): Εξ’ αιτίας της γλωσσικής αδυναμίας στη σωστή εκφορά του ονόματος του, στην παιδική ηλικία (Στυλιανός).
Αράπης (ο): Ο μελαψός, ο μαύρος. Θηλυκό η αραπίνα.
Αρναούττα (η): Μεγεθυντικό, το αρναούττι(η καυτερή πιπεριά). Η δύστροπη.
Ασπροκώλα (η): Πουλί, στο μέγεθος του σπουργίτη με άσπρα φτερά στο πίσω μέρος. Ο ξανθός και ασπριδερός στο δέρμα.
Ασπρούλλης (ο): Ο ξανθομάλλης και ασπριδερός. Θηλυκό η Ασπρούλλα και Ασπρουλίτσα.
Αστροπηλιάρης (ο): Ο ασπροπηλιάρης , ο δύστροπος και σκληρός ώσαν το άγονο και σκληρό έδαφος που περιέχει άσπρο πηλό
Αχερένιος (ο): Ο φτιαγμένος από άχυρο. Ο λεπτοκαμωμένος, ο αδύνατος σαν ψεύτικος.
ΑΤΖΙΟΣ. προέρχεται από την τουρκική λέξη haci (Χατζής είναι η ονομασία που έδιναν σε όσους πήγαιναν προσκυνητές στους Αγίους Τόπους). Με το πέρασμα των χρόνων και από γενιά σε γενιά το Χατζής μετατράπηκε σε Άτζιος.
ΑΡΝΑΟΥΤΗΣ. Επωνυμο ξενικο αρβανίτικης καταγωγής. Μεταφορικά, ο άξεστος, ο χοντράνθρωπος. Προέρχεται από την τουρκική λέξη Arnavut, που ετυμολογείται από το μεσαιωνικό Aρβανίτης
ΑΛΑΒΑΝΟΣ. Το επώνυμο του τέταρτου των πολιτικών αρχηγών του κ. ΑλέκουΑλαβάνου είναι, σύμφωνα πάνταμε τον Κ. Τρυφερούλη, ένας άλλος τύπους του Αλαμάνος, εθνικού ονόματος ενός γερμανικού φύλου.Πάντως, το Αλαμάνος σημαίνει καιαιμοβόρος, ενώ το ρήμα αλαμανίζω, διασκορπώ, λεηλατώ!
Αλαγκιοζίδης: Επώνυμο σύνθετο προερχόμενο από δύο τουρκικές λέξεις: ala=χρωματιστός + goz=μάτι.
Αγατσάς, Αγατσίδης, Αγατσιώτης, Αγατζιώτης, Αγατζόγλου: Επώνυμα προερχόμενα από την από την τουρκική λέξη agac=δέντρο, ξύλο, με την κατάληξη –ας που προσδιορίζει επάγγελμα (Ασβεστάς, Ξυλάς, Κουλουράς).
Αμιρίδης, Αμιράς, Αμιράκης, Αμιραδάκης, Αμιρόγλου: Επώνυμα προερχόμενα από την τουρκική λέξη amir= εμίρης, προϊστάμενος.
Αρώνης: Επώνυμο ξενικό προερχόμενο από το ισραηλινό όνομα Ααρών. Συνήθως τα ονόματα αυτά ανήκουν σε Ισραηλίτες που ήλθαν στην Ελλάδα περίπου το 1300.
ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Αλέξης με την προσθήκη της κατάληξης –πουλος που προσδιορίζει την Πελοπόννησο.Αλέξιος:Ρωμαίος ευγενής. Συνηθισμένο βυζαντινό όνομα και αργότερα και στη Ρωσία.Γιορτάζει στις 17 Μαρτίου.
Αμαντος. αμαντος (Χιος) οχι ζωηρος, «απραγμων».
ΑΜΙΛΗΤΟΣ: Επωνυμο προρχομενο απο σωματικες η ψυχικες ιδιοτητες.Ο ολίγα ομιλών, ανέντευχτος. Ενίοτε δε και ο κακός.Νερό αμίλητο: το νερό που αντλήθηκε και μεταφέρθηκε μέχρι την οικία σιωπηρά. Το μεταχειρίζονται συνήθως τα νέα κορίτσια στον Κλήδονα για να γνωρίσουν την τύχη τους ή και τον μέλλοντα σύζυγό τους.Κόρπο αμίλητο: αποπληξία

–Β——————————————————————————

ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ. Επωνυμο που ανηκει στην κατηγορια εθνικα οικογενειακα προερχεται απο το χωριο Μπαρμπιτσα της Αρκαδιας με την καταληξη -ιωτης.
Προεπαναστατικός ήρωας ο Καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη (1759-1805) .
Σημασία βέβαια δεν έχει που γεννήθηκε που έδρασε και που δολοφονήθηκε, σημασία έχει ότι δρούσε και αγωνιζόταν παντού για όλους, για το Μοριά, την Ελλάδα, τη λευτεριά.
Ένα από τα αντικείμενα έρευνας για τον Καπετάν Ζαχαριά ήταν και ο τόπος καταγωγής του. Ξεκάθαρα, γεννήθηκε στη Βαρβίτσα απ όπου και πήρε το προσωνύμιό του Μπαρμπιτσιώτης. Ένα χαρακτηριστικό πολλών επωνύμων που δηλώνει τον τόπο γέννησής τους, όπως Μονεμβασίτης από τη Μονεμβάσια, Λευκαδίτης από τη Λευκάδα, Χίος από τη Χίο κ.ο.κ. που με τον καιρό αντικατέστησε το αρχικό επώνυμό τους.
Το πραγματικό ονοματεπώνυμο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη ήταν Ζαχαρίας Παντελεάκος. Από το επώνυμο και μόνο έχουμε το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι η καταγωγή του ήταν από τη Μάνη. Και στη Βαρβίτσα και στη Μάνη αλλά και αλλού πολλά λέγονται για το από πού κράταγε η σκούφια του αλλά στοιχεία γραπτά δεν είναι δυνατόν να έχουμε γι αυτό και θα αρκεστούμε σε αυτά που έγραψαν και δημοσίευσαν διάφοροι συγγραφείς και ιστορικοί.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Βασίλειος. Λέξη που προέρχεται από το βασιλιάς.Ο Βασίλειος ο Μέγας, αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, είναι ο γνωστός μας Άι Βασίλης.Η πρωτη εορτη καθε χρονο 1 Ιανουαριου
ΒΑΡΔΑΚΑΣ, ΒΑΡΔΑΚΗΣ, ΒΑΡΔΑΚΙΔΗΣ, ΒΑΡΔΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη bardak=αγγείο για νερό,σταμνα
ΒΑΡΔΑΚΗΣ, ΒΑΡΔΑΞΗΣ, ΒΑΡΔΑΞΟΓΛΟΥ, ΒΑΡΔΑΞΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο από την τουρκική λέξη bardakci=αγγειοπλάστης
ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ: Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη bakrac καζανι (bakar χαλκος) αυτος που φτιαχνει καζανια. Καζαντζης.
ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη balaban=αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, πελώριος.
ΒΑΣΣΗΣ, ΒΑΣΟΣ: Επώνυμο α) το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Βασίλης. β) Βάσης, Μπάσης, Βασιάδης, προερχόενο από την τουρκική λέξη bas, basi=κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής.
ΒΕΓΙΑΝΝΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη bey=μπέης, άρχοντας και το βαπτιστικό όνομα Γιάννης. Ο αρχοντογιάννης.
ΒΑΡΖΑΚΗΣ:Επωνυμο προεχομενο απο τη σλαβικη λεξη brzak που ρεει γρηγορα, χειμαρρος.
Βαρουξακης, Βαρουξης. Επωνυμο προερχομενο απο την τουρκικη λεξη narakci που σημαινει επιχρυσωτης.
Βασιλάκης, υποκοριστικό του ονόμ. Βασίλειος
ΒΑΛΑΗΣ, ΒΑΛΗΣ, ΒΑΛΙΔΗΣ, ΒΑΛΙΔΑΚΗΣ, ΒΑΛΙΑΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη vali=νομάρχης.
ΒΕΝΕΤΣΑΝΑΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Ο προερχόμενος από τη Βενετία. Το επώνυμο συναντάται στη Μάνη με την κατάληξη –ακης, η οποία και είναι η αρχική γνήσια κατάληξη προερχόμενη από αυτή την περιοχή.
ΒΙΚΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το παρατσούκλι προερχόμενο από τον φυσικό κόσμο. Βίκος = φυτό.
Βλαχοπάνος, σύνθετο όνομα από το Βλάχος (επάγγελμα) + Πάνος
Βότσης, από την αρβανίτικη λέξη voc-i = μικρό παιδί
ΒΕΝΕΤΙΚΙΔΗ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Προέρχεται από τη Βενετία η οποία και έγινε πηγή ονομάτων. Βενετία, Βενετσάνος, Βενετά. Με την κατάληξη –ιδης που προσδιορίζει Πόντο. .
Βουλλωτης. Επωνυμο βυζαντινο που κατατασεται στα επαγγελματικα ηταν ο υπαλληλος που σφραγιζε τα μετρα και τα σταθμα της ζυγαριας και τα μεταξωτα υφασματα που προοριζονταν για εξαγωγη.
ΒΕΔΟΥΡΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη vedar δηλαδη εκεινος που φτιαχνει (ξυλινα ποιμενικα) δοχεια. Βεδουρια.
ΒΕΛΛΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη bel που σημαινει ασπρος.
ΒΕΛΙΣΑΡΗΣ: α) Επώνυμο προερχόμενοα από το Βυζάνιο, όπου βελισάριος=ο λόγιος. β) Ο προερχόμενος από τη Βελίτσα, βουνό στην Αλβανία.
Βικελας. Επωνυμο προερχομενο απο την σλαβικη λεξη μπικας, ταυρος.
ΒΛΑΧΟΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία α) εθνικά και φανερώνουν προέλευση. β) Με σημασία του χωρικού, άξεστου (χαρακτηρισμός Μάνης). Στην Χίο λέγονται όσοι μετοίκησαν εις Ρουμανία=Μεγάλη Βλαχία. Τη Μικρή Βλαχία απάρτιζαν τα μεσαιωνικά χρόνια η Αιτωλοακαρνανία. Η ετυμολογία του ονόματος είναι γερμανική WAIH (κέλτικο) ή σλαβική vlach.
Βλησιδης, Βλυσιδης. απο το βλησιδι το δωρο που προσφερεται σε γαμο, βαφτησια (Μακεδ), και επειτα ο θησαυρος, αφθονια.
Βοριάς, Βορεάς, Βοργίδης: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που εκφράζει τον καιρό. Με την κατάληξη –ιδης προσδιορίζει την ποντιακή καταγωγή.
Βολεας. βολος ο ορχις, βολια μονοβολος.
Βωκος. βωκος, ηλιθιος.
ΒΙΚΕΛΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη bik που σημαινει ταυρος.
ΒΛΑΔΟΣ.Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη vlad που σημαινει εξουσια.
ΒΡΑΤΙΜΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη bratim που σημαινει αδερφοποιτος.
ΒΡΑΤΟΥΛΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη brat που σημαινει αδελφος.
Βατμανίδης. Επωνυμο προερχομενο απο το τουρκικο batman = μέτρο βάρους που κυμαίνεται από 2 ως 8 οκάδες 1 οκά = 400 δράμια . 1 klg = 312,5 Δράμια.
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. Οι εκδοχές ειναι πολλές. Ο Αντώνης Χατζής, ένας εκ των κορυφαίων μελετητών, αναφέρει σχετικά: «Γενάρχης των Αθηναίων Μπενηζέλων υπήρξεν Ελλην τιςΜπενής (Βενέδικτος) Ζέλης».Ο Γρ. Καμπούρογλου το αποδίδει στην «αραβικήν και μετέπειταισπανική λέξη μπένι και το επώνυμο Ζέλλος». Ο Κ. Τρυφερούλης εκτιμά ότι το Μπενιζέλος προήλθε από το ιταλικό Bonangelo, άλλωςBenagelo-Beninzelo = καλάγγελος.Δαιδαλώδης είναι η αναζήτησητης ρίζας των επωνύμων πολλώνπολιτικών.
Βέλκος, Επωνυμο προερχομενο από τη σλαβική λέξη velk = λύκος
Βέργος – Βεργόπουλος Το επώνυμο σχηματίστηκε από το επίθετο βέργος, το οποίο προήλθε από το ουσ. βέργα, και σημαίνει τον λεπτό, τον αδύνατο.Η βέργα είναι μεσαιωνική λέξη και ετυμολογείται από τη λατινική virga (= ράβδος, κλωνάρι).Η πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του φιλολογου κ. Κωσταντινου Τρυφερουλη με τίτλο «Ετυμολογική ακτινογραφία των ονομάτων των Ελλήνων πρόεδρων, πρωθυπουργών, βουλευτών και ευρωβουλευτών (1974-1995)» από τις εκδόσεις «Επικαιρότητα
Βγένω – Ευγενία
Βίτος – Βίκτωρ
Βεργίδης, γιος ή απόγονος του Βεργή. Από την τουρκική λέξη vergi = φόρος.
Βαρλάμης.Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει(συχνό στη Σπάρτη)
Βέρβερης.Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει (τυφλός)Βλαντής
Βουκοβίνος, ίσως να προέρχεται από τη λέξη Μπουκοβίνα, περιοχή στα σύνορα Ουκρανίας – Ρουμανίας που καλύπτεται με δάση οξιάς (buk στα ρωσικά σημαίνει οξιά).
Βουρλιώτης, αυτός που κατάγεται από τα Βουρλά, προάστιο της Σμύρνης.
ΒΟΓΙΑΝΤΖΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΦΩΝΗΤΙΚΑ ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ.Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΦΩΝΗΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΙ ΦΘΟΓΓΟΙ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΑΝΕΛΛΗΝΙΣΤΟΙ Η ΚΑΚΟΗΧΟΙ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΖΟΥΝ ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΩΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΕΡΟ.ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑ ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ,ΜΠΟΓΙΑΤΖΙΔΗΣ,ΒΟΓΙΑΖΙΔΗΣ,ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ,ΒΟΙΑΖΗΣ
ΒΟΥΖΙΑΝΑΣ. ΤΟ ΒΟΥΖΑΣ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ BUZ=ΠΑΓΟΣ.ΑΡΚΕΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΞΥΤΟΝΑ -ΑΣ- ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ.Η ΣΥΛΛΑΒΗ -ΑΣ- ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ [ΚΟΥΛΟΥΡΑΣ,ΑΛΕΥΡΑΣ]ΒΡΟΥΤΣΗΣ. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΕΠΕΣΤΕΡΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Ι΄ΚΑΙ ΙΑ΄ΑΙΩΝΑ.

–Γ——————————————————————————





Γαβαλας. α) Επωνυμο που ανηκει στη κατηγορια των ξενικων. Ιταλικο που απανταται ιδιαιτερα στην Νισηρο.
β) Επωνυμο βυζαντινο που ανηκει στην κατηγορια των εθνικων προερχομενο απο τα Γαβαλα Συριας. Γαβαλάδες: βυζαντινή οικογένεια, που έχουν την εξουσία στη Ρόδο, το διάστημα 1204-1250, ως ανεξάρτητοι ηγεμόνες με δικαίωμα κοπής νομίσματος.
Γαζέτας, από τη βενετσιάνικη λέξη gazeta = χάλκινο κέρμα μικρής αξίας. Δηλώνει επίσης και την εφημερίδα που αξίζει μία gazeta
Γερογιάννης, σύνθετο όνομα, Γέρος + Γιάννης
Γεωργακόπουλος, από το Γεωργάκης + πουλος (κατάληξη επωνύμων που τη χρησιμοποιούν συνήθως στην Πελοπόννησο και δηλώνει το γιο, τον απόγονο)
Γεωργαλής, υποκοριστικό του Γεώργιος
Γιαννούτσος, υποκοριστικό, στην Ήπειρο και στην Κρήτη, του Γιάννης
Γιώτης, σύντμηση** του Παναγιώτης
Γαίτης. «.Από την Ιταλική πόλη GAETA.Η Gaeta ήταν αρχαία Ιωνική αποικία των Σαμίων. Ο Στράβωνας εθεώρησε οτι το όνομα προήλθε από το ελληνικο ΚΑΙΕΤΟΣ , το οποίο σημαίνει «σπηλιά», σχισμη εδαφους, χαραδρα (απο εδω και ο καιάδας της Σπάρτης). Πιθανώς αναφερόμενος σε γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Ο Όμηρος μιλάει [Οδυσ.Δ1] για την «καιατόεσσαν Λακεδαίμονα».Παρεμφερή επώνυμα:Γαητας, Δεγαητας απαντούν συχνά στα Επτάνησα
Γαλάνης, Γαλανός: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που έχει δημιουργηθεί από σωματικές ιδιότητες στο συγκεκριμένο από χρώμα που δόθηκε στα μαλλιά ή στα μάτια
Γιώτης, Γιωτόπουλος: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Παναγιώτης. Το επώνυμο συναντάται αρκετά στην Ήπειρο.
Γάσπαρης, η μια εκδοχή είναι να προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις γα (γη) + σπάρις (σπορά), δηλαδή αυτός που σπέρνει τη γη, ο γεωργός. Η δεύτερη εκδοχή είναι από το ιταλικό όνομα Gaspari.
ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ σκωπτικό παρατσούκλι απο τον τρομερό λήσταρχο Γιαγκούλα.
Γιαχνής, από την τουρκική λέξη yahni = κοκκινιστό φαγητό με κρέας και λαχανικά.
Γιαλουρης. γιαλουριζω.
ΓΙΟΜΠΡΕΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την α) τουρκική λέξη ymru=στρογγυλό πράγμα, εξόγκωμα, πρήξιμο. β) από την τουρκική λέξη gubre=κοπριά για λίπασμα
Γλιτση. γλιτσα, ακαθαρσια.
Γκλαβανης. γκλαβανή ή η καταπακτή στα σπίτια
Γόντικας. γόντικας ή γκοντικοβελόνα των τερζήδων ή και το εξομολογητάρι.
Γραββάνης. γραβάνι σύριγξ, πασχαλιά
ΓΡΑΤΣΙΑΣ .ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ GRAZIA=ΧΑΡΗ – ΕΥΛΟΓΙΑ =ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ = GRAZIE ΚΙ ΕΧΕΙ ΒΓΕΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΓΡΑΙΚΟΣ ΑΠ ΤΟ GRECO ΔΗΛΑΔΗ ΤΟ G ΓΙΝΕΤΑΙΓ Ο ΤΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΚΙΝΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΣΥΛΛΑΒΗ ( ΑΠΟ ΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ ΣΕ ΛΗΓΟΥΣΑΣΤΗ ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΙ ΑΠΟ ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ ΣΕ ΛΗΓΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ) ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΙΘΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΣΙΓΜΑ.ΚΑΤΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ ΤΟ ΘΕΩΡΩ ΩΣ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΑΠ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ.
ΓΡΙΒΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από ονομασία χρωμάτων που δόθηκαν από μαλλιά, μάτια ή που δόθηκαν από χαρακτηρισμούς ζώων. Γρίβας είναι το σταχτερό άλογο.
Γύπαρης. απο το Κυπάρισσος-Κύπαρης
ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ. Γεωργακης, Γεωργακάκης , Γεωργακόπουλος , Γεωργαλάς , Γεωργαράκης , Γεωργάς , Γεωργάτος , Γεωργάτσος , Γεωργέλης Γεωργής , Γεωργιάδης , Γεωργιλάς ,Γεωργίου. Ολα τα ανωτερω επωνυμα ανηκουν στην κατηγορια των πατρωνυμικων με αρχικη ριζα το βαπτιστικο ονομα ΓΕΩΡΓΙΟΣ με προσθεση καταληξης αναλογα την περιοχη.ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μεγαλομαρτυραw της εκκλησιας μας απο την Καππαδοκια.Γιορταζει στις 23 Απριλιου .Γεώργιος = ετυλογείται από το επίθετο της αρχαίας γεωργός, -ον (γη+έργον). Προστάτης άγιος της Αγγλίας.
ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Γεώργιος με την κατάληξη –ουσης.
ΓΚΟΝΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το πτηνό γκιώνης.
Γκουραμάνης: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Σύνθετο αποτελούμενο από το γκούρας, το οποίο προέρχεται από τοπωνύμιο (Γκούρα Φθιώτιδας) με παραγωγική κατάληξη –ανης συνήθης στα εθνικά προερχόμενα επώνυμα.
Γραικός, Γραικιώτης: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. α) Το επώνυμο συνήθως δινόταν σε ελληνικές οικογένειες που ήταν εγκαταστημένες σε διαφορετικής εθνότητας πλληθυσμούς. β) Ίσως προέρχεται από την σερβική λέξη greki = έμπορος. Η κατάληξη –ιώτης συνηθίζεται στα εθνικά οικογενειακά ονόματα (Γιαννιώτης, Καβαλιώτης κλπ)Δράκος, .
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό Ιωάννης, Γιάννης, υποκοριστικό Γιαννούλης.
Γιασλας τ yaslan σκυφτός
Γιαταγάνας τ yatcgan γιαταγάνl
Γιατάκης τ yatak στρωμα, κρεβάτι
Γιαχνης τ yahni φαγητό γιαχνί
Γιαχος τ yahu βρε, βρε συ
Γιοβατζιlς τ yuva φωλιά
Γιογκαράκης τ yongar τρίχορδο μουσ. δργανο
Γιογλάρης τ ycilamak κλαίω
Γιόκαρης τ yokari ό αποπάνω
Γιολάσης τ yol δρόμος
Γιολδάσης τ yoldas συνοδοιπόρος
Γιοντζης τ yoncu λεπτουργός
Γιωργαντζης τ yorgancl παπλωματας
Γιοσμας τ yosma κομψός
Γιουβαρλά κης τ yuvarlak γιουβαρελάκια (φαγητό)
Γιουλ τούρης τ yildirim κεραυνός
Γιουμουρτατζης τ yumurtaci αυγουλάς
Γιουνάνης α yunan ‘Έλληνας
Γιουργας τ yorga τριποδισμός, τροκ.
Γιουρντας τ yurdas συμπατριώτη ς
Γιουρούκης τ yuruk νομαδικός λαός
Γιουρτζά κης τ kurkcϋ γουναράς
Γιουρτουμάς τ yurtmak αλητεύω.
Γκαβουνάς τ kavun πεπόνι
Γκάγκαλης τ gaga ράμφος
Γκαζέπης π gazep θυμός, οργή,
Γκαϊτατζης τ gayda ασκαυλος
Γκάϊντες τ kaide βάση, κανόνας
Γκαλπακιώτης τ kalpak φέσι μέ γούνα
Γκάλφας Κάλφας τ kalfa πρωτος τεχνίτης
Γκαμπραλης τ kabran αργοκίνητος
Γκαντρης α kadri αξία, περιοπή
Γκαρίπης α ganp ξένος, φτωχός
Γκεβέζος τ gevezC’ φλύαρος
Γκεβρέκης τ gevrek παξιμάδι
Γκεζερλης τ gezmek τριγυρίζω
Γκερελης τ keler σαύρα 64
Γετίμης : αρ. yetim= ορφανόc
Γιαβάσης : τ yavas= ηπιας, αργός
Γιαβης : π yave= μωρολογία
Γιαβρης : τ yavru =μωρό
Γιαγιας : τ yaya =πεζός, πεζοπόρος
Γιαγκίνας : τ yangin =πυρκαϊά, φωτιά
Γιαγκλίσης : τ yanlis =λάθος
Γιαγλης : τ yagli =λιπαρός
Γιαγμούρης : » βροχή =τ y~mur
Γιαγτζης :» . γραφέας= τ y~cl
Γιαιμανης : τ yaymak= άπλώνω
Γιάκαλης : τ yakali =ό εχων περιλαίμια
Γιακας: τ yaka= περιλαίμια
Γιακας: τ yak =σατανας
Γιαλαμπούκης :τ yalabik =όμορφος
Γιαλάφας : τ yalaf= φλόγα
Γιαλέλης: α yalelli= αραβικό τραγούδι
Γιαλίνης : τ yalin =γυμνός
Γιαμάκης :τ yamak= βοηθός τέχνίτη
Γιαμαλάκης: τ yamali =μπαλωμένος
Γιαμας: τ yama =μπάλωμα
Γιαμούρης : li βροχή =τ y~mur
Γιαμπανας : τ yaban= αγριότοπος
Γιαμπάνης : τ yabaηi= κακότροπος, αγριας
Γιανακλης : τ yanak= μάγουλο
Γιανίρης : τ yanirmak= εχθρεύομαι
Γιανίσης : τ yanlis =λάθος
Γιανουράκος : τ gyaηirmak= εχθρεύομαι
Γιαντζης : li . βουτυρας, λαδας =τ y~Cl
Γιαντίρης : τ yadirmak =ανάβω
Γιαουντης : α yahkdi =ιουδαίος
Γιαουρτζης : τ yogurt= οξύγαλα
Γιαπαλάκης: τ yapalak= μπούφος (πουλί)
Γιαπιτζης : τ yapici =οικοδόμος
Γιαπρακας: τ yaprak= φύλλο
Γιαρένης: τ yaren =φίλος
Γιάρης : τ yari =τό μισό
Γιαρμης : τ yarim =μισός
Γιασεμης : τ yasemin =ϊασμος 63
Γάκης – Γεώργιος
Γούλας – Γεώργιος
Γούσιας – Γεώργιος
Γίτσα – Γεωργία
Γιάτας.Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει (μακρύς)
Γκάζας.Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει (γελαστός)
Γκέρμπεσης.Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει (Γερβάσιος)
Γκίνης.Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια του Κουβαρά και στον Μαραθώνα)
Γκιόλμας.Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει gjoll=λιμνη,ελος
Γκλιάτης .Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει(μακρύς)
Γκολέμης .Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει(λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα)
Γκούμας .Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει(Γιακουμής, Ιάκωβος)
Γκρίτσας.Επωνυμο προερχομενο απο αρβανιτικη λεξη που σημαινει (συχνό στο Μενίδι)
ΓΙΑΚΗΣ, ΓΙΑΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη jak που σημαινει δυνατος.
ΓΟΥΤΣΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την μολδαρική λέξη gutso=άνθρωπος με ψηλό καπέλλο υπάρχει στην Αρκαδία. .
ΓΚΛΑΒΑΝΗΣ, ΓΛΑΒΑΝΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη glavan που σημαινει σπουδαιος, κυριος (glava κεφαλι)
ΓΚΟΛΕΜΗΣ, ΓΟΛΕΜΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη golem που σημαινει μεγαλος.
ΓΚΟΛΕΤΣΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη golec που σημαινει γυμνος, καταγυμνος.
ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη granica που σημαινει συνορα.
ΓΡΕΜΜΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη grm που σημαινει δασακι απο χαμοκλαδα.
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης=Γιάννης=Γιάνναρος=Γιανναράς, Γιαννούλης, Νούλης, Γιαννακάς, Γιαννούσης, Νούσης, Γιωβάννης, Νανούσης, Γιαννούρης.Ιωάννης ο Πρόδρομος ο βαπτιστής: γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ που ανήγγειλε τον ερχομό του Μεσσία, τον οποίο και εβάπτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη τον Αντύπα. Γιορτάζει στις 7 Ιανουαρίου.
Γκιόκας. Από το τουρκικο gök=Ουρανος, Γαλάζιος
Γκορτζής. Από το τουρκικο Gurcu=Γεωργιανός (από τη Γεωργία) και Κουρτζής
ΓΚΙΚΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Άγγελος=Αγγελικώ=Γγελκώ=Γκίκας.Β’ περίπτωση να προέρχεται από την τουρκική λέξη gok=γκιόκας=ουρανός γαλάζιος, εξελληνισμένο σε Γκίκας
ΓΚΟΤΣΙΝΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο πιθανώς από την τουρκική λέξη kos=κριάρι (Γκότσης) με προσθήκη της κατάληξης –ινας.
Γαζέπης, από την αραβική λέξη gazep = οργισμένος, αγανακτισμένος.
Γκότσικας, πιθανόν να είναι παράγωγο του Γκότση, που προέρχεται από την τούρκικη λέξη koc = κριάρι, μεταφορικά ο παλικαράς.
Γρουμπουσιάνης, αυτός που κατάγεται από το Γρούμπουφτσι.

–Δ——————————————————————————

ΔΑΛΕΚΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη dalek που σημαινει μακρινος.
ΔΑΦΝΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το αρχαίο ελληνικό όνομα Δάφνη, η οποία ήταν κόρη του Πηνειού και της Γης, συνοδός της Αρτέμιδας. Όταν κάποτε την κυνήγησε ο Απόλλωνας μεταμορφώθηκε και έγινε το φυτό δάφνη.Δα (επιτακτικό μόριο) + άφνω = ξαφνικά.Είναι μυθικός συμβολισμός της αυγής που εξαφανίζεται με την εμφάνιση του ήλιου.Δάφνις, γιος του Ερμή και μιας σικελής νύφης. Νέος, ωραίος και εξαίρετος μουσικός.
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ: Επώνυμο το οποίο προέρχεται από επάγγελμα και με την κατάληξη –ακης που προσδίδει καταγωγή από Κρήτη.
ΔΑΜΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το αρχαίο βαπτιστικό όνομα Δαμιανός με την κατάληξη –πουλος που προσδιορίζει Πελοπόννησο.Δαμιανός, σοφιστής του 2ου αιώνα μ.Χ. από την Έφεσσο.
Δελδημος. Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο απο το Δελης = Ντελης = τουρκικο deli = τρελος, παλικαρας και το βαπτιστικο ονομα Δημος, Δημοσθενης
ΔΕΡΒΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη drvo που σημαινει δεντρο.
ΔΕΤΣΙΚΟΣ, ΝΤΕΤΣΙΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη decko που σημαινει παιδακι.
ΔΟΥΣΚΟΣ:Επωνυμο το οποιο ειναι χαιδευτικο του Δουσαν ( dusa ειναι η ψυχη).Δεγαητας .Από την Ιταλική πόλη GAETA. Η Gaeta ήταν αρχαία Ιωνική αποικία των Σαμίων. Ο Στράβωνας εθεώρησε οτι το όνομα προήλθε από το ελληνικο ΚΑΙΕΤΟΣ , το οποίο σημαίνει «σπηλιά», σχισμη εδαφους, χαραδρα (απο εδω και ο καιάδας της Σπάρτης). Πιθανώς αναφερόμενος σε γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Ο Όμηρος μιλάει [Οδυσ.Δ1] για την «καιατόεσσαν Λακεδαίμονα
Δελής,Επωνυμο που προερχεται από την τούρκικη λέξη deli = τρελός, ανόητος. Μερικές φορές όμως σημαίνει και παλικαράς.
ΔΕΦΤΕΡΑΙΟΣ: Βυζαντινό επώνυμο που κατατάσσεται στα επαγγελματικά. Προέρχεται από το δευτερέος ο οποίος είναι ο μετά τον μεγάλο αρχιδιάκονο.Υπάρχει στην Ιθάκη.Δευτεραίος πατριαρχικό Οφίκιο
ΔΗΜΑΣ: Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομαΔημήτριος=Δημητρός=Δήμος=Δήμας (Πρέβεζα)=Δημητρόπουλος, Δημητροκάλης (Νάξος), Δημητραλάς (Νάξος), Δημητρούλιας, Δημόπουλος, Δημότσης, Δημούλης, Δημουλίτσας, Δημητρίου, Δημητριάδης, Δημητράκος, Δημητρακόπουλος.Δημήτριος= Αρχαίο ελληνικό όνομα με πιο γνωστό τον περίφημο στρατηγό πολιορκητή, γιο του Αντιγόνου, όπου κατέλαβε δυο φορές την Αθήνα.Δήμητρα = απ’ τις αρχαιοελληνικές λέξεις δη (γη) + μήτηρ (μητέρα της γης)Δημήτριος = αυτός που ανήκει, ο αφιερωμένος στη θεά ΔήμητραΆγιος Δημήτριος ο μεγαλομάρτυρας. Πολιούχος της Θεσσαλονίκης. Γιορτάζει στις 26 Οκτωβρίου.
ΔΗΜΟΥΛΑΣ , ΔΗΜΑΣ: Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Δημήτριος=Δημητρός=Δήμος=Δήμας (Πρέβεζα)=Δημητρόπουλος, Δημητροκάλης (Νάξος), Δημητραλάς (Νάξος), Δημητρούλιας, Δημόπουλος, Δημότσης, Δημούλης, Δημουλίτσας, Δημητρίου, Δημητριάδης, Δημητράκος, Δημητρακόπουλος.Δημήτριος= Αρχαίο ελληνικό όνομα με πιο γνωστό τον περίφημο στρατηγό πολιορκητή, γιο του Αντιγόνου, όπου κατέλαβε δυο φορές την Αθήνα.Δήμητρα = απ’ τις αρχαιοελληνικές λέξεις δη (γη) + μήτηρ (μητέρα της γης)Δημήτριος = αυτός που ανήκει, ο αφιερωμένος στη θεά ΔήμητραΆγιος Δημήτριος ο μεγαλομάρτυρας. Πολιούχος της Θεσσαλονίκης
Δελημανώλης, σύνθετο όνομα από το τουρκικό πρόθεμα deli = τρελός + το βαφτιστικό όνομα Μανώλης. Αρκετές φορές όμως με τη λέξη deli εννοούμε και τον παλικαρά.Δραγάνογλου, από την τουρκική λέξη dragan = θεριστής και την κατάληξη -oĝlu = γιος.
ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ. Σύνθετο επώνυμο. Προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Διαμαντης=Διαμαντι=πολύτιμη πέτρα με την τοποθέτηση της υποκοριστικής κατάληξης –ιδης που προσδιοριζει και την ποντιακη καταγωγη του. Ανήκει στα προερχόμενα ονόματα από την περιβάλλουσα φύση, πολύτιμοι λίθοι, μέταλλα όπως μάλαμα=Μάλαμας, σμαράγδι=Σμαραγδής, Χρυσός, κλπ.
ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ . Σύνθετο επώνυμο. Προέρχεται από το βαπτιστικό όνομαΔιαμαντης=Διαμαντι=πολύτιμη πέτρα με την τοποθέτηση της υποκοριστικής κατάληξης –πουλου που προσδιοριζει και την πελοποννησιακη καταγωγη του. Ανήκει στα προερχόμενα ονόματα από την περιβάλλουσα φύση, πολύτιμοι λίθοι, μέταλλα όπως μάλαμα=Μάλαμας, σμαράγδι=Σμαραγδής, Χρυσός, κλπ
ΔΙΚΟΣ. τούρκικο DIK απότομος τραχύς, πεισματάρης.
Διπλοδάκτυλος: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο εκφράζει μια σωματική ιδιότητα.
ΔΟΥΡΟΣ: Επώνυμο που κατατάσσεται στα ξενικά και προέρχεται από το ιταλικό duro = αλύγιστος, επώνυμο όμως που μπορεί να προέρχεται και από το τουρκικό dur = μακρινός.Μεγάλο ρόλο παίζει η καταγωγή για την ονομασία.
Δουρούκης, παράγωγο της ιταλικής λέξης duro (δούρος, ντούρος) = ο σκληρός, ο αλύγιστος. Λιγότερο πιθανό να είναι από την τουρκική λέξη duruk = η στάση.
Δράκας, παρατσούκλι που δηλώνει την ποσότητα που μπορεί να κρατήσει κάποιος στη χούφτα του
ΔΡΑΚΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από αρχαίο ελληνικό όνομα Δράκων, περίφημος Αθηναίος νομοθέτης.Προερχομενο από το ουσιαστικό δράκων=μεγάλο φίδι ή από το ρήμα δέρκομαι (αντιλαμβάνομαι)=οξυδερκής.
Δράκουλας, Δρακουλάκης: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι από ιδιότητες ανθρώπων από τον δράκο, τον ισχυρό, τον ανδρείο.

–Ε——————————————————————————

Εβερτ, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Το επώνυμο προέρχεται από εκείνους τους Βαυαρούς που ακολούθησαν τον Οθωνα και αποτέλεσαν τα πρώτα στελέχη της κρατικής μηχανής. Αφομοιώθηκαν χωρίς δυσκολίες. Οι απόγονοί τους σχημάτισαν και οικισμό, το Ηράκλειο Αττικής.Το Εβερτ είναι ευρέως διαδεδομένο ανθρωπωνύμιο σε όλη τη Γερμανία και τις γερμανόφωνες περιοχές με τις μορφές Ebbert, Ebert, Ewert, Ebart, Eppart.Ξεκινάει ως προσηγορικό (κοινό) ουσιαστικό της αρχαίας γερμανικής γλώσσας με την μορφή ebour και τη σημασία του κάπρου, του αγριόχοιρου. Στο Μεσαίωνα παίρνει και την μορφή eber και παράλληλα με την κύρια σημασία είχε και την υποδήλωση του άρχοντα, του ηγέτη, του πρίγκιπα, προφανώς γιατί η μαχητικότητα και ορμητικότητα του κάπρου ήταν ιδιότητες που ζήλευαν οι παλιοί Γερμανοί ηγεμόνες..
-ΕΛΗΣ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΥΤΙΛΙΝΗ,ΑΙΒΑΛΙ,ΛΗΜΝΟ,ΕΒΡΟ,ΕΔΕΣΣΑ
Ευγενίδης: Επώνυμο προερχόμενο από το ευγενής ή από το βαπτιστικό όνομα Ευγένιος, Ευγενικός. Με την κατάληξη –ιδης που προσδιορίζει Πόντο.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ: Η ετυμολογια του ειναι -Ευ=καλός + θυμός=διάθεση=εύθυμος χαρακτήρας=προικισμένος με καλή διάθεση.Προέρχεται από το αρχαίο όνομα Ευθύμιος.Κατατάσσεται στα ονόματα που προέρχονται από βάση σωματικών ή ψυχικών ιδιοτήτων (γλυκύς=γλυκιά, αγαθός=αγαθή).Ευθύμιος όμομα επτά αγίων της ορθόδοξης εκκλησίας.Γιορτάζουν στις 20 Ιανουαρίου.Ευθυμία ονομαζόταν μια από τις μαινάδες που κρατούσε αναμμένη δάδα στο αριστερό της χέρι και κύμβαλο στο δεξί.
Ο αρχαίος Εύθυμος είναι γιος του ποτάμιου θεού Κικίνου ή του Αστυκλή από τους Λοκρούς της Ιταλίας και περίφημος αθλητής στην εποχή των περσικών πολέμων.
ΕΠΑΡΧΟΣ: Επώνυμο βυζαντινό που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων με αξιωμα,ήταν ο προϊστάμενος των συντεχνιών (συνεταιρισμών, σωματείων)
ΕΞΑΡΧΟΣ: Επώνυμο βυζαντινό που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων με αξιωμα.
Ευσταθιάδης, γιος ή απόγονος του Ευσταθίου
ΕΥΣΤΑΘΟΓΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ευστάθιος με την κατάληξη –ογλου που προσδιορίζει ανατολή. Άλλα παρόμοια επώνυμα: Ευσταθίου, Ευσταθιάδης, Ευσταθόπουλος, Σταθόπουλος, Σταθακόπουλος, Σταθάτος, Σταθάς, Σταθάκης, Σταθακάρης.

–Ζ——————————————————————————

Ζαγανιάρης. καχεκτικός, αρρωστημένος, λαγωνικό (Κρήτη), ζάγανος ειδ. πουλιού του κυνηγιού.
Ζαβιτσάνος, αυτός που κατάγεται από το χωριό Ζάβιτσα (το σημερινό Αρχοντοχώρι)Ζαρκαδούλας, χαϊδευτικό της λέξης ζαρκάδι
ΖΑΡΙΦΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την αραβική λέξη zarif=χαριτωμένος, κομψός, λεπτός, ευτράπελος.
Ζούλας, από το ρήμα ζουλώ, που σημαίνει συνθλίβω, συμπιέζω. Μεταφορικά σημαίνει άνθρωπο δυνατό που μπορεί να συνθλίψει
Ζεππος, Τζεπος, Τζουζεπος. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια των πατρωνυμικων προερχομενο απο το ξενο και ιταλικο βαπτηστικο ονομα Giuseppe (Ιωσηφ).
Ζήλιας. ζίλιο, το μέρος του ζώου ανάμεσα στην κοιλιά και τα πίσω πόδια (και από τη ζήλια)Ζούζουλας. ζουζούλι, ζωύφιο
Ζυμπρακάκης. ζύμπραγος από ένα αρχαίο συμπραγής, σημερινό κρητικό συμπραγός δίδυμος. Υπάρχει άλλωστε και το όνομα Μπραγός.
Ζωχιός. ζόχος, ζοχιός, τσόχος άγριο χόρτο, ο αρχαίος σόγχος
ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ . ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΔΗΛΩΣΕΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΑΧΑΡΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΑΚΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ Η ΤΗΝ ΛΑΚΩΝΙΑΕΠΩΝΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑ.ΖΑΧΑΡΗΣ,ΖΑΧΑΡΩ,ΖΑΧΑΡΙΑΣ ,ΖΑΧΟΣ.ΟΜΟΕΙΔΗ ΕΠΩΝΥΜΑ ΚΑΦΕΣ,ΞΥΔΗΣ, ΞΥΔΑΚΗΣ,ΠΑΣΤΟΣ,ΣΑΛΑΤΑΣ.
ΖΑΪΜΗΣ. το ζαϊμης τουρκικο ZAIM τιμαριούχος, τίτλος τιμητικός, επωνυμία για ολόκληρη τάξη.
ΖΑΜΠΑΣ:Επωνμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη zaba που σημαινει βατραχος.
ΖΑΡΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη zar που σημαινει αναμμενο καρβουνο.
ΖΔΡΑΛΛΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο την σλαβικη λεξη zdral που σημαινει γερανος (πουλι).
ΖΕΛΙΩΤΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη selje που σηαινει λαχανο.
ΖΙΤΣΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη zica που σημαινει συρμα.
ΖΛΑΤΑΝΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη zlatan που σημαινει μαλαματενιος (zlato χρυσαφι).
ΖΟΛΩΤΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη ρωσσικη λεξη zoloto που σημαινει χρυσαφι.
ΖΟΡΜΠΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη zorba=ταραξίας, σφετεριστής, εκβιαστής, οπλοφόρος σε άτακτο στρατιωτικό σώμα. «Μην πας κουρσάρος και ζορμπάς μην πας να γδύνεις τ΄αρφανά» δημοτικό μοιρολόι.
ΖΩΡΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη zora που σημαινει αυγη (Αυγερης, Αυγερινος) αλλα και απο το zor που σημαινει ζορι.
ΖΑΦΕΙΡΟΥΛΗΣ: Σύνθετο επώνυμο. Προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Ζαφείρης=ζαφείρι=πολύτιμη πέτρα με την τοποθέτηση της υποκοριστικής κατάληξης –ούλης.Ανήκει στα προερχόμενα ονόματα από την περιβάλλουσα φύση, πολύτιμοι λίθοι, μέταλλα όπως διαμάντι=Διαμαντής, μάλαμα=Μάλαμας, σμαράγδι=Σμαραγδής, Χρυσός, ασήμι=Ασημής, Ασημίνα, κλπ.
Ζαφείριος = από την αρχαία λέξη σάπφειρος, ένας πολύτιμος λίθος με χρώμα βαθύ γαλάζιο (το ζαφείρι)
Ζαφείρω – Σαπφειρίνη
Ζήκος – Ζώσιμος
Ζήσης – Ζώσιμος
Ζώτος – Ζώσιμος
Ζούλας – Κυριαζής
Ζήσης: Επωνυμο προερχομενο από το ομώνυμο ευχετικό βαφτιστικo να ζηση.τοεπωνυμο επικρατει στην Ηπειρο
Ζίγκας.Επωνυμο ξενικο που πιθανόν να προέρχεται από τη σλαβική λέξη zigkior, που σημαίνει ο γκρινιάρης.
Ζορμπάς. Από το [Τουρκ 415] zorba=βίαιαος, επαναστάτης, αντάρτης και Ζορμπάνος

–Η——————————————————————————

ΗΛΙΑΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το 1) βαπτιστικό όνομα Ηλίας με την κατάληξη –αδης.Ηλίας: όνομα εκ της Παλαιάς Διαθήκης, προφήτης του Ισραήλ «ο άγιος ο εφ άρματος αναληφθείς εις τους ουρανούς ίσως πρόκειται και για παρετυμολογία προς το ήλιος. 2) Ηλιάς: μία από τις επτά κόρες του ήλιου. Άλλα παρόμοια επώνυμα: Ηλιάκος, Λιάκος.
Ηλίου: Επώνυμο α) από το οποίο στηρίζεται στα αρχαία ελληνικά πρότυπα βασιζόμενα στα γεωγραφικά ονόματα Ήλειος, Θεσσαλός, Λυδός β) πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ηλίας.

–Θ —————————————————————————–

Θανάκος, υποκοριστικό του βαφτιστικού ονόματος Αθανάσιος (Θανάσης).
Θεοδωρακάκης, γιος ή απόγονος του Θεοδωράκη. Στα επίθετα η κατάληξη –άκης δεν είναι υποκοριστική αλλά πατρωνυμική (δηλώνει δηλαδή τον απόγονο).
Θάνος .Επωνυμο πατρωνυμικο προερχομενο απο το βαπτιστικο ονομα Αθανάσιος.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ:Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από το αρχαίο ελληνικό βαπτιστικό όνομα Θεοδόσιος. Θεοδόσιος ο Μέγας, γιος του στρατηγού Βαλεντιανού Θεοδοσίου. Ανακηρύχτηκε Αύγουστος το 379 του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους.Θεοδόσιος, μαθηματικός από τη Βιθυνία, συγγραφέας τω σφαιρικώ.Θεός+δίδωμι=δοσμένος στον θεό.
Θεοδωρακάκης, Θεοδωράκης, Θεοδωρακόπουλος, Θεοδωράτος, Θεοδωρίδης, Θεοδωρίκος, Θεοδώρου: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Θεόδωρος.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από αρχαιοελληνικό παρατσούκλι, όνομα. Θεόφιλος = Αθηναίος άρχοντας κατά την Ιόβη Ολυμπιάδα=θεός+φίλος= αγαπητός στον θεό.
ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Επώνυμο σύνθετο εκ του βαπτιστικού ονόματος αποτελούμενο από τη λέξη θεός + χάρις =η χάρις του θεού. Αρκετές φορές εδίδετο το όνομα αυτό μετά τον θάνατο προηγούμενου τέκνου στο νέο.Άλλα επίθετα: Θεοχαράκης, Χαράκης, Χάρης

–Ι——————————————————————————-

ΙΛΑΝΤΖΗΣ, ΙΛΑΝΤΖΟΓΛΟΥ:Προερχόμενο από την τουρκική λέξη ILAN=δήλωση, διαφήμιση, με την προσθήκη της νεοελληνικής κατάληξης –ης που συνήθως έχουν τα επώνυμα με τουρκική ρίζα.
ΙΣΑΔΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το αρχαίο επίθετο ίσος=δίκαιος. Ισαίος, ο περήφημος Αθηναίος ρήτορας, δάσκαλος του Δημοσθένη. Το επώνυμο απαντάται στην Σπάρτη.
ΙΤΣΙΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο έχει σχέση προέλευσης από τα λουλούδια. Ίτσιος=μενεξές.

–Κ——————————————————————————

ΚΑΒΟΥΡΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι κάβουρας=καρκίνος. Αρχαιοελληνικό Κάβειροι=γιοι του Ηφαίστου και της Κάβειρας, πελασγικές θεότητες της Λήμνου και της Σαμοθράκης, κοντόσωμοι με ογκώδεις φαλλούς=κάβουρες
ΚΑΖΑΚΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το αρβανίτικο καζάζ = μεταξέμπορος.Επισης υπαρχει και η ριζα απο το τουρκικο kazak=κοζακος η οποια και εχει περισσοτερες πιθανοτητες.
Καίρης. Επωνυμο προερχομενο απο το παρατσουκλι καιρης= φιλάργυρος.
ΚΑΡΚΑΝΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη karkas=σκελετός
ΚΙΟΥΣΗΣ, ΚΙΟΥΣΟΓΛΟΥ, ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kus=θυμός
Κακουλίδης. Επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι,τουλάχιστο το ποντιακό από το Κυπριακός-Κάκος ή και από το τούρκικο kakul.
Καλαγκάς.Επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι ίσως απο το Καλαγκαθάς, καλαγκάθι ή παρωνυχίδα
ΚΑΜΜΕΝΟΣ, ΚΑΜΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kamen που σημαινει λιθος-πετρα.
Καντζούκης, Καντζιάς, Καντζέλης, Καντζίδης, Καντζόγλου: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kanca = γάντζος
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη καρα=μαύρος και το βαπτιστικό όνομα Αντώνης.
ΚΑΡΥΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο έχει σχέση με τους φυτικούς καρπούς. Το επώνυμο βρίσκεται στην Τρίπολη Αρκαδίας από τον 17ο αιώνα. Πιθανή καταγωγή από Παξούς ή Θεσσαλονίκη ή Θεσσαλία. Επίσης συναντάται στα Επτάνησα, Κύπρο, Κύθηρα.
ΚΟΝΤΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο οφείλεται σε σωματική ιδιότητα του ατόμου χαμηλός, κοντός, όχι ψηλός.
Καρβελης. Επωνυμο επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι που εχει σχεση με φαγωσιμα δηλαδη το κουλουρι. Αλλα παρομοια Κ ουλουρας, Καφες, Λαγανας, Μακαρονης, Ξυδης, Παξιμαδης.
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, ΚΑΒΒΑΔΑΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των επαγγελματικών που έχει σχέση με ρουχισμό. Προέρχεται από το καβάδι (βλ. Φουρίκης. Λεξ.Αρχ. 6, 1923, σ. 363α)
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑΤΗ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που προέρχεται από τον βραδυνό χαιρετισμό καλησπέρα. Συναντάται στην Κέρκυρα.
ΚΟΡΟΓΙΑΝΝΟΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη kurus=γρόσι και το βαπτιστικό όνομα Γιάννος, Ιωάννης. Συναντάται στη Βοιωτία.
ΚΥΡΙΤΣΗΣ: Επώνυμο βυζαντινό προερχόμενο από τίτλο τιμής στην Κωνσταντινούπολη σε ευγενείς και σημαντικούς βυζαντινούς. Το επώνυμο συναντάται στα Ιωάννινα, νότια Αλβανία, Καρπενήσι (Φουρνά).
ΚΑΣΙΔΗΣ, ΚΑΣΙΔΟΚΩΣΤΑΣ, ΚΑΣΙΔΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kas=φρύδι.
ΚΙΣΣΑΣ, ΚΙΣΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΕΣΙΟΓΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από την περσική λέξη kesis=καλόγερος, παπάς, χριστιανός.
ΚΑΤΗΣ, ΚΑΤΙΔΗΣ, ΚΑΤΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kati=κατηγορηματικός ή πλήρης, πολύς ή σκληρός, τραχύς. Το επώνυμο απαντάται στο Κιλκίς προερχόμενο από το Αϊβαλί ανατολικής Θράκης.
ΚΑΪΛΑΝΗΣ, Καϊλίδης, Καϊλόγλου, Καΐλας, Καΐλης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kail=ομιλητής, λογάς, με την ελληνοποίηση προστίθεται και η κατάληξη –ανης. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Ο καταγόμενος από την Καλαμάτα.
ΚΑΛΙΝΤΕΡΗΣ, ΚΑΛΕΝΤΕΡΗΣ, ΚΑΛΙΝΔΕΡΗΣ, ΚΑΛΕΝΔΕΡΟΓΛΟΥ, ΚΑΛΙΝΤΕΡΙΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kalender=τυχοδιώκτης, μποέμ.
ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΣ: Επώνυμο το οποιο παρουσιαζεται κατα την τουρκοκρατια,σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη kara=μαύρος και τη λέξη γκουν, γκουνα=κατεργασμένο δέρμα ζώου ή την λέξη γιούναν=Έλληνας. Επί τουρκοκρατίας το γούνινο πανωφόρι ήταν ενδεικτικό χαρακτηριστικό της υψηλής κοινωνίας. Καραγκούνης είναι ο κάτοικος του κάμπου της Θεσσαλλίας.Δεν απουσιάζουν βέβαια και άλλες ερμηνευτικές προσπάθειες, λιγότερο ή περισσότερο βάσιμες που σχετίζονται με το Ελληνικό κάρα (κεφαλή) + το ρήμα κουνώ και ούτε λείπουν παραδόσεις και θρύλοι που φτάνουν μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Συναντάται και στην Ίμβρο.
ΚΙΟΥΡΗΣ: Επωνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ξενικών προερχόμενο από το γαλλικο επωνυμο Κιουρι.Πιο γνωστος ο Πιερ Κιουρι και η γυναικα του μανταμ Μαρια Κιουριπου ανεκαλυψε το στοιχειο του ραδιου [ραδιενεργεια].
ΚΑΛΤΖΗΣ, Καλαϊτζής: Επώνυμο προερχόμενο από σύντμηση της τουρκικής λέξης kalayci=γανωτζής.
ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από τη λέξη καρα=μαύρος, μελαχροινός και το βαπτιστικό όνομα Δημήτρης.
Κόλιας: Επώνυμο αρβανίτικης καταγωγής προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Νικόλαος, Νικόλας.
Καλαντζής, από την τουρκική λέξη kalayci = ο γανωματής
Καραπιπέρης, σύνθετη λέξη από το kara (τούρκικη λέξη που σημαίνει μαύρος) + πιπέρι, (το μαυροπίπερο)
Καρφής, από τη λέξη καρφί, το μεταλλικό ή ξύλινο μυτερό αντικείμενο
Καταπόδης, πιθανόν να προέρχεται από το επίρρημα καταπόδι (κατά πόδας) = ακολουθώ κάποιον από κοντά
Κατσάνος, από την τουρκική λέξη kacan = εκείνος που φεύγει, ο φυγάς
Κατσαρομήτσος, σύνθετο όνομα από το Κατσαρός (σγουρός) + Μήτσος (υποκοριστικό του Δημήτρης)
Κλαδευτήρας, από το κλαδευτήρι = το κοφτερό όργανο που χρησιμοποιούμε για να κλαδέψουμε
Κόκκαλης, παρατσούκλι που προέρχεται από τη λέξη κόκαλο
Κονιδάρης, αυτός που έχει κόνιδες (αβγά της ψείρας)
Κορκολιός, από τη λέξη κόρκος = αλλιώς ο κρόκος του αβγού
Κοτσάνης, παρατσούκλι από τη λέξη κοτσάνι, μέρος του φύλλου
Κουνάδης, από τη λέξη κουνάδι ή κουνάβι (kuna, σλάβικη λέξη ) = η νυφίτσα
Κουνιάκης, από τη λέξη κούνια = μικρό κρεβατάκι παιδιού
Κουντούρης, υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες: α)από την τουρκική λέξη kundura = χαμηλά γυναικεία παπούτσια. β) κοντή ουρά
Κουτσολάμπρος, σύνθετο όνομα από το Κουτσός + Λάμπρος
ΚΑΡΛΗΣ, ΚΑΡΛΑΚΗΣ, ΚΑΡΛΟΓΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη karli=χιονισμένος. Συναντάται στη Μεσσηνία.
ΚΟΥΜΠΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από α) παρατσούκλι που προέρχεται από το ντυσιμο, κουμπί [το πιθανότερο]
β) από την τουρκική λέξη kubbe=θόλος, κύρτωμα
Κρικρής, πιθανόν να έχει σχέση με το κρι-κρί, το αγριοκάτσικο που συναντάμε κυρίως στα βουνά της Κρήτης
Κυριάκος, από το κύριο όνομα Κυριάκος
Καρακωστας. Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο απο την τουρκικη λεξη kara = μαυρος, μελαχρινος και το βαπτιστικο ονομα Κωστας.
Καρακάσης, Καρακασόγλου, Καρακασίδης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη karakas=μαυροφρύδης.
Καραπιπέρης, σύνθετη λέξη από το kara (τούρκικη λέξη που σημαίνει μαύρος) + πιπέρι, (το μαυροπίπερο)
Καρφής, από τη λέξη καρφί, το μεταλλικό ή ξύλινο μυτερό αντικείμενο
Καταπόδης, πιθανόν να προέρχεται από το επίρρημα καταπόδι (κατά πόδας) = ακολουθώ κάποιον από κοντά
Κατσάνος, από την τουρκική λέξη kacan = εκείνος που φεύγει, ο φυγάς
Κατσαρομήτσος, σύνθετο όνομα από το Κατσαρός (σγουρός) + Μήτσος (υποκοριστικό του Δημήτρης)
Κλαδευτήρας, από το κλαδευτήρι = το κοφτερό όργανο που χρησιμοποιούμε για να κλαδέψουμε
Κόκκαλης, παρατσούκλι που προέρχεται από τη λέξη κόκαλο
Κονιδάρης, αυτός που έχει κόνιδες (αβγά της ψείρας)
Κορκολιός, από τη λέξη κόρκος = αλλιώς ο κρόκος του αβγού
Κοτσάνης, παρατσούκλι από τη λέξη κοτσάνι, μέρος του φύλλου
Κουνάδης, από τη λέξη κουνάδι ή κουνάβι (kuna, σλάβικη λέξη ) = η νυφίτσα
Κουνιάκης, από τη λέξη κούνια = μικρό κρεβατάκι παιδιού
Κουντούρης, υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες: α)από την τουρκική λέξη kundura = χαμηλά γυναικεία παπούτσια. β) κοντή ουρά
ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ, ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ, ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι. Κουρκούλω=κυλιέμαι. Κουρκούλας ονομάζεται σε ορισμένες συνθηματικές γλώσσες ο παπάς.
ΚΟΥΦΗΣ, ΚΟΥΦΟΣ: Επώνυμο από παρατσούκλι που έχει σχέση με σωματική ιδιότητα του ατόμου που δεν ακούει καλά ή καθόλου
Καλούσια – Καλή
Κασσιούλα – Κασσιανή
Κέντρος – Ανδρέας
Κήκω – Αγγελική
Κολούσης – Νικόλαος
Κολιός – Νικόλαος
Κούλα – Βασιλική
Κύρκος – Κυριάκος
Κουτσολάμπρος, σύνθετο όνομα από το Κουτσός + Λάμπρος
Κρικρής, πιθανόν να έχει σχέση με το κρι-κρί, το αγριοκάτσικο που συναντάμε κυρίως στα βουνά της Κρήτης
Καραλής: Επώνυμο προερχόμενο 1) από το σλάβικο κράλης=τίτλος βασιλιά. Συνηθίζεται στην Μυτιλήνη.2) Από το καρα αλής = ο ναύαρχος των Τούρκων στην καταστροφή της Χίου.
Κούτσικος, Κουτσούκης, Κουτσούκος, Κουτσουκάκης, Κουτσουκέλης, Κουτσουκίδης, Κουτσούκουγλου, Κιουτσούκης. Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kucuk = μικρός.
Καρακούσης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη karakus=αετός
Καρεντζός, Καρεζός, Καρέζης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη garaz=μισός. Καψαλης. Επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι προερχομενο απο το καψαλο, καψαλος = το χρωμα των ημικαμμενων ξυλων.
Κουρτζης. Επωνυμο το οποιο προερχεται απο τη τουρκικη λεξη kurt = λυκος/σκουληκι με την συνηθισμενη καταληξη –τζης.
Κυραννας. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια των μητρονυμικων. Της κυρα Αννας = Κυραννας
Κεραμίδας:Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα αντί Κεραμιδάς, ό κεραμοποιός
Καλαντζής: Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα ό κασσιτερωτής.
ΚΑΝΤΖΙΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kandzia που σηαινει το νυχι του γερανου.
ΚΑΤΣΑΡΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kacar που σημαινει καδοποιος-βαρελοποιος.
KAΛΑΜΟΥΓΚΑΝΑΣ. Επωνυμο προερχομενο από το καλαμουγκάνι (καλάμι-canna), το καλάμι όπου τυλίγεται το νήμα.
ΚΑΛΙΚΟΥΝΗΣ. Επωνυμο προερχομενο καλκούνι (Κύθηρα) η τάπα του βαρελιου.
ΚΑΛΙΤΣΟΥΝΑΚΙΣ.Επωνυμο προερχομενο καλιτσούνι ειδ. τυρόπιτας, Κρήτη. αλλού γλυκίσματα.
ΚΑΝΑΒΟΣ. Επωνυμο προερχομενο καναβή ειδ. αγριόπαπιας, μα και ξύλινος σκελετός για το πρόπλασμα του τεχνίτη από κερί ή από πηλό.
ΚΑΝΟΥΤΟΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κανούτος= λύκος
ΚΑΠΕΡΩΝΗΣ. Επωνυμο προερχομενο καπερόνα ειδ. κάπας.
ΚΑΡΤΣΟΝΑΚΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο τηνλεξη καρτσόνι, κάλτσα μάλλινη
ΚΑΣΤΟΡΧΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη καστόρχι, ύφασμα.
ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΣ. Επωνυμο προερχομενο απο τηνλεξη κατραμωμένος (βενετς. μετοχη), κατράμι, η πίσσα που αλείβουν τα πλοία.
Καζακωνη, Καζακος, Καζακιδης, Καζακοπουλος. Επωνυμο προερχομενο απο την τουρκικη λεξη καζακ=κοζακος
Καλκανης, Καλκανιδης, Καλκατζης, Καλκατζακος. Επωνυμο προερχομενο απο τη τουρκικη λεξη kalkan=ασπιδα
Κουλουρης, Κουλουρας, Κουλουριας. Επωνυμο επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι που εχει σχεση με φαγωσιμα δηλαδη το κουλουρι. Αλλα παρομοια Καρβελης, Καφες, Λαγανας, Μακαρονης, Ξυδης, Παξιμαδης.
Κουρης. Επωνυμο πρερχομενο απο την τουρκικη λεξη kuru=ξερος
ΚΟΘΡΗΣ ΚΟΘΟΡΝΟΣ.Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κόθρος, κοθρί, κόθρα, κομμάτι ψωμί, πίτα, κοσκινόγυρος, λαιμαριά ξύλινη για τα γιδοπρόβατα, απομεινάρι ψωμιού στο τραπέζι. κοθρής ζητιάνος από το κόθουρος (Μακεδ) κόθουρνος (Θράκη)
ΚΟΡΦΙΤΗΣ (Χαλκιδική).Επωνυμο προερχομενο όπως λένε και τα τελευταία καρπούζια, που βγαίνουν στην κορυφή της καρπουζιάς, πριν να ξεραθεί
ΚΟΥΛΟΥΚΟΥΝΤΗΣ. Επωνυμο προερχομενο ίσως όπως και το Κολοκοτρώνης, με β’ συνθετικό το κοντός.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κουρκουλώ κυλιούμαι (κούρκουλας ονομάζεται σε μερικές γνώσεις ο παπάς).
ΚΟΥΡΚΟΥΜΕΛΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κούρκουμα, ανακούρκουδα.
ΚΟΥΣΚΟΥΡΑΣ ΚΟΥΣΚΟΥΡΗΣ. Επωνυμο προερχομενο σημαίνει το κούσκουρας κατά τόπους φλύαρος, πετρωδικός τόπος, αργιλότοπος.
ΚΟΥΤΣΟΒΑΣΙΛΗΣ: Επώνυμο που ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών σύνθετο αποτελούμενο από τις λέξεις κουτσός + το βαπτιστικό όνομα Βασίλης.
ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο τηνλεξη κουτρουλής, κούτρουλος, φαλακρός, κασίδης ή και ξουρισμένος σύρριζα.
ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κουρμούλι κορμός δέντρου, χαμόδεντρου.
ΚΟΒΑΝΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kovan που σημαινει σφυριλατημενος. ΚΟΥΓΙΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kuja που σημαινει πεταλωτης
ΚΟΥΣΤΟΥΡΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kostur που σημαινει σκελετος.
Κουσιόρας: αντί Κουσιοράς. Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα αυτος που κατασκευάζει κουσιoρες. Ή κουσιόρα=πρωτόγονη κυψέλη. (Κουσιόρι=κοφίνι).
ΚΡΑΛΙΔΗΣ:Επωνυμο πρερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kral που σημαινει βασιλιας.
ΚΡΕΣΤΟΣ, ΚΡΕΣΤΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη krst που σημαινει σταυρος.
ΚΡΙΜΠΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη grb που σημαινει καμπουρα.
ΚΑΤΕΡΙΝΙΤΣΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΚΑΤΙΝΑΣ.ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΚΑΤΙΝΑ
Καραμανλής. είναι καταγόμενος από την Καραμανία, περιοχή της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, που ορίζεται από τις πόλεις Κόνια (Ικόνιο) Ακσεχίρ (Φιλομήλιον), Νιτζ (Νίγδη), Ερεγκλί (Ηράκλειο) και Ερμενέκ.Εδώ ένας Σελτζούκος Τούρκος ο Καραμάν Μπέη το 1243 μετά τη διάλυση του κράτους των Σελτζούκων και μισό αιώνα πριν από την εμφάνιση των οθωμανών Τούρκων ίδρυσε με πρωτεύουσα το Ικόνιο, ένα κρατίδιο το οποίο διαλύθηκε στα χρόνια των διαδόχων του.Αυτού το όνομα περιέχει το τοπωνύμιο Καραμανία.Το εμιράτο αυτό γρήγορα επεκτάθηκε βόρεια στην Καππαδοκία και νότια ως τη Μάκρη, Αττάλεια, Μερσίνη, Ταρσό και Αλεξανδρέτα.Εδώ υπήρχε από τους ελληνιστικούς χρόνους ένας ακμαίος Ελληνισμός, τη ζωτικότητα του οποίου έχουν εκφράσει οι Τρεις Ιεράρχες και μια θαυμάσια βυζαντινή τέχνη. Τον θέρισε όμως ψυχικά το φάσγανο του Ισλάμ και τον αφάνισε γλωσσικά το γιαταγάνι του Τούρκου.Ετσι οι περισσότεροι έγιναν μουσουλμάνοι και τουρκόφωνοι. Οσοι γλύτωσαν διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Πρώτα είναι αυτοί που έμειναν χριστιανοί και ελληνόφωνοι. Η καππαδοκική διάλεκτος είναι κατάλοιπο του γλωσσικού τους οργάνου. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που έμειναν χριστιανοί, αλλά έχασαν την ελληνική γλώσσα και έγιναν τουρκόφωνοι.
Αυτούς μόνο η ορθόδοξη εκκλησία έσωσε από την εθνική απώλεια.Οι Καραμανλήδες σχεδόν μονοπωλούν την κατηγορία αυτή.Ευφυείς και δραστήριοι οι Καραμανλήδες βρίσκουν τρόπο να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχουν ως τουρκόφωνοι να επικοινωνούν με την πίστη του Χριστού. Μεταφράζουν τα ιερά βιβλία της εκκλησίας στην τουρκική και το σπουδαιότερο, για το οποίο η ιστορία τους απένειμε τον τίτλο του πρωτοπόρου, χρησιμοποιώντας όχι το αραβικό αλφάβητο, αλλά το ελληνικό. Δεν ξεκίνησαν βέβαια από το μηδέν.Ο πατριάρχης Γεώργιος Γεννάδιος ο Σχολάριος, είχε μεταφράσει στην τουρκική ορισμένα αποσπάσματα ιερών βιβλίων κατ’ απαιτήση του Μωάμεθ Β του Πορθητή, ο οποίος θέλησε να γνωρίσει τον Χριστιανισμό.
ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ. Το επώνυμο του κ. Γιώργου Καρατζαφέρη είναι σύνθεση τουρκοαραβικών λέξεων. Προέρχεται από τοΚara = μαύρος και caferi που είναιονομασία σιιτικής αίρεσης (από τονΤζαφέρ ες Σαδίκ, γιο του διαδόχουτου Μωάμεθ) και οπαδού της αίρεσης αυτής.
Πάντως, στην Ηπειρο αλλά και την Πελοπόννησο συναντάται και το τοπωνύμιο Τζαφέρης, το οποίο προφανώς μετέφεραν στην Ελλαδα Πολιτικά επώνυμα με ρίζες Τουρκικές, λατινικές, αλβανικές λέξεις αποτελούν συχνά τη βάση ενός ονόματος,χαρακτηριστικό των ανακατατάξεων στα Βαλκάνια
Καζανάς, Επωνυμο προερχομενο από την τουρκική λέξη kazan = καζάνι. Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα αυτός που κατασκευάζει καζάνια.
Καλαϊτζής, Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα από την τουρκική λέξη kalayci = ο γανωματής.
ΚΑΪΤΑΤΖΗΣ, ΚΑΪΤΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη gaydaci=γκαϊντατζής.
ΚΩΣΤΑΡΑΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΑΡΑΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Κωνσταντίνος, Κώστας με τη μεγενθυτική κατάληξη -ρας
Καλεμκερίδης, Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα , από την τουρκική λέξη kalemkar = ο χαράκτης
Καράς. Μαύρος (τουρκ) – Μελαμψός. Πιθανόν να πάσχει από την νόσο του Addison ή να είναι μελαχρινός. (πρβλ. καρπερή, καρατζιερι) Όμως το «Μαύρος» έχει και την έννοια του τάλας= δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς. πρβλ. το πελοπονησιακό «ωχ τι επαθα ο μαύρος».Το kara στα τούρκικα έχει την έννοια και του δυσοίωνος (καρά-χαμπέρι) (Καραγάτσης = Δυσφημισμένος) . Το «καρά-» απαντά ως πρόθεμα σε πολλά επώνυμα πχ. (Καρατσαλος, Καραπιπέρης, Καραγκιόζης (Μαυρομάτης, göz=μάτι)
Καραγιάννης, Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο από την τουρκική λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός + το βαφτιστικό όνομα Γιάννης.
Καραδήμος,Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο από την τουρκική λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός + το βαφτιστικό όνομα Δήμος.
Καράμαλης, Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο από την τουρκική λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός + τη λέξη μαλλί.Καρατηνι(η)νής
ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ:α) Επώνυμο σύνθετο προερχόμενο από το τουρκικό κάρα + χάλιος = μαύροςΚαραμιχάλης – Καραχάλης – Καραχάλος
β) Επώνυμο σύνθετο προερχόμενο από το τουρκικό καρα=μαύρος και το βαπτιστικό όνομαΜιχάλης.
ΚΑΤΑΡΤΑΡΙΟΣ: Επώνυμο βυζαντινό, που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων,είναι ο επεξεργαστής του μεταξιού.
ΚΟΝΧΥΛΕΥΤΗΣ: Επώνυμο βυζαντινό,που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων, είναι ο επεξεργαστής της πορφύρας που βάφονταν τα ενδύματα.
ΚΗΡΟΥΛΑΡΙΟΣ: Επώνυμο βυζαντινό,που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων, είναι ο κατασκευαστής και έμπορος κεριών.
ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την περσική λέξη kafadar=σύντροφος, επιστήθιος φίλος.
Καβάσιλας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καγκάδης Τάτσης (Δημητράκης)Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ’ ντα = πήγαινε πιο κοντά)Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)(τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία)
Κακαβάς Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι Αττικής)Κακαρούκας Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά)Καλέντζης Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα (γανωτζής)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καλέσης (μαλλιαρός)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κάμιζας (της πλούσιας)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κάμπασης (κάμπες = πεζός)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κανάκης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καντρέβας (συμμαζεμένος)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καπαρέλης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κασνέσης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κέκης (κακός, πονηρός ­ συχνό στη Χασιά Αττικής)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κόκος (Κώστας)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κόκλας (συχνό στη Χασιά Αττικής)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κολόσης (Νικολάκης)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κόντος (συχνό στα Καλύβια της Χασιάς στην Αττική)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κόρεσης (θεριστής)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kuyumci=χρυσοχόος, με την προσθήκη της νεοελληνικής κατάληξης –ης που συνήθως έχουν τα επώνυμα με τουρκική ρίζα.
ΚΑΛΚΑΝΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kalkan=ασπίς (ψάρι καλκάνι) με προσθήκη της νεοελληνικής κατάληξης –ης που συνήθως έχουν τα επώνυμα με τουρκική ρίζα. Κούκης (κόκκινος)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κουρτέσης. Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κούτσης . Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών)
Κράψας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κριεκούκης (κοκκινομάλλης)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κυριάκης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καργόπουλος, απόγονος του Κάργα. Πιθανόν να προέρχεται από το τροπικό επίρρημα κάργα (βενετσιάνικη λέξη carga) που σημαίνει γεμάτο μέχρι επάνω/ σφιχτά, δυνατά.
Καρδαμήλας, ίσως είναι εθνικό όνομα και αναφέρεται στην πόλη Καρδάμηλα της Χίου.
Κέλλης, παρατσούκλι από την τουρκική λέξη kel = ο φαλακρός.
Κεφάλας, παρατσούκλι για κάποιον με μεγάλο κεφάλι.
Κεχαγιάς: από την τουρκ. λέξη ke.hyα = προϊστάμενος, αντιπρόσωπος.
Κορδίλας: αντί Κορδιλάς, παπουτσής. Στο τοπικο ιδίωμα τα παπούτσια λέγονται κορδέλια.
Κοκκινάκης, από το επίθετο κόκκινος, που δηλώνει κάποιο χαρακτηριστικό του ατόμου που ονομάζεται.
Κολιός,Επωνυμο προερχομενο απο το υποκοριστικό του βαφτιστικού ονόματος Νικόλαος (Νικολιός – Κολιός)
Κολλημένος, παρατσούκλι που δόθηκε σε κάποιο πρόγονο χτίστη που «κολλούσε» τον έναν πλίθο πάνω στον άλλο.
Κουταλίδης, ο απόγονος του Κουταλά. Ίσως είναι επαγγελματικό και αναφέρεται σ’ αυτόν που φτιάχνει ή πουλά κουτάλια ή μπορεί να είναι απλώς παρατσούκλι.
Κράντας,Επωνυμο προερχομενο απο τη γλωσσική διάλεκτο της Ανατολικής Θράκης σημαίνει το μεγάλο και ψηλό άντρα.
Κεφαλάς Αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι πιθανόν υδροκέφαλος
ΚΑΚΑΤΣΙΟΣ : Επωνυμο ξενικο προερχομενο απο το τουρκικο kakac=ρυπος
Καβάφης. Επωνυμο που προερχεται απο το τουρκικο πωλητής ετοίμων υποδημάτων
Καζδαγλής. Επωνυμο που προερχεται απο το τουρκικο Kaz=Χήνα, Ανόητος +Dag=Βουνό + Li=επίθεμα δηλωτικό της προέλευσης [τουρκ] Αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βουνό με τις Χήνες ή το βουνό που μοιάζει με χήνα [πιθανά τούρκικο τοπωνύμιο].Το αρχικό ήταν Καζνταγκλής που εξελληνίσθηκε πρβλ. Δαγκλής αντί Ναγκλής = ορεσίβιος, Βαρβέρης αντί Μπαρμπέρης κλπ.
Καντζέλας. Επωνυμο προερχομενο απο το τουρκικο Kazel = Το φύλλο που μένει στο δέντρο [kazel mevsimi = φθινόπωρο].Ο φθινοπωρινός [μελαγχολικός ή και ο μοναχικός].
Κονοφάγος ή Κονοφάος .Από τα κατάλοιπα των εινομομαχιών του Βυζαντίου (Ει)κονοφά(γ)ος. υπήρχαν εικονολάτρες που πίστευαν ότι ακόμα και το ξύσμα από το χρώμα της εικόνας μπορεί να έχει θεραπευτικές ικανότητες.
Κοτσικόνας. Άλλο ένα από τα κατάλοιπα των εινομομαχιών του Βυζαντίου. Κ(λ)ωτσ(ε)ικόνας. Με την πάροδο του χρόνου πολλές ετυμολογικές ορθογραφίες καταργούνται γιατί έχει ξεχαστεί το φαινόμενο ή το γεγονός, που τις δημιούργησε ή γιατί θεωρείται δυσφημιστικό η προσβλητικό.
Καβαλλίνας: Η κοπριά των αλόγων, γάιδαρων, μουλαριών. Αποδίδε­ται σ’ εκείνον που μαζεύει καβαλλίνες από τους δρόμους, για λίπανση. Πι­θανόν ο αμφιβόλου ποιότητας χαρακτήρας.
Καγιάς : Από την καγιά που σημαίνει σκληρό και δυσκολοκαλλιέρ­γητο έδαφος, ο βράχος. Ο δύστροπος, ο άξεστος.
Καζάνας : Μεγεθυντικό της λέξης καζάνι. Αυτός, που έχει µεγάλο και άδειο περιεχομένου, κεφάλι. Ο βλάκας, ο άμυαλος.
Κάκκιας : Στα ιταλικά η λέξη σημαίνει το κυνήγι. Τα καταδιωκτικά.
Κκούνας : Προέρχεται από το κύνα -κκύνα-Κκούνα. Ο αφρόντιστος, ο απεριποίητος, αυτός που δεν έχει προσεγμένη εμφάνιση.
Κκυννούκας: Μεγεθυντικό. Η παραχαϊδεµένη μοναχοκόρη που είναι κακοµαθηµένη, ανάγωγος και κατ’ επέκταση η απεριποίητος.
Κκούρης : Ο κουρεμένος σύρριζα µε τη (ψιλή) μηχανή.
Κλαδευτήρας : Από το κλαδευτήρι το οποίο σημαίνει το στραβό μαχαίρι που πρόχειρα έφερναν μαζί τους οι χωρικοί, περασμένο στο ζωνάρι τους, για κάθε χρήση στις αγροτικές εργασίες (π.χ. κόψιμο ψωμιού, μικρών κλα­διών δέντρων ή φυτών κλπ).
Κλαψούς : Γυναικείο παρανόμι. Εκείνη που κλαίει χωρίς λόγο, η µεµ­ψίµοιρη. Η παραπονιάρα που προκαλεί και ενοχλεί, µε ασήμαντη αφορμή.
Κοκκινόκωλος : Μικρό πουλί µε κόκκινα φτερά στην ουρά. Ο κόκ­κινος στο πρόσωπο. Σκωπτικό.
Κόκκινος : Αυτός που έχει το χρώμα του αίματος. Συμφωνά µε µαρτυρία του κατόχου του από σημάδι «ρεξίµατος» κόκκινο, στο πρόσωπο.
Κοκκινοτρίχης : Αυτός που έχει κόκκινο τρίχωμα, κοκκινομάλλης, κοκκινογένης (για παπά).
Κόκλανος Ψάρι των ιχθυοτροφείων της Μ. Ασίας (Ταλιάνι) όπου και δούλευε τους χειμερινούς µήνες ο κάτοχός του. Ο γνωστός κέφαλος.
Κοκός: Παιδική λέξη για το αυγό. Η κοντόχοντρη γυναίκα. Είναι και υποκοριστικό του ονόματος Καθολική-Καθολικό-Κοκό (σκωπτικό).
Κολοβονης: Υποκοριστικό του κολοβός. Ο ελλιπής, ο ανάπηρος σωματικά από τη γέννησή του.
Κοντός: Ο κοντόσωµος άνδρας ή γυναίκα.
Κοράκος: Πληθυντικός του κόρακας, µε κατάληξή όμοια των αρσενι­κών της β’ κλίσης (-οι). Παρατσούκλι των Κρεµαστενών. Είναι χαρακτηριστι­κό των κοράκων να ζουν και να πετούν όλοι μαζί κατά σμήνη, πράγμα πολύ συνηθισμένο στους κατοίκους του χωριού στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις (εορτές, πανηγύρια, αγορά προϊόντων κλπ), να πηγαίνουν όλοι μαζί. Εξ’ αιτίας της συνήθειας αυτής, στις 15 Μαΐου 1945, πολλοί Κρεµαστενοί για να έχουν καλή θέα των εκδηλώσεων που γίνονταν στο Μαντράκι, για την υποδοχή του αντιβασιλέα αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, βρέθηκαν ανεβασμένοι και αραδιασμένοι στην ταράτσα του Ταχυδρομείου, κάνοντας αισθητή την παρου­σία τους µε ζητωκραυγές. Κάποιος τότε είπε: »Σαν τους κοράκους φωνάζουν». Και έμεινε το παρατσούκλι. Ίσως το παρατσούκλι να υπαινίσσεται και την βουλιμία µε την οποία εφορμούν οι Κρεµαστενοί για να ικανοποιήσουν την χαιρεκακία τους σε ατυχείς καταστάσεις όμοια µε τους κοράκους.
Κοριέρας: Ιταλική λέξη που σημαίνει λεωφορείο. Η γυναίκα που με­ταφέρει από πόρτα σε πόρτα, τα νέα του χωριού, συνήθως κακολογίες και κουτσομπολιά.
Κουκκάς (ο): Αυτός που τρώγει πολλά κουκιά. Υπάρχει και η εκδοχή το παρατσούκλι να έχει την προέλευση του από την μετατροπή του Συ­μιακού κορκάς, σε κουκκάς. Κορκάς = ο κουρκούταβλος (είδος σαύρας).
Κούκκος (ο): Το πουλί γνωστό από τη φωνή του. Αλλά και ο σκούφος της ανδρικής παραδοσιακής στολής. Μεταφορικά, ο φωνακλάς ή ο πολυλογάς
Κουκκουάγιας: Το πουλί κουκουβάγια. Από την ομοιότητα του κα­τόχου του προς το πουλί. Μεταφορικά σημαίνει ο βλάκας, παρ’ όλο ότι το πουλί ήταν της σοφίας. Κατ’ ευφημισι όν.
Κούκλας: Παρανόμι που άθελα έδωσε (η μητέρα στο παιδί της επειδή στη νηπιακή του ηλικία το αποκαλούσε «κούκλα», θέλοντας να δείξει την ομορφιά του. Συνώνυμο το Κουκλί, το όμορφο μωρό.
Κουκουής (ο): Από τη παιδική λέξη κουκού που σημαίνει γλυκό ή φρούτο. Πιθανόν όμως και να προέρχεται από το κουκούλι το αγιάτρευτο σπυρί. Μεταφορικά ο ενοχλητικός και δυσάρεστος.
Κουλουπατσάς (ο): Από το κουλουπάτσι που σημαίνει μαστίγιο. Παρα­τσούκλι Ιταλού φασίστα, που αναίτια χτυπά τους χωρικούς με το κουλουπάτσι.
Κουτέλλας: Μεγεθυντικό του κούτελου. Ο έχων μεγάλο μέτωπο.
Κούτουλος: Το κέρατο. Εκείνος που έχει εξογκωμένο το μετωπικό οστών.
Κουτσονούρης (ο): Το ζώο με κομμένη ουρά. Αποδίδεται σκωπτικά σε κυνηγό.
Κουττού (η): Από το κουτούκι, που σημαίνει χοντρό κομμάτι ξύλου από κορμό δέντρου. Αφορά την εύσωμη, τη χοντρή γυναίκα.
Κούφτιος : Το νυχτοπούλι με μεγάλα και γουρλωτά μάτια. Από την ομοιότητα του κατόχου με το πουλί.
Κρόκος (ο): Αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου (κιτρινάδι του αυγού). Ο κιτρινωπός, ο πικρόχολος, ο κακόγλωσσος.
Κρούκελλος (ο): Μεγεθυντικό το μεγάλο κρουκέλλι. Κρουκέλλι είναι ο χαλκάς, ο κρίκος για το δέσιμο των ζώων, αλλά και χερούλι στις πόρτες. Αποδίδεται σε ψευτοπαλικαρά που καυχιέται ότι μπορεί να μετακινήσει και τη γη ακόμη αν αυτή είχε κρούκελλο.
Κωλαράς (ο) : Αυτός που έχει μεγάλα οπίσθια.
Κωλοφωτιάς : Η πηγολαμπίδα. Άτομο παριστάνων το σπουδαίο, αλλά χωρίς ουσία σαν το ψεύτικο φως της πυγολαμπίδας. Υπάρχει και η Καλασαμπού: Θηλυκό με την ίδια σημασία για γυναίκα.
Κωστωμένος (ο): Αποδίδεται σε Κωστή, ο οποίος έχει μείνει κοντός και ζαρωμένος, σαν καρπός κοστωμένος. Ο καχεκτικός, ο αδύναμος.
Κολιοτσης εννοεί μικροσκοπικός Κολιός
Κακλαμάνης, πρόεδρος της βουλής. Κακλαμάνης και Κακλαμάνος είναι παράλληλοι τύποι του ίδιου οικογενειακού ονόματος. «Κακλαμάνοι: Ούτω ωνομάσθηκαν εις το στρατόπεδον των Πατρών ως εκ της ενδυμασίας των, οι ελθόντες εις το φρούριον το 1822 Λαζοί Τούρκοι», όπως γράφει ο κ. Ν. Τριανταφύλλου στο ιστορικόν λεξικόν Πατρών. Το επώνυμο και με τις δύο του μορφές απαντάται κυρίως στην Αρκαδία, αλλά το βρίσκουμε και στα Επτάνησα γεννήθηκε στη Λευκάδα.
ΚΑΤΣΙΦΑΡΑΣ. Η λέξη επιβιώνει ως ιδιωματισμός: η ομίχλη. Μεγεθυντικό του ουσ. κατσηφιά, το οποίο ετυμολογείται από το επίθ. κατσηφός, που προέρχεται από το αρχαίο κατηφής (= με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, θλιμμένος, σκυθρωπός, άκεφος).
ΚΑΦΕΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΔΗΛΩΣΕΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΦΕΟΜΟΕΙΔΗ ΕΠΩΝΥΜΑ ,ΞΥΔΗΣ, ΞΥΔΑΚΗΣ,ΠΑΣΤΟΣ,ΣΑΛΑΤΑΣ.
ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ. ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ -ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ,ΒΡΕΤΟΣ,ΠΟΥΛΟΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ,ΧΡΥΣΟΤΥΧΟΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΤΑ ΕΚΘΕΤΑ,ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΜΗΤΡΩΩΝ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ.
ΚΑΛΟΔΗΜΙΔΗΣ. ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΥΝΘΕΤΟ ΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΕΝΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΟΝΟΜΑ.ΤΟ -ΚΑΛΟ-ΕΚΦΡΑΖΕΙ,ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ,ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΦΥΣΙΚΑ ΤΟ ΚΑΛΟ.ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ -ΔΗΜ- ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ [ΔΗΜΟΣ,ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ]ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΙΔΗΣ- ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ.
ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ:Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Κυριάκος και την κατάληξη –πουλος που προσδιορίζει την καταγωγή από την Πελοπόννησο.
Κυριάκος είναι αυτός που «αναφέρεται ή ανήκει στον κύριο». Υπάρχουν πολλοί άγιοι στην ορθόδοξη εκκλησία με το όνομα αυτό. Ο πιο γνωστός είναι ο αναχωρητής που γιορτάζει στις 29 Σεπτεμβρίου. Η Αγία Κυριακή η μεγαλομάρτυς γιορτάζει στις 7 Ιουλίου.
Κυρκώστας, χαρακτηρισμός που δόθηκε σε κάποιον πρόγονο, τον οποίο λόγω της ιδιότητας του (δάσκαλος) τον προσφωνούσαν κυρ-Κώστα.
Καλαμπόκας -Καλαμποκάς .Επωνυμο επαγγελματικο προερχομενο απο αυτον που ασχολειτε με καλαμπόκι
ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ. Το επωνυμο αυτο προερχεται απο το τουρκ. kuyumcu=χρυσοχοος. Χτένισε τα ξανθά μαλλιά και βγάλε αποχτενίδια, και στείλε τα στον κουγιουμτζή να κάνει δαχτυλίδια.
ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι. Κατατάσσεται στα κακώνυμα ασυνήθιστα.
ΚΥΡΓΙΑΚΙΔΗΣ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΟΝΟΜΑ.ΥΠΗΡΧΑΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ ,ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ ΠΙΣΙΔΙΑΣ ΜΕ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΙΜΩΝΑ ΕΛΜΑΛΟΓΛΟΥ.ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΙΔΗΣ-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Η ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ.ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
Κωστούλας . Επωνυμο μητρώνυμο, ο γιός της Κωστούλας.
Καραδουλαμάς, από το kara =μαύρος και το dulama =περικάλυμμα, σκέπασμα.
Καραϊσκας, από το kara =μαύρος και iska =πότισμα, άρδευση.
Καραϊσκος, όπως παραπάνω.
Καρκαμάνης, πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική λέξη karkas = σκελετός και την κατάληξη man που μπαίνει στα αντρικά ονόματα..
Κατσιμένης, σύνθετο επώνυμο από το αρβανίτικο πρόθεμα kace =μικροκαμωμένος και το όνομα Μένης, ο μικροκαμωμένος Μένης.
Κεχαγιάς, από την τούρκικη λέξη kahya =επιστάτης, οικονόμος.
Κιοσές, από την τούρκικη λέξη kose =σπανός.
Κιόσης, παρατσούκλι, kios στα σλαβικά σημαίνει γωνιά.
Κλωναρίδης, παρατσούκλι από το κλωνάρι (ποντιακή κατάληξη).
ΚΟΛΙΖΗΣ. αρβανίτικο. Μαύρο-Νικόλας
Κοντάκης. Επωνυμο προερχομενο απο παρατσούκλι που προέρχεται από το κοντάκι που ειναι το πίσω μέρος του όπλου.
ΚΟΤΖΙΑΣ:Επώνυμο ξενικό προερχόμενο από παρατσούκλι από την τουρκική λέξη koca = μεγάλος, μεγαλόσωμος, πβ. κοτζάμ.
ΚΥΡΑΝΝΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Κωνσταντινίδης, γιος ή απόγονος του Κωνσταντίνου.Κωνσταντίνος (λατινική) = προέρχεται από τη λατινική λέξη Constantinus <>
Κωτσάκης υποκοριστικό του ονόματος Κωνσταντίνος (Κώστας – Κώτσος – Κωτσάκης).

–Λ——————————————————————————

Λάγιας. Ο ήρεμος, ο ήπιος < αρχ. ρήμα λαγγιαζω = υποχωρω, μαζεύομαι. (πρβλ. καταλαγιάζω) [Ξανθ. 247] Λάζος, υποκοριστικό του βαφτιστικού ονόματος Λάζαρος.
Λάντας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (δρυς;)
Λότσας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (φίλος)Λουκίσας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια της Χασιάς)
Λούσης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης
Λεονταράκης, παρατσούκλι που προέρχεται από το γνωστό ζώο της ζούγκλας. Ίσως να θέλει να αναφερθεί και σε κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα του ατόμου (θάρρος, δύναμη) παρομοιάζοντας τον με το λιοντάρι.
ΛΑΛΙΩΤΗΣ. Μπορεί για πολλούς οι ειδικοί να διαφωνούν, για τον κ. Κώστα Λαλιώτηόμως η προέλευση του επωνύμου του δεν αμφισβητείται. Προέρχεται από το χωριό Λάλα της Ηλείας που έκτισαν οιΤουρκαλβανοί. Οι Λαλιώτες υπήρξαν διώκτες των χριστιανών, οι οποίοι όμως διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους αρματολούς. Στην αλβανική γλώσσα ηλέξη lala σημαίνει θείος…▪
Λαδί (το): Αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού. Ο μελαχρινός, ο μαυρι­δερός. Με την ίδια σημασία και το παρανόμι Λάδης(ο).
Λαϊνάς, από το λα(γ)ήνι = πήλινο δοχείο, στάμνα, με στόμιο που το χρησιμοποιούσαν παλιά για τη μεταφορά και αποθήκευση υγρών
ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗΣ.ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗ (ΤΩ ΛΕΒΑΪΙΑΝΝΑΔΩ) ΣΤΗΝ ΚΩΜΙΑΚΗτου φιλόλογου Νίκου Ι. Λεβογιάννηη παράδοσηΣύμφωνα με την παράδοση, που είναι ευρύτατα διαδεδομένη από γενιά σε γενιά στους Λεβαϊιαννάδες, το παρατσούκλι «Λεβαϊιάννης» δημιουργήθηκε ως εξής :Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν εύκολα τα ταξίδια. Για να ταξιδέψει κάποιος έπρεπε να βρει καϊκι, που θα πήγαινε σε κάποιο από τα λιμάνια του Αιγαίου, τη Σμύρνη, την Πόλη, τον Πειραιά.
Συνήθως εκείνοι που ταξίδευαν, μπάρκαραν στα καϊκια ως πλήρωμα. Προφανώς έτσι πλήρωναν το ναύλο τους, δουλεύοντας μέσα στο καϊκι.Εκείνος λοιπόν, ο πρώτος πρόγονος των Λεβαϊιαννάδω, ο Γιάννης, κατά πάσα πιθανότητα βοσκός από την Κωμιακή χωριο της Ναξου , που το πρώτο παρατσούκλι του (επίθετο) φαίνεται πως ήταν Κόχυλας, κάποτε χρειάστηκε να ταξιδέψει και μπάρκαρε απ’ το λιμνάρι τση Κεράς στην Αγιά σε κάποιο καϊκι με προορισμό μάλλον τη Σμύρνη. Στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού ο Γιάννης ο Κόχυλας1, δούλευε μέσα στο καϊκι μαζί με άλλους συνταξιδιώτες στο βιράρισμα των κάβων και των σχοινιών στα πανιά και τα παλάγκα του καϊκιού.
Το βιράρισμα ή λεβάρισμα των σχοινιών γινόταν από πολλούς ναύτες μαζί ρυθμικά και δεν ήταν εύκολη αυτή η ομαδική εργασία.
Το λέβα και το βίρα ήταν λέξεις που έδιναν το σύνθημα και το ρυθμό στο βιράρισμα του κάβου, στο τέντωμα των πανιών, στο μάζεμα της άγκυρας του καϊκιού. Η λέξη «λέβα» προέρχεται από τη ναυτική Ιταλική λέξη leva (βίρα)2.Προφανώς ο Γιάννης, βοσκός όντας, δεν είχε σχέση με τη θάλασσα. Οι Κωμιακίτες εξ άλλου ζούσαν μακριά από τη θάλασσα στην απόκρημνη περιοχή που ήταν χτισμένο το χωριό και δεν ήταν καν ορατό απ’ τη θάλασσα για το φόβο των πειρατών.
Φυσιολογικά λοιπόν ο Γιάννης είχε άγνοια από ναυτικές εργασίες και δυσκολευόταν να προσαρμοστεί και να συντονιστεί στο ρυθμό αυτής της ομαδικής δουλειάς και οι άλλοι του φώναζαν συνέχεια: «Λέβα- Ιιάννη, λέβα-Ιιάννη, λέβα-Ιιάννη».Το περιστατικό αυτό έμεινε να συζητιέται ως καλαμπούρι για πολύ καιρό και το σύνθημα «Λέβα-Ιιάννη», που μεταφέρθηκε στο χωριό προφανώς από άλλους συνταξιδιώτες χωριανούς, σχολιά-στηκε, άρεσε, προκαλούσε γέλιο και έγινε συνεπώς καλαμπούρι και έμεινε.
Οι Κωμιακίτες εξ άλλου ήταν και συνεχίζουν να είναι γνωστοί για τα πειράγματά τους.Έτσι από στόμα σε στόμα «έκατσαν» στο Γιάννη Κόχυλα το παρατσούκλι «ο Λεβαϊιάννης».Αργότερα στην Κωμιακή του έβγαλαν και κοτσάκι: Λέβα-Ιιάννη,Λέβα-Ιιάννημα ο πειρασμός σε βάνει.Τελικά, όπως συνήθως συμβαίνει, επικράτησε το παρατσούκλι αυτό του παλιού επιθέτου, ίσως ήταν και ηχητικά καλύτερο και αυτός και οι απόγονοί του με το παρατσούκλι Λεβαϊιάννης-Λεβαϊιαννάδες ήταν έκτοτε αναγνωρίσιμοι στο χωριό.Το παλιό παρατσούκλι-επίθετο Κόχυλας ξεχάστηκε ολοκλη-ρωτικά και δεν συναντάται ούτε στις μέχρι σήμερα γνωστές γραπτές πηγέςΑργότερα κάποιος γραμματιζούμενος προφανώς, μετέτρεψε στα χαρτιά το Λεβαϊιάννης σε Λεβαγιανόπουλος-Λεβογιανόπουλος-Λεβογιάννης και από κάποια στιγμή το παρατσούκλι Λεβαϊιάννης, εξωραϊσμένο σε Λεβογιάννης, έγινε το επίθετο σ’ αυτό το μεγάλο σόι της Κωμιακής.Πότε συνέβησαν αυτές οι μεταβολές είναι προς το παρόν άγνωστο.Το γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί το παρατσούκλι-επίθετο Κόχυλας σε γραπτή πηγή ή σε τοπωνύπιο στην Κωμιακή, υποδηλώνει ότι αυτή η γλωσσική μεταβολή συνέβη πολύ παλιά και σίγουρα πριν από την συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη του τοπωνυμίου «στη σκάλα του Λεβαϊιάννη»3.Εξ άλλου οργανωμένη καταγραφή επιθέτων για ολόκληρο τον πληθυσμό άρχισε να γίνεται με τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821.Στον προφορικό λόγο και στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της Κωμιακής ακόμη και σήμερα το επίθετο «Λεβογιάννης» προφέρεται «Λεβαϊιάννης», ιδιαίτερα όταν είναι α΄συνθετικό σε ονόματα, π.χ.Λεβαϊιαννο-ϊιάννης, Λεβαϊιαννοέργης, Λεβαϊιαννονι-κόλας, Λεβα Λεβαϊιαννομητσος, Λεβαϊιαννο-σοφιά, Λεβαϊιαννο-μαρία, Λεβαϊιαννο-ιάννενα.
Λαϊνάς, από το λα(γ)ήνι = πήλινο δοχείο, στάμνα, με στόμιο που το χρησιμοποιούσαν παλιά για τη μεταφορά και αποθήκευση υγρών
Λιβάνης, από το λιβάνι = το αρωματικό θυμίαμα της εκκλησίας
Λουκέρης, πιθανόν να είναι υποκοριστικό του ονόματος Λουκάς
Λύσσαρης, αυτός που κατασκευάζει λύσσες για τα ζώα
Λαμπούγιο (το): Εργαλείο του τσαγκάρη, με μικρό ποδαράκι για τις σό­λες των παπουτσιών. Ο κοντοπόδαρος και γενικά ο κοντόσωμος.
Λαουμάνος (ο): Πρόχειρο δοχείο νερού. Παρατσούκλι που αποδίδεταισε ομοιότητα των χειλέων του κατόχου με εκείνα του δοχείου.
ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το βυζαντινό όνομα Λάσκαρης, ο πρώτος αυτοκράτορας μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1263.
ΛΕΛΕΚΗΣ, ΛΕΛΕΚΑΣ, ΛΕΛΕΚΟΣ, ΛΕΛΕΚΑΚΗΣ, ΛΕΛΕΚΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη leylek=πελαργός με το ελληνικό παρατσούκλι που εννοεί τον ψηλό άντρα. Το επώνυμο συναντάται στην Κάλυμνο
ΛΙΔΩΡΙΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών ο προερχόμενος από το Λιδωρίκη.
ΛΟΥΔΑΡΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από υποκοριστικό του φυτού τριανταφυλλιά=λούδα, το οποίο συναντάται στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. με την κατάληξη –αρος, η οποία έχει μεγενθυτική ή χαϊδευτική σημασία.
Λουκάκης, Λουκάς, Λουκίδης: Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από βαπτιστικό όνομα Λουκάς, Λουκάς ο Ευαγγελιστής. Καταγόταν από την Αντιόχεια και τον μύησε στον Χριστιανισμό ο Απόστολος Παύλος.
ΛΟΥΚΑ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών, προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Λουκάς. Ο Λουκάς ήταν ο Άγιος Λουκάς, ο Ευαγγελιστής. Έγραψε το Ευαγγέλιο και τις πράξεις των Αποστόλων. Καταγόταν από την Αντιόχεια και τον μύησε στον Χριστιανισμό ο Απόστολος Παύλος.
Λάουρας : Μεγεθυντικό, ο μεγάλος λαγός. Ομοιότητα με το ζώο. Μεταφορικά σημαίνει, αυτός που φέρνει κακοτυχία, ο τσιφτελής (ο φέρων κακοδαιμονία).
Λεοντάρης: Κολακευτικό παρατσούκλι, γι’ αυτόν που διαθέτει ψυχι­κή δύναμη και γενναιότητα όμοια με τη σωματική δύναμη λιονταριού. Με­ταφορικά ο μαχητής, ο άφοβος.
Λαμπρόπουλος, Λάμπρος, Λαμπράκης: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Λάμπρος=αυτός που λάμπει και μεταφορικά ο ονομαστός, ο περίφημο. Εορτάζει την Λαμπρή.
Λεγάκης: Επώνυμο από το Λέγας + την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη. Η αρχική ρίζα είναι από το όνομα Αχιλλεύς, το δεμώδες Αχιλλέας και κατόπιν μετά αναπτύξεως –Γ- μεταξύ των φωνηέντων = Λέγας. Το επώνυμο συναντάται ευρέως στη Νάξο.
Λόρντισσας : Το θηλυκό του λόρδος. Ειρωνικό παρατσούκλι για τον παριστάνονται τον πλούσιο, τον αριστοκράτη. Πιθανόν όμως να προέρχεται και από τη λόρντα (λόρδα) που σημαίνει η μεγάλη πείνα.
Λέτσιος – Αλέξιος
Λούσιω – Χαρίκλεια
Λούσιας – Χαρίλαος
Λιάκος – Ηλίας
Λάκης – Μιχαήλ
Λιοντάρης – Λέων
Λώλος – Θεόδωρος
Λοστρόμος : Ο ναύκληρος. Από το επάγγελμα που ασκούσε ο κάτοχός του.
Λόττος : Από την ιταλική λέξη λόττο που σημαίνει λαχείο. Κατά τον ίδιο τον κατοχό του, ο πατέρας του στην πανηγύρι της Παναγιάς είχε λοταρία και συχνά όταν ήταν παιδί τον τραγουδούσε στο ρυθμό του νυ­φάτου: »Μιχαλάκη, Μιχαλόττο που θα κάμουμε το λόττο».
Λούγγος: Στην ιταλική η λέξη σημαίνει ο μακρύς. Ο Ψηλόσωμος, ο Ψηλέας.
Λουκκουγιός : Από τη λουκκουμιά ή λουκκουνιά, που σημαίνει αλοιφή για την επάλλειψη ραγισμένου πήλινου δοχείου (σταμνί, βυτίνα κλπ). Αποδί­δεται σε γυναίκα, πιθανόν, με εύθραυστη υγεία, η έχουσα χρωματική ομοιότητα του δέρματος με τη λουκκουνιά.
Λουμπουναδης : Υποκοριστικό από το λουμπουνάρι που σημαίνει λούπινον, ή και σπυρί της ακμής. Aπoδίδεται σε κοντόχοντρο άτομο.
Λυμπιτης: Υποκοριστικό του λυμπίτης ή του Ολυμπίτης. Επώνυμο που φανέρωνε την καταγωγή του κατόχου του, και το οποίο κατάντησε παρανόμι στους απογόνους του
ΛΕΜΟΝΙΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΛΕΜΠΙΔΑΚΗΣ.Επωνυμο που προερχεται απο το Λε(μ)πίδα [Ξανθ]=λεπίδα μαχαιριού και ενδεχόμενα ο κατασκευαστής λεπίδων να λεγόταν λεμπιδάκης. Το Ρωμαϊκό Λέπιδος είναι μάλλον απίθανο να επέζησε την Κρήτη.
ΛΕΥΤΕΡΑΚΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ελευθέριος+Λευτέρης με την κατάληξη –ακος που προσδιορίζει την περιοχή της Μάνης
ΛΙΟΥΜΠΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη ljubi που σημαινει αγαπη.
Λιοντάκης, Λιόντος, Λιόντης, Λιόντας: Επώνυμο προερχόμενο από το βυζαντινό βαπτιστικό όνομα Λεόντιος το οποίο με την κατάληξη –ακης προσδιορίζει Κρήτη.
ΛΟΥΤΣΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη luc που σημαινει δαδι.
ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Επώνυμο βυζαντινό, που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων,ήταν ο βοηθός του επάρχου σε δικαστικά θέματα και θέματα αστυνόμευσης.
ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Επώνυμο που ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών με αρχική ρίζα προερχόμενη από το εβραϊκό βαπτιστικό όνομα Λάζαρος που σημαίνει ο θεός είναι η σωτηρία μου.
ΛΥΚΟΥΔΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑ ΖΩΟΥ [ΛΥΚΟΣ]ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑ.ΛΥΚΟΣ,ΛΥΚΑΚΗΣ.ΟΜΟΕΙΔΗ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΡΚΟΥΔΑΣ,ΓΑΤΟΣ,ΓΙΔΑΣ,ΓΟΡΙΛΛΑΣ,ΚΑΤΣΙΚΗΣ,ΚΡΙΑΡΗΣ.
Λύτρας – Λυτράς -λύτρα:Επωνυμο επαγγελματικο που προερχεται απο την ζυγαριάΛιάλιας, από το ρήμα λαλώ, παρατσούκλι γι’ αυτόν που μιλάει πολύ.
ΛΥΜΠΕΡΗΣ: Επώνυμο προερχόμενοα) από βαπτιστικό αρχαιοελληνικής προέλευσηςΟλυμπιάς-Ολυμπιάδα-Λυμπιάδα-Λυμπία-Λύμπος-Λυμπέρης.β) από την ξενική λέξη libero=ελεύθερος με την νεοελληνική κατάληξη –ης.
Λουμπούτης, παρατσούκλι που προέρχεται από τη λαμπουδιά, ένα είδος αγριόχορτου.

–Μ——————————————————————————

Μαγγόπουλος, πιθανόν να προέρχεται από τη λέξη μάγκας = αλητάκος, ψευτοπαλικαράς + την κατάληξη –πουλος. (;)
ΜΑΡΓΑΡΟΥΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΑΡΓΑΡΩ.
ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των μητρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Μαρίνα με την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη (Χανιά).
ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Μάρκος και την κατάληξη –πουλος που προσδιορίζει Πελοπόννησο. Μάρκος, όνομα αρχαίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Γνωστός ο Απόστολος και Ευαγγελιστής, ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού. Εορτάζει στις 25 Απριλίου
Μακεδονας. Επωνυμο που καταττασεται στα Εθνικα προερχομενο απο την Μακεδονία λέξη ελληνικη και παράγεται από την αρχαία λέξη μάκος,
Μακεδνός σημαίνει μακρύς, ψηλός που είναι δωρικός τύπος της λέξης μήκος.
Μακρής, επίθετο που σημαίνει ψηλός
Μακρυγιάννης, σύνθετο όνομα από το Μακρής + Γιάννης
Μακρυπίδης, από το επίθετο μακρής και την κατάληξη –ιδης
Μαλιγιάννης, σύνθετο όνομα από το Μαλί + Γιάννης
Μανωλίτσης, υποκοριστικό του ονόμ. Μανώλης
Μαργώνης, από το ρήμα μαργώνω = ξεπαγιάζω
Μαρίνης, υποκοριστικό του ονόμ. Μαρίνος
Μέντης, υποκοριστικό του ονόμ. Μέντιος
Μετσοβίτης, αυτός που κατάγεται από το Μέτσοβο
Μητσάνης, παράγωγο του Μήτσος που είναι υποκοριστικό του ονόμ. Δημήτριος
Μιόβολος, σύνθετο όνομα, από το αρνητικό Μη (που έχει γίνει Μι- και δηλώνει στέρηση) και τη λέξη όβολος (αρχαίο ελληνικό νόμισμα ή κέρμα μικρής αξίας). Αυτός που δεν είχε όβολα
Μουστακας,επωνυμο προερχομενο απο παρατσούκλι από τη λέξη μουστάκι
Μπάκας, από τη λατινική λέξη baca = κοιλιά
Μπαλτίκας, από την τουρκική λέξη balta = το τσεκούρι. Ο ξυλοκόπος
Μπαμπούρης, είδος εντόμου (όπως κουνούπι, σκαθάρι) που πετώντας κάνει σιγανό θόρυβο
Μπάρης, από την ιταλική λέξη barra = μοχλός για το κλείσιμο της πόρτας, αμπάρα
Μπαρμπαρούσης, από το μπαρμπαρέσος, αυτός που κατάγεται από την Μπαρμπαριά, παλαιότερη ονομασία χώρας της Β. Αφρικής
ΜΠΙΣΜΠΙΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των κακώνυμων.
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από δύο λέξεις, το βαπτιστικό όνομα Μήτρος, το οποίο προέρχεται από το Δημήτριος και την κατάληξη –πουλος, που προσδιορίζει Πελοπόννησο.
ΜΙΓΚΛΗΣ, ΜΙΚΛΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το αρχαίο βαπτιστικό όνομα Θεμιστοκλής. ΜΠΟΥΣΙΟΣ, ΜΠΟΥΣΕΣ, ΜΠΟΣΕΑΣ: α) Επώνυμο τουρκικής προέλευσης, από το bouse=φίλημα β) Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χαράλαμπος=Χαραλαμπούσης=Μπούσιος.
Μπίλης, υποκοριστικό του ονόμ. Βασίλης
Μπουκουβάλας, από τη βλάχικη λέξη bukuvala (μπουκιές ψωμιού φρυγανισμένες ή ανακατεμένες στο τηγάνι με ζεστό λάδι, λίπος ή βούτυρο)
Μπουραντάς, έτσι ονόμαζαν παλιά τους χωροφύλακες
Μάλλης, παρατσούκλι από τη λέξη μαλλί. (;)
Mαναμουνιας. μαναμουνιας, ο κλαψιαρης (το λενε τα παιδια στα Καμενα Βουρλα).
Μαντακας. μαντακας, τσιμπουρι των σκυλιων (Κρητη).
Μαντζιούνης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη magun=μαντζούνι ή από την τουρκική λέξη mangur=φανερός, ορατός
ΜΑΡΙΓΙΩΡΓΑ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ητρωνυμικών. Σύνθετο αποτελούμενο από το όνομα Μαρία και το όνομα Γιώργος.
ΜΙΧΑΛΑΚΗ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών, προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Μιχαήλ, που είναι εβραϊκό όνομα. Έτσι λεγόταν ο αρχάγγελος, που σύμφωνα με τη Βίβλο ήταν προστάτης του λαού του Ισραήλ και της Εκκλησίας του Χριστού. Γιορτάζει στις 8 Νοεμβρίου. Με την κατάληξη –ακης, που προσδίδει καταγωγή από Κρήτη.
ΜΠΑΝΤΖΗ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη bacanak=μπατζανάκης.
ΜΠΑΣΙΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο α) από την Θράκη. Έτσι ονομάζεται ο γυναικαδελφός του άντρα της μεγαλύτερης αδελφής. β) Μπορεί βέβαι να προέρχεται και από το πασάς, Πασιάς. γ) Από το βαπτιστικό όνομα Sebastian – Μπαστιάς.
ΜΠΙΛΙΡΗΣ, ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ, ΜΠΙΛΜΠΙΛΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη bulbul=αηδόνι.
ΜΠΟΥΡΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την αρβανίτικη λέξη burrei=γενναίος άνδρας.
ΜΠΟΥΡΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το bure=αρβανίτικο που σημαίνει γεναίος άντρας.
Μαρκίδης: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Μάρκος με την κατάληξη –ιδης που προσδιορίζει Πόντο.
Μαργελος Μαργελλης. μαργελος «κλεισετε τα ματια μαργελα» (στιχος του Γρυπαρη στη «Ζουχραε»).
Μαστραπας. μαστραπας, δοχειο για υγρα, τουρκ masrapa.
Ματσας. ματσα ή πανω κεραια του καταρτιου.
Μαγάρας: Από το ρήμα μαγαρίζω που σημαίνει λερώνω εξ’ ου και τα μαγαρίσματα ήτοι τα κόπρανα. Ο ανήθικος, ο βρομερός.
Μαγγανάς (ο): Από το μάγγανo. Αυτός που έχει φωνή μονότονη, δυνατή και κλαψιάρικη όπως το μάγγανο. Ο φωνακλάς, ο κλάψας.
Μάγκας (ο): Αυτός που έχει τον τρόπο να πετυχαίνει αυτό που θέλει. Ο καταφερτζής, ο ικανός, ο καπάτσος.
Μάκος (ο): Χαϊδευτικό του Μιχάλης. Μάκος όμως σημαίνει ο δυσκί­νητος, ο χοντροκαμωμένος και ο τεμπέλης.
Μαλλιαρός (ο): Ο δασύτριχος. Θηλυκό: η Μαλλιαούραινα.
Μαμαμός : Το μαμόθρεφτο παιδί. Το παραχαδεμένο επειδή είναι αδύνατο.
Μανές (ο): Αποδίδεται σε Μανώλη που του αρέσουν οι μανέδες δηλαδή οι αμανέδες τα μακρόσυρτα τραγούδια.
Μανίκαρος (ο): Από το μανίκι που σημαίνει η ξύλινη λαβή μαχαιριού, σφυριού, σκεπαρνιού. Αυτός που έχει μεγάλο μανίκι ( ανδρικό μόριο).
Μαντηλάς (ο): Ο γιος της μαντηλούς, της γυναίκας που έφτιαχνε κε­φαλομάντηλα.
Μασίκα (η): Από το ρήμα μασώ. Η αδύνατη γυναίκα με προτεταμένες τις μασέλες της (τις σιαγόνες).
Μασσάτα (η): Αποδίδεται σε ατημέλητη γυναίκα. Μπορεί όμως να προέρχεται από το μασσάτι το οποίο σημαίνει ακόνι του τσαγκάρη σε σχή­μα κυλίνδρου.
Μάστορης (ο): Ο δεξιοτέχνης, Ό μαέστρος. Πιθανόν ο καταφερτζής. Αποδίδεται σε βιολιτζή που γνώριζε να ενεργεί με επιδεξιότητα.
Μαύρος (ο): Ο μελαχρινός. Θηλυκό η Μαυρούκα. Συναντούμε και τα υποκοριστικά παρατσούκλια: το Μαυρί και το Μαυράκι.
ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που έχει σχέση με τη σωματική κατάσταση ή ιδιότητα του ατόμου που είναι μελαγχροινός, μαύρος.
ΜΙΧΕΛΗΣ, ΜΙΧΑΛΑΣ, ΜΙΧΑΛΕΤΟΣ, ΜΙΧΕΛΕΤΟΣ, ΜΙΧΑΛΑΚΟΣ, ΜΙΧΑΛΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΙΧΑΛΑΚΕΑΣ, ΜΙΧΑΛΟΚΑΚΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Επώνυμα που ανήκουν στην κατηγορία των πατρωνυμικών, προερχόμενα από το βαπτιστικό όνομα Μιχαήλ.
ΜΠΑΝΙΑΣ, ΜΠΑΝΗΣ, ΜΠΑΝΕΛΗΣ, ΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη bani=ιδρυτής.
Μαυροσυρία (η): Αγριόχορτο με βαθυπράσινα πλατιά φύλλα. Αποδίδε­ται σε γυναίκα μαυριδερή στην όψη και πικρόχολη στο χαρακτήρα.
Μέρμηγκας (ο): Το μεγάλο μυρμήγκι. Κολακευτικό παρανόμι που αποδίδεται σε εργατικό άτομο. Αλλά και ειρωνικό γιατί είχε ψηλόλιγνα άκρα (χέρια, πόδια) ωσάν του μέρμηγκα.
ΜΗΤΣΗΣ-ΜΗΤΣΙΟΣ-ΜΗΤΣΙΩΡΗΣ-ΜΗΤΣΟΣ: Επώνυμο που προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Δημήτρης. Υποκοριστικό Μήτσος με διάφορες καταλήξεις.
Μίχχης (ο): Από το επιφώνημα «μίχχι» για τις ωραίες μυρωδιές. Λέμε «μίχχι κριάς», »μίχχι τηγανιτές πατάτες». Το παρατσούκλι πιθανόν να δη­λώνει τον απλό, τον άβγαλτο άνθρωπο.
Μοδόγλωσσο (το): Αγριόχορτο με πλατιά χνουδωτά φύλλα και γαλάζια ανθάκια. Αποδίδεται σε άνδρα γαλανομάτη, με άσπρο δέρμα. Υπάρχει και το ίδιο παρατσούκλι για γλωσσού, ασπριδερή γυναίκα.
Μουζούρης (ο): Ο μελαψός, ο μελαχρινός.
Μπουτζέλης: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη but=μηρός, μπούτι και την τουρκική λέξη zil=κρόταλο, κουδουνάκι.
Μούρκας: Η αμούργα. Το κατακάθι του λαδιού, η λάσπη του λαδιού. Αυτός που έχει το χρώμα της μούρκας.
Μουσαβέζης (ο): ο μεσοβέζης, ο ασταθής, ο αναποφάσιστος, ο άτολμος.
Μουστάκι(το): Άτομο με μουστάκι, χαρακτηριστικό για την καλλιτεχνι­κή του περιποίηση.
Μουστουρής (ο): Ο μουστερής. ο πελάτης, ο αγοραστής. Αποδίδεται σε άτομο με διανοητική αναπηρία και το οποίο αποδέχεται οποιαδήποτε προσφορά σαν καλός πελάτης. Ετυμολογικά η λέξη από την τουρκική musterί.
Μουτζής (ο): Από τη μούντζα δηλ. την επίχριση του προσώπου με κα­πνιά. Αυτός που του έχουν κάμει μουζωθιά στο μέτωπο ή πίσω από το αυτί για να μην τον πιάνει το μάτι.
Μπάκλας (ο): Από τη μπάκα, που σημαίνει κοιλιά. Αυτός που έχει με­γάλη κοιλιά.
Μπαρνταβής (ο): Από το μαρντάς, δηλαδή την ακαθαρσία της πληγής. μαρντάς – μαρνταβής – μπαρνταβής. Ο πληγιασμένος, ο ακάθαρτος, και κατ’ επέκταση ο άχρηστος.
Μπαλτουμας, Μπαλουξης, Μπαλουξογλου, Μπαλουχτσης, Μπαλτας, Μπαλτακος, Μπαλτιδης, Μπαλκατζης, Μπαλτατζιδης, Μπαλτατζογλου.Επωνυμο προερχομενο απο την τουρκικη λεξη bal = μελι
Μπουάς (ο): Ο μπογάς, ο ταύρος. Ο μεγαλόσωμος και βραδυκίνητος, σαν το μεγάλο αρσενικό ζώο, το βόδι.
Μπουγιουκας. Επωνυμο εξελληνισμενο προερχομενο απο το βουγιουκας το οποιο προερχεται απο την τουρκικη λεξη boyuk=μεγαλος
Μπούκλα (η): Η τούφα με σγουρά μαλλιά. Αποδίδεται σε γυναίκα εξ’ αίτιας του χτενίσματός της. Η φιλάρεσκη, η ωραιοπαθής. Ειρωνικό.
Μπουλίνος (ο): Ο μελαψός, ο μελαχρινός. Ο μέλας – μελανός – ο μουλινός – ο μπουλίνος. Ο κάτοχός του λεγόταν και μαύρος.
Μπούρος (ο): Από την ιταλική λέξη buro που σημαίνει το βούτυρο. Μι­κρό παιδί ο κάτοχός του προτιμούσε το βούτυρο, από τα κανόνια, σύμφω­να με την φασιστική προπαγάνδα: Che cosα volete burο ο cαnoni?
Μπουτσαΐ (το): Αυτός που έχει μικρό ανδρικό μόριο. Σκωπτικό παρανόμι.
Μυρού (η): Από το μύρον (η μυρωδιά). Γυναίκα η οποία περιλούεται τα αρώματα.
Μύστακας (ο): Το μουστάκι. Από το μύσταξ ο οποίος είχε τρίχες ιδιαίτε­ρα χαρακτηριστικές.
Μύττος (ο): Μεγεθυντικό. Αυτός που έχει μεγάλη μύτη. Λέγεται και «η μύττη».
Μαυραγανης. μαυραγανι, ειδ. σιταριου, με μαυρο αγανο ή αγανι, ο αθερας του σταχυου.
Μαυρουδης Μαυρουδης. μαυρουδι, το μαυρο κρασι.
Mυρεψος. Επωνυμο Βυζαντινο που κατατασεται στην κατηγορια των επαγγελματικων ειναι ο εμπορος αρωματων και καλλυντικων.
Μακελλαριος. Επωνυμο Βυζαντινο που κατατασεται στην κατηγορια των επαγγελματικων ειναι ο κρεοπωλης μοσχαρισιου κρεατος.
Μονεταριος Επωνυμο Βυζαντινο που κατατασεται στα επαγγελματικα ειναι ο χαρακτης νομισματων
Μελιγκουνακης. μελιγκονι, μυρμηγκι
Μπαλασκας. μπαλασκα, η φυσιγγιοθηκη
Μπαρμπαρεσος. μπαρμπαρεσα, ναυτικος ορος «απολαβειον», αλλα και εθνικο.
Μπασιας ή Μπασιας. Ετσι ονομαζει ο γυναικαδελφος τον αντρα της μεγαλυτερης αδελφης στην Θρακη. Ισως και απο το πασιας ή πασιας.
Μπιτσος Μπιτσιος. μπιτσος, μικροκαμωμενος, μπιτσιο, παιχνιδι ηπειρωτικο, ισως απο το βενετς. pizzolo μικρος.
Μποτης. μποτι ειδ. κανατι αλλα και απο το Παναγιωτης.
Μπουμπουρας. μπουμπουρος μπαμπουρι, ο τζιτζιρας, εντομο που πετα και βουιζει, ισως ονοματοποιημενο.
Μαλλιαράκης, παρατσούκλι από τη λέξη μαλλί.
Μαζαράκης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μάζης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (κορυφαίος)
Μάνεσης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(βραδύς)
Μάριζας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (της Μαρίτσας)
Μαύρεσης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
ΜΑΥΡΙΔΗΣ-ΜΑΥΡΑΚΗΣ-ΜΑΥΡΕΑΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βυζαντινό Μαύρος
με την κατάληξη –ιδης που προσδιορίζει Πόντο.
Κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη.
Κατάληξη –εας που προσδιορίζει Μάνη.
Μέγκουλας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μελέτης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσηςΜενάγιας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μέξας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ηπειρο)
Μόλας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (μόλε = μήλο)
Μουζάκης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπανίκας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπάρδης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής)
Μπαρμπάτης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπάρτσης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής)
Μπάστας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπελόκας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπελούσης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπέτσης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπίμπης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου ­ συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής)
Μπισκίνης Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος
Μπόζος .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(βαρέλας)
Μπόρσας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(πουγκής)
Μπούας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπούζης Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(χειλάς)
Μπουζίκης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Μπούκουρας Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(ωραίος)
Μπούμπας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (μαμούνας)
Μπόχαλης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(μπόχα = σκόνη).-
ΜΑΤΣΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη mac που σημαινει ξιφος ή maca που εχει πολλες σημασιες οπως γατουλα, μπαστουνι και παιγνιοχαρτα.
ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το τουρκικη λεξη mucur = μουτζούρα
ΜΕΡΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΕΡΤΗΣ, ΜΕΡΤΟΓΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λήξη mert=γενναίος, με την κατάληξη –πουλος που προσδιορίζει Πελοπόννησο.
ΜΠΑΛΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη bali=ο επικεφαλής, επιστάτης εργατών
ΜΠΟΥΝΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη bunak=υπέργηρος.
ΜΠΕΛΟΣ, ΜΠΕΛΛΟΣ, ΜΠΕΛΗΣ, ΜΠΕΛΙΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο α) από την σλαβική λέξη bel=άσπρος β) από τη λατινικη λέξη belο=όμορφος, καλός γ)από την λατινικη λεξη belum=πολεμος
ΜΠΟΥΣΙΑΣ, ΜΠΟΥΣΙΟΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χαράλαμπος, Χαραλαμπούσης.
ΜΠΕΛΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη belka που σημαινει ασπρη (αγελαδα και γενικα καθε λευκο ζωο.
ΜΠΙΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη bik που σημαινει ταυρος,Μπικελας.
ΜΠΟΥΜΠΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη buba που σημαινει εντομο, ζουζουνι.
ΜΠΟΥΡΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη bura που σημαινει τρικυμια, θυελλα, μπορα.
ΜΠΡΑΤΗΣ:Επωνυμο ροερχομενο απο τη σλαβικη λεξη brat που σημαινει αδελφος.
Μελεμενίδης, γιος ή απόγονος του Μελεμενή, κατοίκου της Μενεμένης της Μ. Ασίας.Μέλλιος, δόθηκε από κάποιον πρόγονο που ασχολιόνταν με τη μελισσοκομία.
Μενιδιάτης, αυτός που κατάγεται από το Μενίδι (όνομα περιοχής σε πολλά μέρη της Ελλάδας).
Μήλιος, χαϊδευτικό του ονόματος Αιμίλιος ή Μιχαήλ. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή να είναι αυτός που κατάγεται από το νησί της Μήλου.
Μπάκας, παρατσούκλι που προέρχεται από τη λατινική λέξη baca = κοιλιά.
Μπαλταδάκης, αναφέρεται σ’ αυτόν που κρατά balta (τουρκική λέξη) = τσεκούρι [ο ξυλοκόπος].
Μπασμάρης, από την τουρκική λέξη basma = αυτός που κατασκευάζει ή πουλά υφάσματα.
Μπατζόλης, παρατσούκλι που πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική λέξη baci = η μεγαλύτερη αδερφή. (;)
ΜΠΕΛΟΣ σλαβικό bel= άσπρος, ξανθός
Μπρισιμτζής, από την τουρκική λέξη ibrişimci = ο μεταξάς, αυτός που πουλάει μεταξωτές κλωστές. Μπορεί όμως το όνομα να έχει και μεταφορική σημασία και να εννοεί κάποιον που έχει καλή, χρυσή καρδιά.
Μπρούσαλης, αυτός που κατάγεται από την Μπρούσα (Προύσα) της Μ. Ασίας.
ΜΑΡΙΝΟΣ. Επωνυμο πατρωνυμικο προερχομενο απο το βαπτιστικο αρχαιο ονομα Μαρινος.Κατεγραμμενος αρχαιος ελλην ανατομος που εζησε περιπου το 90 π.χ και στον οποιο αποδιδονται 20 βιβλια με τις ενγειρησεις που διασωθηκαν.Επισης ο Μαρινος ο Τυριος σπουδαιος ελλην γεωγραφος που εζησε περιπου τι 100 μ.χ.Υπαρχουν 3 ομωνυμοι Αγιοι στην Ορθοδοξη Εκκλησια.Γιορταζει στις 18 Οκτωμβριου.
ΜΑΤΖΑΚΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βυζαντινό
Η κατάληξη –ακος προσδιορίζει την περιοχή της Λακωνίας – Μάνη.
Μακρυγιάννης .Συνθετο επωνυμο αποτελουμενο απο Μακρύς + Γιάννης.
Παπαϊωάννου.Συνθετο επωνυμο αποτελουμενο απο Παπάς + Ιωάννου.
ΜΑΤΖΙΑΡΗΣ, πιθανόν να προέρχεται από την αραβική λέξη manzar =όμορφος, αυτός που έχει ωραία όψη.
Μαντζιος. Επώνυμο που προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Αδαμαντιος,Διαμαντης=Διαμαντι=πολύτιμη πέτρα Ανήκει στα προερχόμενα ονόματα από την περιβάλλουσα φύση, πολύτιμοι λίθοι, μέταλλα όπως μάλαμα
Μάνος – Εμμανουήλ
Μήλιος – Μιχαήλ
Μπίτσιος – Δημήτριος
Μάλαμας.πιθανόν να προέρχεται από την αραβική λέξη manzar =όμορφος, αυτός που έχει ωραία όψη.
Μράφτσης.Επωνυμο ξενικο προερχομενο από τη σλαβική λέξη mrafts = μυρμήγκι.
ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι προσδιδόμενο σε σωματικές ή ψυχικές ιδιότητες του ατόμου, με την κατάληξη –ακης, που μπορεί να προσδιορίζει και Κρήτη. Άλλα παρόμοια: Μουστάκας, Μυστακίδης.
ΜΠΙΜΠΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ .ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΟΥΛΙ ΠΑΠΙΑΣ,ΧΗΝΑΣ,ΓΑΛΟΥ.ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΣΥΧΝΟ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΛΙΟΣΙΑ ΚΑΙ ΜΑΝΔΡΑ ΑΤΤΙΚΗΣ.
ΜΠΟΓΙΑΝΤΖΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΦΩΝΗΤΙΚΑ ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ.Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΦΩΝΗΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΙ ΦΘΟΓΓΟΙ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΑΝΕΛΛΗΝΙΣΤΟΙ Η ΚΑΚΟΗΧΟΙ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΖΟΥΝ ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΩΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΕΡΟ.ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑΜΠΟΓΙΑΤΖΙΔΗΣ,ΒΟΓΙΑΖΙΔΗΣ,ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ,ΒΟΙΑΖΗΣ
Μπουγιουκλής. Επωνυμο ξενικο προερχομενο απο την τουρκικη λεξη biyikli = ο μουστακαλής
ΜΟΛΕΣ. ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΑΒΙΚΟ MOLLA=ΘΕΟΛΟΓΟΣ,ΣΟΦΟΣ,ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΣ ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΞΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ.ΔΕΥΤΕΡΕΥΩΝ Ο ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟ [ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΣ]-ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΗΣ: Επώνυμο που κατατάσσεται στα ξενικά προερχόμενο από το ιταλικό βαπτιστικό όνομα margheritte (Μαργαρίτα – Μαργαρώ).
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ. Δύο είναι οι εκδοχές για το επώνυμο Μητσοτάκη. Σύμφωνα με τη μία Μη-είναι ο γιος του Μήτσου. Δενόμως να προέρχεται και από το βενετικό Αmitzo (Amiko) = φί-λος. Από το Amitzo με παράλειψη τουα και την προσθήκη της κατάληξης ottoερχόμαστε mizzotto.To Mizzo και Mizzotto στα ελληνικά αποδόθηκαν στο Μίτσος- Μήτσος, Μι-στότος – Μητσότος. Από το τελευταίοκαι με την κατάληξη –άκης φτάνουμεστο Μητσοτάκης
Μισούρας: αντί Μισουράς, που κατασκευάζει μισούρες (βυζαντινό.μίσσος, μίσσον)=βαθεια χωμάτινα πιάτα. Ή όρθη γραφη Μισσούρας
Μπαγκράτσας: αντί Μπακρατσάς, που κατασκευάζει μπακράτσες.Ή μπακράτσα η μπαγκράτσα καί μπαγκράτσι «τουρκ. bakrα~)=χάλκινο αγγείο.
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ: Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Μιχαήλ με την προσθήκη της κατάληξης –ακης που προσδιορίζει την Κρήτη.Παρόμοια:Μιχαλιάς, Μιχάλης, Μιχαλέτος, Μιχαλάς, Μιχαλάκος, Μιχαλακόπουλος, Μιχαλακέας, Μιχαηλίδης,Μιχαλακάκος.Μιχαήλ, στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός είναι ασύγκριτος
ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΣ: Επώνυμο που κατατάσσεται στα πατρωνυμικά με αρχική ρίζα το όνομα Μιχαήλ με παραγωγική κατάληξη –τσιάνος προσδιορίζοντας μια ιταλική καταγωγή.
ΜΠΑΖΑΙΟΣ:Επώνυμο που κατατάσσεται στα ξενικά προερχόμενο από το ιταλικό paesano = χωρικός. Συναντάται αρκετά στις Κυκλάδες.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ:Ευρωπαικο οικογενειακό όνομα με γαλλική καταγωγή. Από το βαπτιστικο όνομα Marcel εξελληνισμενο σε Μαρκελλος.Διαδεδομενο στην Ρωμαικη εποχη . Μακρυγιάννης .Συνθετο επωνυμο αποτελουμενο απο Μακρύς + Γιάννης.

–Ν——————————————————————————

ΝΑΝΟΥΣΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης=Γιάννης=Γιάνναρος=Γιανναράς, Γιαννούλης, Νούλης, Γιαννακάς, Γιαννούσης, Νούσης, Γιωβάννης, Νανούσης, Γιαννούρης.Ιωάννης ο Πρόδρομος ο βαπτιστής: γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ που ανήγγειλε τον ερχομό του Μεσσία, τον οποίο και εβάπτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη τον Αντύπα. Γιορτάζει στις 7 Ιανουαρίου.
Ναούμ: Επώνυμο με εβραϊκή καταγωγή προερχόμενο από το ναχούμ = παρηγορηθείς.
Νιάγκου: Επώνυμο από συγχώνευση, προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης=Γιάννης=Γιάγκος=Νιάγκος=Νιάκος=Νάκος=Νάκας.Απαντάται συχνά σε Ήπειρο και Μακεδονία
ΝΙΚΟΛΑΟΥ. ΠΑΤΡΩΝΥΜΙΚΟ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΕΥ ΠΡΟΘΗΜΑΤΟΣ Η ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΗΞΗΣ.ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΥΚΙΔΙΔΗ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΣΠΑΡΤΙΑΤΗ ΒΟΥΛΙΟΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΝ ΝΑ ΠΕΙΣΟΥΝ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΩΣΕΙ ΧΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΕΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ= ΝΙΚΗ +ΛΑΟΣ=ΝΙΚΗΤΗΣ ΛΑΟΣ.Ο ΠΙΟ ΓΝΩΣΤΟΣ ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ.ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ 6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ.
ΝΙΚΟΛΙΤΣΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Νικόπουλος, γιος ή απόγονος του Νίκου.
ΝΙΩΤΗΣ:Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών οικογενειακών προερχόμενο από την καταγωγή της νήσου Νιο=Ίος. Απλά αντίστοιχα Αξιώτης από την Αξιά=Νάξος
ΝΙΚΑΣ:Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών με αρχική ρίζα το βαπτιστικό όνομα Νικόλαος=Νίκος=Νίκας.
ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο απο το βαπτηστικο ονομα Νικολαος,Νικολετα και την καταληξη -πουλος που προσδιοριζει Πελοποννησο
ΝΤΙΜΠΟΥΡΛΙΑΓΚΑΣ : Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την λέξη ντιμπου, παράφραση του βαπτιστικού ονόματος Δέσποινα-Δέσπω-Γέπω-Ντέπο-Ντιπού και του βαπτιστικού ονόματος Λιαγκας ,Ηλιας,Λιακος.
ΝΤΙΜΠΟΥΡΓΙΑΓΚΑΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την λέξη ντιμπου, παράφραση του βαπτιστικού ονόματος Δέσποινα-Δέσπω-Γέπω-Ντέπο-Ντιπού και του βαπτιστικού ονόματος Ιωάννης-Γιάννης-Γιάγκας.
ΝΤΑΝΟΣ, Ντάνας: Επώνυμο προερχόμενο από την α) τουρκική λέξη dana=μοσχάρι β) αραβική λέξη dana=σοφός, διαβασμένος
Ντάγκας, πιθανό να προέρχεται από τη τουρκική λέξη dag = βουνό.Ντόριζας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (μικροχέρης)
Νταιλιανης. Επωνυμο προερχομενο απο 1) την τουρκικη λεξη dalyan = ποχη, ειδους γριπου.2) στην Κρητη Νταλιανης = λυγερος
Ντέκας, Ντέγκας: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη denk=ισόρροπος, ισόβαρος. ΝΤΕΡΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την α) τουρκική λέξη dere=κοιλάδα, ρέμα β) τουρκική λέξη deri=δέρμα, τομάρι.
ΝΤΙΝΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΝΤΙΝΑΝΤΟΛΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη dol που σημαινει χαραδρα (και χωριο της Δ. Μακεδονιας).
ΝΤΖΕΡΕΜΕΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από την τουρκική λέξη ceremo=ποινή, πρόστιμο.
ΝΟΥΣΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης=Γιάννης=Γιάνναρος=Γιανναράς, Γιαννούλης, Νούλης, Γιαννακάς, Γιαννούσης, Νούσης, Γιωβάννης, Νανούσης, Γιαννούρης.Ιωάννης ο Πρόδρομος ο βαπτιστής: γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ που ανήγγειλε τον ερχομό του Μεσσία, τον οποίο και εβάπτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη τον Αντύπα. Γιορτάζει στις 7 Ιανουαρίου.
ΝΟΥΛΗΣ : Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης=Γιάννης=Γιάνναρος=Γιανναράς, Γιαννούλης, Νούλης, Γιαννακάς, Γιαννούσης, Νούσης, Γιωβάννης, Νανούσης, Γιαννούρης.Ιωάννης ο Πρόδρομος ο βαπτιστής: γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ που ανήγγειλε τον ερχομό του Μεσσία, τον οποίο και εβάπτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη τον Αντύπα. Γιορτάζει στις 7 Ιανουαρίου.
ΝΤΕΤΣΙΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη decko που σημαινει παιδακι.Ντίνας.Επωνυμο μητρωνιμικο προερχομενο απο το ονομα Ντίνα, ο γιος της Κωνσταντίνας.
Νάκος – Ιωάννης
Νάσιος – Αθανάσιος
Νάστος – Αναστάσιος
Νούλης – Ιωάννης
Νούσιας – Ιωάννης
Νούτσος – Ιωάννης
Νότης – Παναγιώτης
Ντάφλος – Τριαντάφυλλος
Νούλα – Αναστασία
Ντούλας – Κωνσταντίνος
Ντίνος – Κωνσταντίνος

–Ξ——————————————————————————

Ξανθίδης, γιος ή απόγονος του ξανθού
ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό Ξανθός, που προέρχεται από σωματικές ιδιότητες με την κατάληξη –πουλος που προσδιορίζει την Πελοπόννησο. Κατά τον μεγάλο Τριανταφυλλίδη το Ξανθόπουλος χρησιμοποιήθηκε ως εξελληνισμένο οικογενειακό όνομα που δινόταν κατά κόρον την εποχή των προσφύγων Ελλήνων.

–Ο——————————————————————————

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΚΑΘΑΡΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΤΩΝ ΚΤΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Φροντιστής του Οικου του Θεού Ιερεας επιφορτισμενος με την φροντίδα του Ναού.ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΑΜΟΡΓΟΥ ΤΟ 1683.ΑΛΛΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ,-ΙΔΗΣ,-ΑΚΟΣ,-ΟΠΟΥΛΟΣ,ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ.
-ΟΥΔΗΣ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,ΘΡΑΚΗ,ΝΗΣΙΑΑΙΓΑΙΟΥ,ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ,ΚΥΠΡΟ
Οσμανστικίδης, από το μουσουλμανικό όνομα Osman και την ποντιακή κατάληξη -ίδης.-ΟΥΣΗΣ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΧΙΟ
Ουζούνης, από την τουρκική λέξη uzun =μακρύς, ψηλός

–Π——————————————————————————

Παγώνης, παρατσούκλι που προέρχεται από το παγώνι. Λιγότερο πιθανό είναι να προέρχεται από το ρήμα παγώνω.
ΠΑΓΩΝΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΠΑΓΩΝΑ
ΠΑΙΚΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη paiak που σημαινει αραχνη.
Παναρίτης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (από το Φανάρι)
Πάνου, γενική του ονόματος Πάνος, υποκοριστικού του Παναγιώτης
Παπαζήσης, σύνθετο από τις λέξεις Παπάς + Ζήσης
Παπασπύρος, σύνθετο από τις λέξεις Παπάς + Σπύρος
Παπαστάμος, σύνθετο από τις λέξεις Παπάς + Στάμος
Πατσέλας, πιθανό να προέρχεται από τη τουρκική λέξη paca = ο πατσάς
ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ: Επώνυμο σύνθετο από τη λέξη παπα- προερχόεμενη από την ιδιότητα του κληρικού παπάς και το βαπτιστικό όνομα Χρήστος. Συναντάται στην Άρτα.
ΠΕΡΔΙΚΑΡΗΣ, ΠΕΡΔΙΚΗΣ, ΠΕΡΔΙΚΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι, προερχόμενο από τον ζωικό κόσμο το πουλι η περδικα, το οποίο χρησιμοποιούσαν πολύ οι βυζαντινοί.
ΠΕΡΙΦΑΝΗΣ, ΠΕΡΗΦΑΝΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο οφείλεται σε ιδιότητα ατόμου. Υπερήφανος.Πρεπει να λάβουμε υπόψη και την ετυμολογία με βάση την λέξη «περιφανής» που σημαίνει πασίγνωστος, ένδοξος; Ταιριάζει περισσότερο στην ορθογραφία.
‘Αλλωστε το «ρη» με ήτα παρουσιάζεται σαν γραφή στα τελευταία 50 χρόνια και μόνο σε 2-3 μέλη της οικογένειας.Στα ίδια μέρη υπάρχουν επίθετα «Περήφανος» και άλλα με σαφή ρίζα στο «υπερήφανος».Τέλος η μεταφορά του τόνου, από την λήγουσα στο «περιφανής» στην παραλήγουσα στο «Περιφάνης» ίσως να γίνεται διότι οι καταλήξεις των επιθέτων στην περιοχή είναι συνήθως -ούλης, -άνης. -άμης κλπ υπονοόντας μάλλον το παιδί κάποιου.
Πιτσούλιας, πιθανό να προέρχεται από τη λέξη πιτσουλιά = ο λεκές που δημιουργείται από τη ρίψη υγρού
Πόλκας, (1) από την πολωνική λέξη polka = μισό βήμα, είδος παλιού ευρωπαϊκού χορού – (2) ή γυναικείο ένδυμα, κοντό μάλλινο πανοφώρι
Παντος. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια των πατρωνυμικων προερχομενο απο το βαπτηστικο ονομα Παντελης. Συνανταται στην Θεσσαλια αλλα και βορειοτερα.
Παλιουρας. παλιουρο, ο παλιουρος των αρχαιων, αγκαθωτο χαμοκλαδο.
Παπαρας. παπαρα, κεφαλι χωρις τριχες, ψωμι βρεγμενο σε νερο.
Παπουτσής, Παπουτσάς, Παπουτσιδάκης, Παπουτσάκης, Τσαγκάρης, Τσαρούχας: Επώνυμο προερχόμενο από επαγγελματική δραστηριότητα, συγκεκριμένα του υποδηματοποιού.
Πατακος. πατακος-πατακιος (Κρητη) μικροσωμος και ασχημος, αρχ. παταικος ισως απο το Φοινικικο ptah ή patah τα μικροσωμα ειδωλα των θεων στις πλωρες των φοινικικων πλοιων.
Πατσουρεας Πατσουρακης. πατσουρης σιμος.
Παχνης Παχνος. παχνι φατνη.
ΠΕΡΟΥΛΑΚΗΣ, ΠΕΡΟΥΛΗΣ, ΠΕΡΑΣ, ΠΕΡΡΟΣ, ΠΙΕΡΗΣ: Επώνυμο με ξενική ρίζα πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Piero
Πέππας: Επώνυμο με αρβανίτικη καταγωγή προερχόμενο από το ελληνικό Πέτρος ή το ιταλικό Giuseppe. .
Περπυρης.ισως να σημαινει πλουσιος, που εχει πολλα.
Πέτας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (πίτας)
Πρίφτης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης(παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα)
Προγόνης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσηςΠροκόπης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
ΠΕΛΕΝΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη pelen που σημαινει αψινθι.
ΠΕΤΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη peta που σημαινει φτερνα.
ΠΗΛΟΥΡΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη biljur που σημαινει κρυσταλλο.
ΠΟΥΤΕΤΣΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη putec που σημαινει δρομακος.
ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη pracka που σημαινει βεργα.
Παλτόγλου, από τη λέξη παλτό (το γνωστό σε όλους πανωφόρι) και την κατάληξη -oĝlu = γιος. Λιγότερο πιθανή η προέλευση από την τουρκική λέξη balta = τσεκούρι και την κατάληξη -oĝlu = γιος [ο γιος ή ο απόγονος του ξυλοκόπου].
Παναγιωτίδης, γιος ή απόγονος του Παναγιώτη.Παναγιωτόπουλος, γιος ή απόγονος του Παναγιώτη.
ΠΑΝΤΑΖΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΖΗ.
Παντελάκης, γιος ή απόγονος του Παντελή.
Παπαδόπουλος, γιος ή απόγονος του παπά (παπαδοπαίδι). Αποτελει ισως το πολυπληθεστερο επωνυμο στην Ελλαδα.
Παπάζογλου γιος ή απόγονος του παπά (παπαδοπαίδι). Από τις λέξεις παπά + oĝlu (στα υ,τουρκικά σημαίνει γιος).
ΠΑΣΧΑΛΙΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑ
Παχούμης, από το βαφτιστικό όνομα Παχούμιος/ άγιος της εκκλησίας μας.
Περμαθούλης, προέρχεται από το γυναικείο βαφτιστικό όνομα Περμανθούλα (όνομα που είχαν αρκετές Μικρασιάτισσες).
Παπαϊωάννου.Συνθετο επωνυμο αποτελουμενο απο Παπάς + Ιωάννου.
ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ. Το επώνυμο του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια διχάζει και αυτό. Στην απλή του εκδοχήμπορεί να προέρχεται από το παππούς.Μπορεί επίσης να προέρχεται και απότο «παπούλης» (ιερέας). Υπάρχει όμως και χωριό Παπούλια στη Μεσσηνία. ΕπίΤουρκοκρατίας υπήρχαν και όσπρια που λέγονταν παπούλια.
ΠΑΓΚΑΛΟΣ. Με ρίζες στα βάθη των αιώνων το επώνυμο του Θόδωρου Πάγκαλου (Παν+ καλός = ωραιότατος). Χρησιμοποιεί-ται συνεχώς ως ανθρωπωνύμιο από την κλασική αρχαιότητα.▪
Παλαμάς. Αυτός που έχει μεγάλες παλάμες (Πάσχει πιθανώς από ακρομεγαλία
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ:Επώνυμο βυζαντινό επαγγελματικό, σημαίνει αυτός που καταγίνεται με τα αρχαία.Παρασίδης, από την τουρκική λέξη para =χρήμα. Αυτός που έχει χρήματα.
Παγώνα (η): Θηλυκό μεγεθυντικό της λέξης παγώνι. Χλευαστικό γυναι­κείο παρανόμι για ψηλομύτα και γεμάτη έπαρση γυναίκα, η οποία είναι κακόγλωσση και κακόψυχη.
Παλάβας: Μεγεθυντικό του παλαβός που σημαίνει άμυαλος. Αποδό­θηκε το παρανόμι μάλλον κατ’ ευφημισμόν, σε άτομο έξυπνο.
Παλλάρας: Μεγεθυντικό του παλλαρός. Ο χαλαρός στις κινήσεις. Αυ­τός που περπατάει και κινείται πλαδαρά. Ο αγύμναστος.
Πάμιας: Η μπάμια. Αυτός που όταν τον αγγίξεις σε πιάνει φαγούρα, όπως συμβαίνει με το φυτό και τον καρπό του.
Παμπούκος (ο): Χαϊδευτικό ή σκωπτικό του Τσαμπίκος – Παμπίκος ­Παμπούκος.
Παννάδα (η): Από το ρήμα πανιάζω, γίνομαι σαν πανί, χάνω το χρώμα μου, χλομιάζω, κιτρινίζω. Ο παννιαρός, ο ρυτιδωμένος, ο χαλαρός, ο ασθε­νικός.
Παπαδί (το): Υποκοριστικό του παπάς. Ο μικρόσωμος παπάς. Σημαίνει και ο υιός του παπά, το παπαδοπαίδι που συνήθως είναι » … διαόλου αγγό­νι». Το πειραχτήρι.
Πάπος (ο): Αρσενικό της πάπιας. Αποδίδεται σε νάνο που το περπάτη­μά του είναι σαν της πάπιας, γέρνοντας δεξιά και αριστερά.
Παππουράς (ο): Μεγεθυντικό του πάππους. Σύμφωνα με άλλη άποψη πρόκειται για παρανόμι που οφείλεται στην ηχομιμητική επιδεξιότητα του κατόχου του, στη φωνή του πουλιού πάπια.
Παπούτσας: Αυτός που φορεί και σέρνει στο βάδισμα μεγάλα ή κομμέ­να παπούτσια. Χλευαστικό παρανόμι. Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο φαύλος.
Παραϊμωστός: Το παραγεμιστό δηλ. ο ντολμάς, το γιαπράκι. Ο κοντόχοντρος.
Πασπάρα (η): Το χωράφι με ασπροχώματα, χωρίς θρεπτικές ουσίες. Ο αμίλητος τύπος.
Παστιός: Υποκοριστικό της λέξης παστί(το) που σημαίνει το μικρό φρούριο ή το προπύργιο. Μεταφορικά ο μικροκαμωμένος αλλά μυώδης.
Πατερίκος (ο): Υποκοριστικό του πατέρας. Κολακευτικό παρατσούκλι για μικρόσωμο άνδρα που σε μικρή ηλικία αντικαθιστά τον πατέρα σ’ όλες τις γεωργικές εργασίες. Συνηθίζεται και το πατερί = ο μικρός πατέρας.
Πατσαούρας: Η πατσαβούρα. Το βρώμικο και κουρελιασμένο ύφασμα, που χρησιμοποιείται στην κουζίνα για καθάρισμα. Ο άχρηστος, ο τιποτένιος, ο παρακατιανός. Μεταφορικά η χωρίς αξιοπρέπεια γυναίκα.
Περγκούρα (η): Μεγεθυντικό της λέξης περγκούρι. Φαγητό µε σύβραση από χοντροαλεσμένο σιτάρι το οποίο έβραζαν προηγουμένως. Το πλιγούρι ή µπλιγούρι. Από το ότι ο κάτοχός του έτρωγε πολύ περκούρι.
Περιστέρης (ο) ή Περιστέρι (το): Ο κάτοχος του έτρεφε στα παιδικά του χρόνια πολλά περιστέρια. Πιθανόν και επώνυμο που έχει εγκαταλειφθεί.
Πέτσας: Το πετσί, το δέρμα, το τομάρι. Το ρήμα πετσώνω σημαίνει: φτιάχνω παπούτσια και πετρωτής είναι ο παπουτσής. Γυναικείο παρατσού­κλι για προξενήτρα του χωριού που κληρονομήθηκε από τους απογόνους της (βλ. πιτσού). Η αδύνατη γυναίκα. «Πετσί και κόκκαλο είναι».
Πίτσος: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι. Πίτσος = το ξύλο που στήνουν για σημάδι στις αμάδες.
Πισματσκά, Πισμάνης, Πεσματζής, Πεσματζόγλου: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη pisman=μετανοημένος.
Πούρος: Ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός (1774-1853) λεγόταν αρχικά Πούρος και Μπούρος. Προερχόμενη από την τουρκική λέξη burgu=τρυπάνι=Μπούργος, Πούργος, Πουργής. Πουλόπουλος, Πούλος, Πούλης, Πουλίτσας, Πουλίτσης, Πουλιτσάκης: Επώνυμα τα οποία προέρχονται από το πουλίτσι = πουλάκι με την κατάληξη –οπουλος = υποκοριστική, προσδιορίζει Πελοπόννησο.
ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ: Επώνυμο σύνθετο πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χρόνης, με την προσθήκη του συνθετικού πολυ-
Πιλλέρας: Μεγεθυντικό της λέξης πιλλ(ι)έρι που σημαίνει χτι­στός στύλος, οχυρωματικός πύργος (τα δυο πιλλέρια του Φιλέρημου). Ο ψηλόσωμος και γεροδεμένος άνδρας.
Πιλλιρης: Υποκοριστικό του πιλλέρι ως ανωτέρω. Κατά µαρτυρίαν του ιδίου του κατόχου του, απέκτησε το παρανόµι, επειδή μικρός περιφε­ρόταν ξεβράκωτος επιδεικνύοντας το … πιλλιρί του.
Πιπέρης (ο): Από το πιπέρι. Αυτός που ανακατεύεται σε όλα, όπως το καρύκευμα στα διάφορα φαγητά. Ο πειρακτικός, ο τσουχτερός, αλλά ο αθυρόστομος, ο άσεμνος. Θηλυκό: η Πιπερού. Υποκοριστικά: το Πιπεράκι, η Πιπερίτσα.
Πίπος (ο): Η ομοιότητα του µε κάτοικο της Βιλλανόβας (Παραδείσι) µε το ίδιο επώνυµο. Σηµαίνει τον επιτήδειο, τον καταφερτζή.
Πιτικάντας: Ο κάτοικος των Τριαντών. Ο πληθυντικός του παρα­τσουκλιού Πιτικάντες χρησιμοποιείται σκωπτικά για τους Τριαντενούς, οι οποίοι στήνοντας ξόβεργες µιµούνται το κελάδημα των πουλιών (πιτ-πιτ) για να τα ξεγελούν, να κάθονται και να πιάνονται. Ηχοµιµητική λέξη.
Πιτσούς: Από το πετσί, το δέρμα ή το τομάρι που χρησιμοποιείται για το µπάλωµα των παπουτσιών. Πετσί-πέτσα-πετσού-πιτσού. Εδώ πρό­κειται για προξενήτρα η οποία έχει την ικανότητα να «πετσώνει» τους πά­ντες. Να βρίσκει δηλαδή το ταιριαστό παπούτσι για τον καθένα.
Πίττας: Η γυναίκα που δεν έχει καµπύλλες. Γνωστή η φράση: «Πίττα µπρος και πίττα πίσω».
Πιττάρας: Μεγεθυντικό της πίτας, που σημαίνει το φύλλο της φραγκοσυκιάς. Εκείνος που έχει πλατύ και µεγάλο πρόσωπο.
Πιττερης: Από το πίτυρον στην τοπική ντοπολαλιά πίττερο. Ο έχων φακίδες στο πρόσωπο. Ο φακιδιάρης.
Πλανης: Το πουλί που βάζουν στο κλουβί, όταν στήνουν ξόβεργα για να πλανέψουν δηλ. να ξεγελάσουν µε τις φωνές τους τα άλλα πουλιά. Ο πλάνος, αυτός που μπορεί να παραπλανήσει τους άλλους, ο κράχτης.
Πλευρός: Από τη συνήθεια του κατόχου να κάθεται στο γάιδαρο όχι καβάλα, αλλά έχοντας τα πόδια του στην ίδια πλευρά του ζώου. Πιθανόν όμως να προέρχεται Και από το πλευρό, που σημαίνει χωράφι στα πλάγια του βουνού, το οποίο συνήθως έχει άγονο έδαφος, οπότε υποδηλώνει τον µονόχνωτο, τον μοναχικό, χωρίς επαφές µε άλλους.
Ποντικός (ο): Από το ποντικίσιο μουστάκι του.
Πορτολάτσος: Σύνθετο από το πορντή και το ρήμα λατσώνω. Ο δυσώ­δης ο βρωμιάρης.
Πούδουκλος: Το πέδικλο. Ο δεσμός που προσαρμόζεται στα πόδια των ζώων κω τα εμποδίζει να απομακρυνθούν, φτιαγμένος από λεπτά κλαδιά λυγαριάς. Ο κάτοχός του παρανομιού ήταν µοναδικός στην κατα­σκευή πεδίκλων. Μπορεί όμως να σημαίνει αυτόν που βάζει τρικλοποδιές.
Πούλλας: Η όρνιθα, η κότα. Αυτός που έχει λιγο µυαλό σαν την κότα.Και στην πραγματικότητα ο έξυπνος, ο πονηρός.
Πουλλης: Το πτηνό. Κολακευτικό παρατσούκλι µε δόση ζήλειας για γυναίκα εργατική, σβέλτη, µε γρηγοράδα πουλιού.
Ππάλλας (ο): Μεγεθυντικό του ππαλλαρός. Ο µεγάλος βλάκας. Θηλυκό η Ππάλαινα. Εδώ, πρόκειται για άτομο ήπιο και έξυπνο.
Ππούφος (ο): Το γνωστό πουλί µπούφος. Ένεκα οµοιότητας. Πιθανή εκδοχή προέλευσης η µπούφα – Ππούφα που σημαίνει η βαριά µμυρωδιά. Ο βρωμιάρης.
Πασιάς, από την τουρκική λέξη pasa =στρατηγός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ.Το επώνυμο Παπανδρέου είναι πιο απλό. Προέρχεται από το παπάς(πάππος = παππούς ) – Ανδρέας, Παπανδρέας, το οποίο ακολουθώντας τα αρχαία πρωτόκλιτα ουσιαστικάσχημάτισε τη λόγια γενική Παπαν-δρέου.
Παπαρήγα, γενική γραμματέας του ΚΚΕ. Είναι άκλιτη γενική (η Παπαρήγα της παπαρήγα) και δηλώνει την κόρη ή σύζυγο αυτού που ονομάζεται Παπαρήγας. Το επώνυμο είναι σύνθετο από το πρόθημα παπα (το αρχαίο πάποςπαπούς) και το ανθρωπωνύμιο (βαφτιστικό και επώνυμο) Ρήγας από το λατινικό ρεξ που σημαίνει βασιλιάς.Η χαρά και η υπερηφάνεια των αρχαίων Ελλήνων ήταν το όνομά τους το προσωπικό, ποτέ το επαγγελματικό ή ο τίτλος. Ο Περικλής δεν ήταν ο στρατηγός Περικλής ή ο πολιτικός Περικλής, αλλά ο Περικλής ο Ξανθίππου (υιός).Ιστορικά προηγήθηκαν τα βαφτιστικά και ακολούθησαν τα οικογενειακά, τα οποία στην συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονται από βαφτιστικά. Την κοινωνική μας παρουσία με το βαφτιστικό την κάνουμε συνήθως. Σπανίως ακούμε το επώνυμο και στο άκουσμά του δεν νιώθουμε και ευχάριστα.
ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ: Εξελληνισμένο επώνυμο από ιταλικό όνομα με ελληνική βυζαντινή ρίζα που έπαιρναν οι βενετσιάνοι τον 9ο και 10ο αιώνα. Ο πατρίκιος ήταν αρχικά βυζαντινός τίτλος, υπάρχει στην Ιθάκη. Στα λατινικά πατρίκια=αριστοκράτισσα.
ΠΛΑΤΩΝ:Επώνυμο προερχόμενο από αρχαίο ελληνικό παρατσούκλι που το προσδιδόμενο σε ιδιότητες σωματικές, δηλαδή ο έχων πλατύ στέρνο και μέτωπο.
Πολύζος .Επωνυμο πουπροερχεται από το ομώνυμο ευχετικό, βαπτιστικό η Πολύζω.
Πολυζώης. Το επώνυμο αυτό το συναντάμε σε μεγάλη κλίμακας βαφτιστικό σε διάφορα χωριό της Καλαμπάκας περί το 1754.
-ΠΟΥΛΟΣ . ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΛΛΟΠΟΝΗΣΟ.-(ο)πουλος, από το λατινικό pullus (πουλαράκι, πουλάκι). Η σημασία της ξεκίνησε από νεοσσούς: αετόπουλο, ορνιθόπουλο, παιδόπουλο, Παπαδόπουλο. Σήμερα η υποκοριστική σημασία της δεν είναι αντιληπτή και περισσότερο την αισθανόμαστε ως πατρωνυμική: Αναγνωστόπουλοςγιός του Αναγνώστη. Ηδη στη βυζαντινή εποχή χρησιμοποιείται ως πατρωνυμική κατάληξη (Αργυρόπουλος, Στρατηγόπουλοςγιος ή απόγονος του Αργυρού ή του Στρατηγού) με αμβλυμένη την υποκοριστική σημασία.
Πρωτοπαπας, Πρωτοπαπαδακης. Επωνυμο Βυζαντινο προερχομενο απο επαγγελματικο αξιωμα της πατριαρχικης εκκλησιας.
Πάντος – Παντολέων
Παράσκης – Παρασκευάς
Πύλιος – Σπυρίδων

–Ρ —————————————————————————–

ΡΑΒΑΝΟΠΟΥΛΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη ravan που σημαινει ισιος, πεδινος, επιπεδος αλλα και το revan ή revane ειδος περπατησιας.
ΡΑΓΚΑΒΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη rqkavu που σημαινει χειροδυνατος.
ΡΑΔΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη rad που σημαινει προθυμος, ευχαρις.
ΡΑΖΗΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από την τουρκική λέξη razi=ευχαριστημένος με προσθήκη την νεοελληνική κατάληξη –ης.
ΡΑΠΤΗΣ:Επώνυμο που κατατάσσεται στην κατηγορία των επαγγελματικών. Προέρχεται από το επάγγελμα του ράπτη
ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το λατινικό rex=βασιλιάς, ρήγας, με τη νεοελληνική κατάληξη –πουλος που προσδίδιε καταγωγή από Πελοπόννησο.
ΡΗΓΟΥ-ΡΗΓΑΚΗ-ΡΗΓΟΥΔΑ-ΡΗΓΟΥΛΑ: Βυζαντινός τίτλος για ξένους βασιλείς και ηγεμόνες με την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη.
Ράιος, πιθανόν να προέρχεται από το ρήμα ραγίζω ή ραΐζωΡάπτης, από το επάγγελμα ράφτης
Ρεβίθης, παρατσούκλι από τη λέξη ρεβύθι, το γνωστό όσπριο
Ρηγάλος, παράγωγο της λέξης
Ρήγας = ο βασιλιάς. Λιγότερο πιθανή η ερμηνεία από την ιταλική λέξη regalo = δώρο
ΡΩΞΑΝΑΣ: Επώνυμο που κατατάσσεται στην κατηγορία μητρωνυμικά που βασίζονται στο όνομα της μητέρας.Αρχαίο όνομα Ρωξάνη, θυγατέρα του Οξυάρτη, σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που μετά τον θάνατό του την σκότωσε ο Κάσσανδρος μαζί με τον γιο της.
Ριζίτης (ο): Ο καρπός που µεγαλώνει κοντά στη ρίζα του φυτού και που δύσκολα αναπτύσσεται. Αποδίδεται σε κοντόχοντρο άτομο.
Ρίζος (ο): Συνώνυμο του ριζίτης. Θηλυκό: η Ριζού.
Ροδίνος (ο): Όνομα µικρόσωµου σκύλου που γαβγιζε τους µεγαλό­σωµους συντρόφους του, οι οποίοι όμως τον αγνοούσαν. Αυτός που ανακα­τεύεται σε όλα, χωρίς να ζητούν τη γνώμη του και να τον υπολογίζουν.
Ρουµανίτης (ο): Μικρό πουλί που ζει μέσα σε ρουμάνια. Ο αγροίκος, ο ακοινώνητος.
Ρουφούνα (η): Μεγεθυντικό του ρουφούνι (ρουθούνι). Εκείνος που έχει μεγάλα ρουθούνια.
ΡΑΝΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη ran που σημαινει πρωιμος.
ΡΕΜΠΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη rep που σημαινει ουρα.
Ρένεσης. Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει ψεύτης.
Ρήγας από το λατινικό ρεξ που σημαίνει βασιλιάς.
ΡΗΓΟΥΤΣΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το ρήγας, που σημαίνει βασιλιάς και την κατάληξη –ουτσος. Το επώνυμο συναντάται στην Σύρο.
Ρούκας, Ρούκης: Επώνυμο προερχόμενο από την σλαβική λέξη ruka=χέρι.ΡΙΜΠΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη riba που σημαινει ψαρι.
ΡΟΥΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη ruka που σημαινει χερι.
Ραπτάκης, υποκοριστικό του επαγγέλματος ράπτης.
Ρούδης, η πρώτη εκδοχή να είναι υποκοριστικό του ονόματος Αργυρός (Αργυρούδης). Η δεύτερη από το δέντρο ρούδι, του οποίου ο φλοιός χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία αλλά και στη μαγειρική και τη φαρμακευτική. (;)
Ρουμελιώτης, ο κάτοικος της Ρούμελης (η περιοχή της Στερεάς Ελλάδας).
Ρουσάκης, παρατσούκλι που προέρχεται από τη λατινική λέξη roussa που σημαίνει ο κόκκινος.
Ρετζέπης, από την τουρκική λέξη recep που είναι ο έβδομος μήνας του ημερολογίου τους.
ΡΩΞΑΝΑΣ: Επώνυμο που κατατάσσεται στην κατηγορία μητρωνυμικά που βασίζονται στο όνομα της μητέρας.Αρχαίο όνομα Ρωξάνη, θυγατέρα του Οξυάρτη, σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που μετά τον θάνατό του την σκότωσε ο Κάσσανδρος μαζί με τον γιο της.
ΡΩΞΑΝΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΡΩΞΑΝΗ

–Σ——————————————————————————

Σαμαράς, Προέρχεται από το προσηγορικό (κοινής έννοιας) ουσ. σαμάρι με την κατάληξη -ας με την οποία σχηματίζονται επαγγελματικά ουσιαστικά (ψωμάς, ψαράς, λαδάς, ωρολογάς). Στο σαμάρι υπάρχει η αρχαία ελληνική λέξη σάγμα (σέλλα, σαμάρι, εφίππον, από το ρήμα σάττω (φορτώνω, συσκευάζω) και τη λατινική κατάληξη -αριουμ- αριονσαγμάριο – σαμάριον – σαμάρι. Τη λέξη δανείστηκαν από μας οι Τούρκοι και την έχουν στη γλώσσα τους ως σεμέρ, όπως έχουν και το σεμερσί που σημαίνει σαμαράς.
ΣΑΛΒΑΡΗΣ(σαλβάρι) φαρδύ παντελόνι, βράκα ασιατικής καταγωγής.
Σαρηγιάννης, σύνθετη λέξη, από την τουρκική sari = ξανθός + το βαφτιστικό όνομα Γιάννης. Σταυρακης, Σταυρακακης, Σταυρακας, Σταυριανος, Σταυριανοπουλος, Σταυριδης, Σταυροπουλος, Σταυρουλιας, Σταυρου, Σταυρουδης, Σταυρουλης, Σταυριτσης, Σταυροπουλος. Επωνυμο πατρωνυμικο προερχομενο απο το βαπτιστικο ονομα Σταυρος με παραγωγικες καταληξεις αλλα και διαφορα προθηματα οπως καρα-, παπα-, χατζη-. Σταυρος ονομα προερχομενο απο τον τιμιο σταυρο. Εορταζει στις 14 Σεπτεμβριου.
Σαρίδης, γιος ή απόγονος του sari = ξανθός.
Σαριντζιώτης, δόθηκε σε κάποιους προγόνους που είχαν δουλέψει στο κτήμα Σαρίντζ της Τουρκίας.
Σαραβάνες(η): Πληθυντικός του σαραβανάς. Αυτός που παράγει σαραβάνες. Κοινό παρατσούκλι των Κρεµαστενών γεωργών οι οποίοι παράγουν τα ως άνω κολοκύθια.
Σάρτας(ο): Από το σαρτώ που σημαίνει πηδώ. Ο ζωηρός, ο παραγωγι­κός, ο σάτυρος.
Σάββας, από το κύριο όνομα Σάββας
Σαλαγιάννης, σύνθετο όνομα από τις λέξεις
Σάλα (πιθανόν να σημαίνει την ιταλική λέξη sala, το μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού ή το ρήμα σαλαγώ, μετακινώ, κατευθύνω το κοπάδι ) + Γιάννης
Σαλτερής τόπος καταγωγής όπου και συναντάται το επώνυμο: ορεινή Νάξος – Τραγαίααλλού: Ιταλία.Επωνυμο προερχομενο απο το λατινικο saltus – salteris νομίζω ότι στα λατινικά (δρυμός). Η γενική σημαίνει του δρυμού. Ίσως δασοφύλακας ή ο επιφορτισμένος με τον έλεγχο των δασών (οργάνωση φεουδαρχική – Δουκάτο Κυκλάδων με πρωτεύουσα τη Νάξο)
ΣΙΜΩΣΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο α) από το βαπτιστικό αρχαίο ελληνικό όνομα Σίμος=πλακουτσομύτης β) Από το αρχαίο ελληνικό όνομα Σίμων το οποίο προέρχεται και αυτό από το Σίμος=πλακουτσομύτης.
Σαλτογιάννης, σύνθετο όνομα από τις λέξειςΣάλτο (ιταλική λέξη salto, άλμα) + Γιάννης
Σαμαντάς, αυτός που κατάγεται από το χωριό Τσαμαντάς της Θεσπρωτίας
Σανδαλίδης, από τη λέξη σανδάλι = πέδιλο και την κατάληξη -ίδης
Σκάντζας, ουσιαστικό από το ιταλικό ρήμα scansare = αλλάζω βάρδια
Σκουτέρης, λέξη που σημαίνει το πρώτο παλικάρι του τσέλιγκα
Σόμπολος, σύντμηση και παραφθορά*** του ονόμ. Χριστόδουλος
Σπετσέρης, από την ιταλική λέξη spezieri = φαρμακοποιός
Σπυρέλης, υποκοριστικό του ονόμ. Σπύρος
Σπυρόπουλος, από το όνομα Σπύρος και την κατάληξη –πούλος (γιος, απόγονος)
Σταμούλης, υποκοριστικό του ονόμ. Στάμος που είναι σύντμηση του Σταμάτιος
ΣΙΑΜΙΔΗΣ, ΣΑΜΙΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη sami=ψηλός ή ακροατής.
ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ, ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών, προερχόμενο από την σπηλιά. Ανάλογα την κατάληξη προσδιορίζεται και η καταγωγή –πουλος=Πελοπόννησος, -ακης=Κρήτη.
Σβίγγος(ο): Είδος γλυκίσματος σε βώλους, µε αλεύρι και αβγά. Αποδί­δεται σε κοντόχοντρο άτοµο.
Σγουρος. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια τν μητρονυμικων, προερχομενο απο παρατσουκλι. Σγουρος = ο εχων σιγουρα μαλλια. Το θηλυκο ειναι σγουρω. Το επωνυμο απανταται εις Ηπειρο, Ζαγουρο.
ΣΕΡΓΙΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη sergi=χαλί, ψάθα, έκθεση (έκθεση πραγμάτων για πούλημα). Σεργής, Σεργίδης, Σεργόπουλος.
ΣΤΕΦΑΝΟΥ: Επώνυμο πατρωνυμικό το οποίο προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνομα Στέφανος, από το ρήμα στέφω=στεφανώνω, τιμώ. Με σπουδαιότερο τον Στέφανο τον Αθηναίο, τον γιο του Θουκυδίδη. Ο Άγιος Στέφανος ο πρωτομάρτυς ήταν ένας από τους πρώτους επτά διάκονους της χριστιανικής εκκλησίας. Γιορτάζει στις 27 Δεκεμβρίου.
Σπανος. Επωνυμο το οποιο προερχεται απο παρατσουκλι που αποδιδεται σε σωματικη ιδιοτητα.
Σκαδούρα(η): Μεγεθυντικό από το σκάδι, που σηµαίνει το ξηρό σύκο, το πολύ ώριµο. Εκείνος που τρώει σύκα ξερά. Αφορά όµως και ζαρωµένη γυναίκα, που λερώνεσαι όπου κι αν της αγγίξεις.
ΣΚΑΡΛΗΣ, ΣΚΑΡΛΑΤΟΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βυζαντινό όνομα Σκαρλάτος (scarlet=το πορφυρό χρώμα) (βόρεια Ελλάδα)
Σκαλάχρας: Μεγεθυντικό του σκάλαχρου. Το σκάλαχρο είναι εργαλείο του φούρνου µε το οποίο σκαλίζουν την καρβουνισιά, και τρίβουν το φούρνο. Αυτή η γυναίκα που χώνει τη µύτη της παντού, και σκαλίζει τα πάντα. Η ξεσκαλώτρα.
Σκυλλοµαµµής : Εκείνος που αγαπά τα ζώα και ασχολείται µε τα µι­κρά τους. Ιδίως µε τα σκυλάκια.
Σουκούλης, Σουκούρης, Σουκουριάδης, Σουκούρογλου: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη sokur = τυφλός, μονόφθαλμος.
Σουλλής : Πιθανές εκδοχές προέλευσης: ο σωλήν ή ο σουβλής. Ο σου­βλής είναι υδρόβιο πτηνό µε ψηλά πόδια και σουβλερή µύτη. Πρόκειται για λεπτό και ψηλό άνδρα.
Σουλούνας σουλούνης = ο σωλήνας. Η µακριά και αδύ­νατη γυναίκα, χωρίς τις φυσικές σωματικές καμπύλες.
Σουλτανίς .Υποκοριστικό της σουλτάνας. Σκωπτικό παρανόμι γυ­ναίκας που μεγαλοπιάνεται και παριστάνει την πλούσια µε τις πολλές ανέ­σεις και τα µεγαλεία. Ακούγεται και ως λολλοσουλτανί.
Σουσουνιάρης: από το σούσουνας που ση­µαίνει ο καύλος του κροµµυδιού (Θύσανος-Θούσουνας-σούσουνας). Κοροϊδευτικό για τους γεωργούς που καλλιεργούν και παράγουν πολλά κροµµύδια µε σουσούνους.
ΣΟΦΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο α) από παρατσούκλι που εκφράζει ψυχική ή σωματική ιδιότητα β) προερχόμενο από την αραβική λέξη sof=τσόχα.
ΣΠΙΘΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που ανταποκρίνεται σε ψυχική ή σωματική ιδιαιτερότητα του ατόμου. Σπίθας=ο γρήγορος, ο έξυπνος. Υπάρχει στη Νότια Εύβοια.
ΣΤΕΡΓΙΟΥ ,ΣΤΕΡΓΙΩΤΗΣ: Προέρχεται από το ευχετικό βαπτιστικό όνομα Στέργιος=να στεργιώσει.Η καταγωγή του ονόματος είναι βλάχικη. Η κατάληξη –ιώτης είναι αρχαία ελληνική.Συναντάται ως επώνυμο στα Επτάνησα.
Σπίνος(ο): Το πουλί. Από την ομοιότητα του κατόχου ως προς τη φωνή και τη µύτη, µε το πουλί.
Στελλίτης (ο): Αυτός που έχει µακριά στελλιά (σκέλη, πόδια). Συναντάται η λέξη και στην κατάρα: «Στελλίτης να σε πιάσει» = Τέτανος να σε πιάσει.
Στοιχειός : Το ξωτικό, το φάντασμα. Ο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, ο σκελετωµένος.
Σφηκαόνης (ο): Από το σφηκαόνι το οποίο είναι είδος µμικρής σφήκας. Επίθετο οικογενειακό, που αντικαταστάθηκε µε την Ενσωμάτωση. Διατη­ρείται όμως σαν παρατσούκλι, αλλά και ως επώνυμο από μετανάστες στην Αμερική. Σύμφωνα με μαρτυρία συγγενούς του, ο κάτοχος του κινδύνευσε από το κέντρισμα της σφήκας
Σγούρης. Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει
ΣΙΑΜΠΑΝΗΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από την τουρκική λέξη saban=άροτρο ή saban=ηλίθιος με προσθήκη την νεοελληνική κατάληξη –ης που συνήθως έχουν τα επώνυμα με τουρκική ρίζα.
β]Σαμπάνηδες ή Γιαμπάνηδες αποκαλούσαν επί Τουρκοκρατίας τους ψευδομουσουλμάνους (αυτούς που τύποις αποδέχονταν το Κοράνι) με ονειδιστική σημασία.
ΣΜΥΡΝΙΟΥ:Επώνυμο που κατατάσσεται στην κατηγορία των εθνικών που έχει και παράλληλα τύπο τουρκικό προερχόμενο από την Σμύρνη Μικρά Ασία.
ΣΤΑΜΠΟΛΙΔΗΣ:Επώνυμο που κατατάσσεται στην κατηγορία των εθνικών με ξενική τουρκική καταγωγή προερχόμενο από το stanbul=η πόλη (ις ταν πουλ= εις την Πόλη), με την τοποθέτηση της κατάληξης –ιδης που προσδίδει ποντιακή καταγωγή.
Σκλέπας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει(κουτσός)
Σκλήρης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (συχνό στη Βοιωτία)
Σκούρας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει
Σούγκρας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (που τσουγκρίζει)Σούκουλας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει(κουρελής)
Σούλης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (ψηλός, λεβέντης)
Σουμάκης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει
Σούρπης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει(ρουφηχτής)
Σπάτας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (σπάθας)
Στίνης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει(που σπρώχνει
Σχηματάρης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (κομψευόμενος
Σερεφιάς, από την τουρκική λέξη şeref = τιμή, δόξα, μεγαλείο.
ΣΑΠΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη βουλγαρικη λεξη sapka που σημαινει κουκουλα, πηλικιο.
ΣΔΡΑΒΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη zdrav που σημαινει γερος, υγιεις.
ΣΟΥΡΛΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη surla που σημαινει προβοσκιδα ή φλογερα.
ΣΤΑΣΙΝΟΣ-ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ:Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Αναστάσης, το οποίο και προέρχεται από την Ανάσταση του Χριστού. Γιορτάζει την ημέρα του Πάσχα.
ΣΙΜΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από αρχαίο ελληνικό παρατσούκλι προσδιδόμενο σε ιδιότητες σωματικές, ψυχικές, πνευματικές. Σιμη =πλατεια μυτη.Άλλα παρόμοια: Σμίκρων, Πλάτων, Πλατής, Σαπφώ, Στράβων, Μιλτεύς, Μιλτιάδης, Φαλακρός, Κέφαλος, Χείλων, Πράος, Μακάριος, Γενναίος, Σύντροφος, Ορφανός.
ΣΑΜΨΩΝΟΓΛΟΥ:Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από το εβραϊκό παρατσούκλι σαμψών = μικρός ήλιος και την κατάληξη –ογλου, που προσδίδει ανατολία.
ΣΤΟΥΚΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη stuka που ειναι ειδος ψαριου.
ΣΤΡΙΓΚΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη strig που σημαινει κουρα κυριως προβατων.
Σκαντζούρης, ουσιαστικό από το ιταλικό ρήμα scansare = αλλάζω βάρδια.
Σουβατζής, επαγγελματικό όνομα από την τουρκική λέξη suvaci.
Σπυράκης, υποκοριστικό του βαφτιστικού ονόματος Σπύρος.
Σταφυλίδης, γιος ή απόγονος του Σταφυλά (επαγγελματικό).
Σωτηρίου.Επωνυμο πατρωνυμικο ο γιος ή απόγονος του Σωτήρη.
ΣΑΜΙΟΣ. ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΥΤΟ ΚΑΤΑΤΑΣΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΑΠΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ.ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΜΕ ΜΟΝΗ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΟ -ς ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙΤΟ ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΤΟΥΣ ΓΕΝΟΣ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΧΑΝ ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
Σαρρής. Κίτρινος (πάσχων από ηπατίτιδα) η Ξανθός – απαντάται συχνά σαν πρόθεμα (Σαρη-γιαννης,Σαρη-μανωλης) άλλα και ως υποκοριστικό Σαριδάκης
Σερέπετσης. Από το τουρκικό σαραπτσής (Sarap ,Sarapci) οινοποιός. Είναι φανερό ότι το προσωνύμιο δίνονταν σε Έλληνες από τους Τούρκους, εφόσον κάνεις Τούρκος δεν θα μπορούσε να ασκεί το επάγγελμα δημοσίως.
Συγκελίδης. Οφίκιο του Πατριαρχείου. (συν+κελί) Σύμβουλος του επίσκοπου που έμενε μαζί του, στο ίδιο κελί. Πρόσωπο της απολυτού εμπιστοσύνης του αλλά και της εύνοιας του.
Σαπρανίδης. Αν δεν προέρχεται από την Σαφράμπολη και το Σαφράν τουρκικο Safran, Ζαφορά , μπορεί να σημαίνει τον χολωμένο, πικραμένο, κιτρινιάρη, αρρωστιάρη από το τουρκικο safra=χολή
Σερδάρης, από την τουρκική λέξη serdar = διοικητής.
Σέντζας: αντί Σεντζάς, ό κατασκευαστης σεντζίων. Τo σέντζιο ήταν ειδος καθίσματος τών Βυζαντινών, που στηριζόταν σε 24 μαρμαρένιους κίονες. Δεν ειχε κλίμακα πρός τόν ίππόδρομο, για να προστατεύεται ό αυτοκράτορας άπό ενδεχόμενες επιθέσεις τών θεατών. Τό κάθισμα ειχε διάφορα πατώματα. Στο άνώτερο κάθονταν δ αυτοκράτορας με τους άξιωματούχους του (βλ. Κυρ. Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Έλλάδα, τ. Α’, σ. 203, ύποσημ.4).
Σημανδούρας, παρατσούκλι από τη λέξη σημαδούρα, που είναι το σημάδι που επιπλέει στη θάλασσα ως αναγνωριστικό.
Σιώπης, στα βουλγάρικα σημαίνει χωριάτης.
Στοίδης, Επωνυμο προερχομενο 1] από το Στόι=Στάσου, κατ επέκτασην αυτός που Στέκεται, ο Στέκων όρθιος σε ακινησια ή στάση προσοχής 2]από τη σλαβική λέξη stoi που σημαίνει «εκατό».3] Πιθανόν όμως να σημαίνει και «είκοσι» και να είναι τουρκικής προέλευσης.
ΣΙΑΚΗΣ ή ΣΙΑΞΗΣ ή ΣΙΑΖΗΣ : Αυτός που ισιάζει, διευθετεί, διορθώνει,εξομαλύνει.. (ρήμα ΣΙΑΖΩ – ΕΣΙΑΞΑ δηλ. διόρθωσα)
ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗΣ. Κατά τον Δ. Βαγιακάκο, προέρχεται από το επώνυμο Τσιβιτανίδης, το οποίο σχηματίστηκε από τη λέξη τσιβιτάνος (civitanus).Τσιβιτάνος ονομαζόταν ο διοικητής διαμερίσματος χώρας ή ο καπετάνιος, ο πλοίαρχος κατέργου (= ιστιοφόρο πολεμικό ή πειρατικό πλοίο με δύο ή τρεις σειρές κουπιών).Η λέξη βρίσκεται στο Κυπριακό Χρονικό του Μαχαιρά, όπου αναγράφονται τα εξής: εμήνυσεν … τούς τζιβιτάνους … νά ποίσουν καλές βίγλες», «νά ποίσουν οι Κυπριώτες νά είναι ομπρός του τζιβιτάνου των αυτών κατέργων» και «ο Τζακέ τέ Μπιτζέλ ο τζιβιτάνος του μαρτζασίου».Από το επάγγελμα, λοιπόν, σχηματίστηκε το παρωνύμιο Τζιβιτάνος ή Τσιβιτάνος, το οποίο εξελίχθηκε σε οικογενειακό όνομα και από αυτό προέκυψε το επώνυμο Τσιβιτανίδης (ο υιός του Τσιβιτάνου) και Σιβιτανίδης.
Σημίτης, πρωθυπουργός. Η γραφή αυτή μας οδηγεί στους Σημίτες, αρχαίους ανατολικούς λαούς. Σημιτικής καταγωγής είναι οι Αραβες, Εβραίοι, Παλαιστίνιοι, Ασσύριοι, Χαλδαίοι κλπ. Η διάκριση είναι γλωσσική και όχι φυλεκτική. Ολοι ανήκουν στη λευκή φυλή. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ανήκουν στους Χαμίτες. Επομένως το Σημίτης προέρχεται από το ανθρωπωνύμιο Σημ, πρώτο γιο του Νώε, με την προσθήκη της κατάληξης-ίτης.Το επώνυμο όμως του πρωθυπουργού, διευκρινίζει ο συγγραφέας, προέρχεται από το τουρκικό σιμιτ (κουλούρι, σμίτι) και Σιμίτης σημαίνει κουλουράς, κουλουρτζής, κουλουροπώλης. Πολλές λέξεις που σημαίνουν φαγώσιμα με την προσθήκη του τελικού -ς έγιναν οικογενειακά ονόματα: καρβέλι – Καρβέλης, κουλούρα – Κουλούρας, λαγάνα – Λαγάνς, πιπέρι – Πιπέρης, ρεβίθι – Ρεβίθης.
Σδράκας -Σδρακάς – σδρακά: Επωνυμο επαγγελματικο προερχομενο απο τονξύλινο τρίποδα, βαρύς, για το ίδιασμα του νήματος του αργαλειού
ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ: Επώνυμο που κατατάσσεται στα εθνικά οικογενειακά. Με αρχική ρίζα το Σούλι με την κατάληξη –ιώτης
ΣΜΑΡΑΓΔΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, ΣΠΥΡΟΥ, ΣΠΥΡΑΚΗΣ, ΣΠΥΡΑΤΟΣ, ΣΠΥΡΕΑΣ, ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ: Επώνυμο που ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών με αρχική ρίζα προερχόμενη από το βαπτιστικό όνομα Σπύρος.Ο Αγιος Σπυριδων εζησε τον 4 αιωνα και καταγοταν απο την Κυπρο.Γιορταζει στις 12 Δεκεμβριου
ΣΑΛΔΑΜΑΡΙΟΣ: Επώνυμο βυζαντινό που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων, είναι ο παντοπώλης.
ΣΗΡΙΚΑΡΙΟΣ: Επώνυμο βυζαντινό, που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων,είναι ο ράφτης των μεταξωτών υφασμάτων.
ΣΠΑΘΑΡΗΣ: Επώνυμο βυζαντινό απο τιμητικό αξίωμα. Ανήκει στην κατηγορία επαγγελμάτικων.
ΣΤΑΒΑΡΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το σταβάρι = το τιμόνι του αλετριού. «Ήθελ’ από πρινάρι, το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι» Βαλαωρίτης, Φωτεινός Α, 124-5
ΣΤΕΡΓΙΩΤΗΣ:Σύνθετο επώνυμο. Προέρχεται από το ευχετικό βαπτιστικό όνομα Στέργιος=να στεργιώσει.Η καταγωγή του ονόματος είναι βλάχικη. Η κατάληξη –ιώτης είναι αρχαία ελληνική.Συναντάται ως επώνυμο στα Επτάνησα.
ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ:Επώνυμο που κατατάσσεται στα εθνικά οικογενειακά, προερχόμενο από την στεριά.
Στεριανός, Στεριαννάκης, Στεριαρής .β) Ίσως προέρχεται εκ του βαπτιστικού ονόματος Στέργιος (έχει γίνει ανάλυση από το blog) με την προσθήκη της κατάληξης –αρης.
ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ.Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η κατάληξη σε -όπουλος είναι πατρωνυμικό του βαφτιετικού Στέφανος, το οποίο είναι αυτούσιο, το αρχαίο (ομηρικό) προσηγορικό ουσιαστικό στέφανος… στεφάνιον… στεφάνι. Οι παραγωγικές καταλήξεις -άνος, -άνον σχηματίζονται ουσιαστικά από ρήματα και δίνουν σ’ αυτά τη σημασία του οργάνου: στέφω – στέφανος, δρέπω – δρέπανον.
Σιάνα – Σωσάνη
Σιόζιος – Θεόδωρος
Σιούλας – Αναστάσιος
Σιώμος – Θωμάς
Σίμος – Συμεών
Στασινή – Αναστασία

–Τ——————————————————————————

ΤΑΚΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο (κατά την βιβλιογραφία του Αθ. Μπούτουρα σε βιβλίο του το 1912) από το βαπτιστικό όνομα Δημήτριος=Δημητράκης=Τάκης, προστιθέμενης της κατάληξης –ος = Τάκος
ΤΑΤΣΙΩΝΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη tac=στέμμα
ΤΑΣΟΥΛΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Τζεπος, Τζουζεπος. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια των πατρωνυμικων προερχομενο απο το ξενο και ιταλικο βαπτηστικο ονομα Giuseppe (Ιωσηφ).
Τάτσης . Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει Δημητρακης
Τέγας, σύντμηση και παραφθορά στην Ήπειρο αλλά και τη Μακεδονία, του ονόμ. Στέργιος
Τζουροπάνος, σύνθετο όνομα από τις λέξεις Τζούρα (ιταλική λέξη usura = γουλιά, ρουφηξιά) + Πάνος
Τσαμποδήμος, σύνθετο όνομα από τις λέξεις Τσάμπα (δωρεάν) ή Τσαμπί (κομμάτι σταφύλι) + Δήμος
ΤΣΑΝΤΑΡΟΛΑΚΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη cadir=τσαντίρι, σκηνί (cadirci=αντισκηνοποιός) και το υποκοριστικό από βαπτιστικό όνομα Λάκης. Συναντάται στην Κρήτη.
ΤΣΑΜΗΣ. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια των εθνικων.Ειναι η ονομασια των Αλβανων της Τσαμουριας στα νοτια της Αλβανιας.
ΤΖΕΚΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το ιταλικό πατρώνυμο Τζουζέπε, Τζέπος
ΤΡΑΝΟΥΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι ο τρανός=ο πολύ γνωστός, διάσημος με την κατάληξη –ουδης. Συναντάται στη Νάξο στο όμορφο χωριό Σαγκρί.
Τσιάγκλης, από την τουρκική λέξη cagli = ευτραφής, εύσωμος
Τσιλιγιάννης, σύνθετο όνομα από τις λέξεις Τσίλι (τουρκική λέξη cilli = αυτός που έχει φακίδες) + Γιάννης
Τσούτσουρας, πιθανό να προέρχεται από το ρήμα τσουτσουριάζω= ανατριχιάζω
ΤΣΕΡΜΠΙΝΗΣ: Επώνυμο καταγόμενο από παρατσούκλι από την βλάχικη λέξη tserbu=ελάφι με την νεοελληνική κατάληξη –ινης.
Τσαμαντάς .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει(τσα- ή χαϊ- μ’ ντα = πήγαινε πιο κοντά)
Τσαπόγας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει(ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)
Τσιγκας. Επωνυμο που προερχεται α) απο την αραβικη λεξη cike=πουλακι, σπαθι, λιγο
β)απο τον τσιγκο=μεταλλο
ΤΣΙΧΛΗΣ, ΤΣΙΧΛΑΣ: Επώνμο προερχόμενο από παρατσούκλι που εκφράζουν ιδιότητα ζώων ή πτηνών. Πιθανότατα το πουλί τσίχλα.
Τσιότσης, Τσιότσιας: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χρυσόστομος, Χρύσιος.
ΤΟΥΤΟΥΦΑΣ, ΤΟΥΤΟΥΝΑΣ, ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη tutun=το φυτό καπνός.
ΤΣΑΓΑΝΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο αποδίδει ψυχική ή σωματική ιδιότητα ανθρώπου. Τσαγανό=ο έχων θάρρος και πείσμα, φιλότιμο, ευθυξία, δύναμη.
Τσόβρας: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη corba=τσορβάς.
Τερζής.Τερζακης. Επωνυμο προερχομενο από την τουρκική λέξη terzi = ράφτης.
ΤΟΜΑΖΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από ξένο βαπτιστικό όνομα ιταλικό Tomaso. Ο Σ. Μενάρδος 262 παράγει τούτο εκ του γαλλικού Thomas.
Ταβουλαρης. Επωνυμο Βυζαντινο που κατατασεται στα επαγγελματικα, ηταν ο συμβολαιογραφος.
Ταχυδρομοπουλος. Επωνυμο που κατατασεται στα επαγγελματικα (ταχυδρομος) με την καταληξη –πουλος που προσδιδει Πελοποννησο.
ΤΟΜΠΡΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από τη σλαβική λέξη dobr=καλός, ειλικρινής (ντόμπρος)
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο έχει σχέση προέλευσης από τα λουλούδια, τριαντάφυλλο.
ΤΣΑΦΑΝΤΑΚΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το χρυσάφι. Ο Σ. Ψάλτης 148 πιστεύει ότι το επώνυμο προέκυψε από βυζαντινό επώνυμο. Χρυσάφω, Χ΄σάφου, Ξάφου, Ξαφένια, Τσαφένια. Βιβλιογραφία Αθανασίου Μπουτουρά, βιβλίο του 1912, με την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη.
ΤΣΕΝΤΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη cedo που σημαινει παιδι, τεκνο.
ΤΣΙΤΣΟΣ, ΤΣΙΤΣΗΣ, ΤΣΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη cico που σημαινει μπαρμπας, θειος.
ΤΣΟΥΡΝΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη crn που σημαινει μαυρος.
Τοπάλογλου.Επωνυμο προερχομενο από τις τούρκικες λέξεις topal = κουτσός και oglu = γιος.
Τούσκας.Επωνυμο ξενικο το οποιο στα σλαβικά σημαίνει αυτός που σπρώχνει.
ΤΟΥΜΠΑΚΑΡΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το παρατσούκλι από το μουσικό όργανο τουμπάκι.Ο τουμπακάρης είναι ο κατασκευαστής τουμπακίου, τυμπακίου, τύμπανου, τούμπανου και ταραμπούκας. Είναι το λαϊκό όργανο που άλλες εποχές είχε το όνομα κύμβαλο. Είναι πανάρχαιο όργανο που έπαιξε σημαντικό ρόλο ως κύμβαλον αλαλάζον, ως ρυθμιστής των κινήσεων των ερετών, κωπηλατών στα πολεμικά πλοία και στα κάτεργα των σκλαβοβαποριών.
Γιά την κατασκευή του, ανάλογα με το μέγεθός του χρειάζονται τα πιόκάτω υλικά.
Ενα δέρμα τράγου, εριφίου, αγελάδας κ.λ.π. Μερικά ξύλινα στεφάνια και μερικά σχοινιά. Θα μου πεις, αν σου τα δώσω θα μου κάνεις ένα. Ε όχι δεν θα μπορέσω. Πρώτα πρώτα το δέρμα που θα βγεί από το σφαγμένο ζώο δεν πρέπει να έχει κοψήματα και άλλα ελαττώματα. Πρέπει να γίνει πολύ καλή κατεργασία για να φύγουν οι τρίχες. Πρέπει να είναι ελαστικό για να αντέχει στους κραδασμούς του τυμπανόξυλου.
Τα ξύλα που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι καλής ποιότηταςγια να μη τσακίζουνκαι να μη πετσικάρουν.
Το σχοινί πρέπει να είναι πολύ γερό και να κρατά στα κουρδίσματα.
Το τύμπανο ίσως να πήρε το όνομά του, από το τύμπανο του αφτιού ή το αντίθετο. Το τύμπανο του αφτιού είναι μεμβράνη που δέχεται τους κραδασμούς και μετατρέπει τον ήχο σε μέσο επικοινωνίας μεταξύ των συνανθρώπων.
Κρουόμενο παράγει ήχους σε όλες τις κλίμακες και είναι συνοδευτικό άλλων οργάνων. Στην Ελληνική ζωή έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διασκέδαση των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σε συνδυασμό με το κλαρίνο, την τσαμπούνα και πολλά άλλα, το τύμπανο είναι αγαπητό και πολλές φορές δυσεύρετο. Θεωρείται από τους νεόπλουτους ευτελές.
Ευρίσκεται στη Νάξο. Με την κατάληξη –αρης που συνηθίζεται στα επαγγελματικά επώνυμα (Γούναρης).
ΤΣΑΜΟΥΤΣΟΓΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη camus=βουβάλι με την κατάληξη –ογλου που προσδιορίζει Ανατολή.
ΤΣΟΠΟΑΝΟΓΛΟΥ, ΤΣΟΠΑΝΟΓΛΟΥ, ΤΣΟΠΑΝΑΚΟΣ, ΤΣΟΤΑΝΟΓΛΟΥ, ΤΣΟΠΑΝΕΛΗΣ, ΤΣΟΠΑΝΑΚΗΣ: Επώνυμο με αρχική ρίζα την λέξη τσοπάνης, η οποία προέρχεται από την τουρκική λέξη coban=βοσκός. Αρκετά εκ των παραπάνω διαφοροποιήθηκαν και με τον εξελληνισμό τους έγιναν Ποιμένας, Ποιμενίδης, Ποιμενάκη.Οικογένεια Τσοπάνογλου υπήρχε το 1911 στην Σπάρτη της Ανατολίας με μεγάλη ιστορία οικογένεια εμπόρων όπου το 1922 ήρθαν στον Πειραιά.
Τοψιώτης, αυτός που κατάγεται από το Τόπσι, που στα τούρκικα σημαίνει κανόνι.
Τρίπκος, προέρχεται από τη σλαβομακεδονική λέξη trepkam = κουνώ τα βλέφαρα.
Τσ(ι)αούσης, από την τουρκική λέξη cavus = λοχίας, υπαξιωματικός του στρατού.
Τσιάρας, πιθανόν να προέρχεται από βλάχικη λέξη tsara = γη.
Τσιμόπουλος, ίσως να προέρχεται από το ποσοτικό επίρρημα τσίμα (ίσα που φτάνει) + κατάληξη –πουλος. Πιθανή και η ερμηνεία από το Τζή(ι)μας (υποκοριστικό του Δημήτρης).
Τσόλης, δόθηκε σε κάποιον πρόγονο που πουλούσε τσόλια (κουβέρτες).
Τσολάκης ή τουρκιστί τσολακλέρ αρχέρ ήταν οι τοξότες γενίτσαροι ακόλουθοι του σουλτάνου κατά τις εξόδους του (σχετική εικόνα από Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τ.10 σελ. 35).
Τσομπάνογλου, σύνθετη από τις τουρκικές λέξεις coban (βοσκός) + oĝlu (γιος).
Τσιφλιτζής, από την τουρκική λέξη ciflici = ο ιδιοκτήτης αγροκτήματος.
Τριάμπας: ό μεταπωλητης ζώων, απο την τουρκ. λέξη trampα= ανταλλαγή.
Τσεκούρας: αντί Τσεκουράς, που κατασκευάζει τσεκούρια.
Τσιουκάνης: ό κατασκευαστης τσιουκανιων, μικρών κυπριών.
Τσικρίκης: ό κατασκευασηΊς τσικρικιών, βοηθητικών όργάνων τών γυναικών για την επεξεργασία τών μαλλιών.
ΤΡΙΒΙΖΑΣ. Με την έναρξη της Ενετοκρατίας, γύρω από το 1500 μ.χ., στην Ζάκυνθο υπήρχαν μόνον 15 γηγενείς οικογένειες λόγω πειρατών κ.λ.π. Πρός το τέλος του αιώνα, περίπου στο 1580, αριθμούσε 15.οοο κατοίκους. Όπως είναι ευνόητον, όλους εξ «εισαγωγής» από Trento, Friulli e Venetto.Όλα λοιπόν τα σημερινά επώνυμα στο νησι έχουν την ρίζα τους μεν, πλήν όμως υπέστησαν την παραφθορά της Ελληνοποίησης.
Τάος : Το γνωστό πουλί παγώνι (ταώς). Οικογενειακό παράνομα. Πιθανό να εννοεί το γεμάτο έπαρση άτομο ή και το φωνακλά.
Τελής (ο): Από την τούρκικη λέξη deli που σημαίνει ο ανόητος. Ο νευρικός.
Τράΐς: Υποκοριστικό του τράος(τράγος). Ο γεμάτος, από έντονη σεξουαλική ορμή, νέος άντρας.
Τραογένης(ο): Ο έχων γένια σαν του τράγου. Υβριστικό παρανόμι για παπάδες. Συνώνυμο και το τράος.
Τρίχας (η): Υποτιμητικό παρατσούκλι. Ο τρίχας. Ο ανεπιθύμητος, ο ανόητος, ο επιπόλαιος σε λόγια και πράξεις. «Σαν τρίχα μες στο γάλα».
Τσαγκάρης, Τσαρούχας,Παπουτσής, Παπουτσάς, Παπουτσιδάκης, Παπουτσάκης: Επώνυμο προερχόμενο από επαγγελματική δραστηριότητα, συγκεκριμένα του υποδηματοποιού.
Τσικολίς : Από το βαπτιστικό όνομα Νίκος-Τσίκος, Νικόλας-Τσικό­λας, Νικολί- Τσικολί. Αποδίδεται σε τσιγγούνη. Υπάρχει και το Τσικκίνιας.
Τσιλλιάρης: Αυτός που πάσχει από τσίλλα (διάρροια). Το ρήμα τσιλ­λιούμαι σημαίνει μεταφορικά φοβούμαι. Ο φοβητσιάρης, ο άτολμος, ο λι­γόψυχος.
Τσιντέλλας: Από το τσιντέλλι(τσιγκέλι). Ο κλειστός, ολιγομίλητος χα­ρακτήρας που του αποσπάς τις κουβέντες με το τσιγκέλι. Συνάμα και νευ­ρικός.
Τσιρίς : Υποκοριστικό του τσίρος που σημαίνει αποξηραμένο σκου­μπρί. Ο αδύνατος, με ισχνή σωματική διάπλαση. Συνώνυμο ο Τσίρης.
Τσουβράς : Φαγητό από νερόβραστο ρύζι με σύβραση (τσιγαρισμένο κρομμύδι) για να είναι νόστιμο. Συνήθως τρώγεται ως πρωινό από τους γε­ωργούς αλλά προσφέρεται και στους αρρώστους. Μεταφορικά ο νερόβρα­στος, ο γλυκανάλατος. Ο κάτοχός τoυ έτρωγε τσουβρά πολύ συχνά, γιατί του άρεσε ως φαγητό.
Τσούης (ο): Από το ρήμα τσουίζ,ω που σημαίνει καίω τις τρίχες. Τσουϊ­σμένος είναι ο έχων έγκαυμα στο κεφάλι από καυτό νερό. Τσούης συνώ­νυμο του τσουισμένος. Αυτός που από απροσεξία έχει έγκαυμα στο τριχω­τό της κεφαλής.
Τσούκκας (ο): Επαγγελματικό επώνυμο που εγκαταλείφθηκε, αλλά σώ­ζεται ως οικογενειακό παρατσούκλι.
Τσούρδης ή Κιούρδης( ο): Από το Κούρδος με παραφθορά Κούρδος ­Κούρδης – Κιούρδης – Τσούρδης. Από την ομοιότητα του χρώματος που εί­χε το πρόσωπό του.
Τσώρτσιλ: Από ομοιότητα, προς τον πρωθυπουργό της Αγγλίας στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
ΤΣΑΛΗΣ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ CALE=ΚΟΥΤΣΟΣ.ΑΛΛΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑ ΕΙΝΑΙ.ΤΣΑΛΑΣ,ΤΣΑΛΙΔΗΣ.ΤΣΟΛΑΚΟΣ-ΤΣΟΛΑΚΗΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από την τουρκική λέξη colak=μονοχέρης, κουλός, αριστερός με προσθήκη των ελληνικών ανάλογων περιοχών, όπως –ακος για την Μάνη, -ακης για την Κρήτη.
ΤΣΑΧΛΗΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από φιλέλληνα γερμανό που ήλθε ως αγωνιστής το 1821 ή με άλλους βαυαρούς με τον Όθωνα, με την νεοελληνική κατάληξη –ης.
ΤΖΕΡΕΜΕ, ΤΖΕΡΕΜΑΚΗΣ, ΤΖΕΡΕΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΤΖΕΡΕΜΕΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από την τουρκική λέξη ceremo=ποινή, πρόστιμο..
Τασιά – Αναστασία
Τάσιος – Αναστάσιος
Τάτσης – Αναστάσιος
Τασούλας – Αναστάσιος
Τσίλης _ Βασίλειος
Τσιάντος – Αλέξανδρος
Τσάπος _ Απόστολος
Τάκος _ Παναγιώτης
Τέγος – Στέργιος
Τόλης _ Αποστόλης
Τούσιας – Αναστάσιος
Τούσιω – Αναστασία
Τσιόλης _ Απόστολος
Τσιέφος – Στέφανος
Τσιάβος – Σταύρος
Τσιάκος – Αναστάσιος
Τσιέβω _ Παρασκευή
Τώνιος _ Αντώνιος

–Υ——————————————————————————

ΥΦΑΝΤΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των επαγγελματικών με την χαρακτηριστική κατάληξη των επαγγελματικών επωνύμων –της.

–Φ——————————————————————————

ΦΑΝΙΤΣΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΦΑΝΗΦΡΑΓΚΙΑΣ. ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΥΤΟ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΟΥ -ς- ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΤΟ ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΤΟΥΣ ΓΕΝΟΣ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ.Π.Χ. ΑΙΒΑΛΗΣ,ΒΛΑΧΑΒΑΣ [ΒΛΑΧΑΒΑ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ],ΓΚΟΥΡΑΣ [ΓΚΟΥΡΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ],ΚΕΡΚΥΡΑΣ,ΚΟΖΑΝΗΣ.
ΦΡΑΓΚΙΑΣ Ο ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΡΑΓΚΙΑΝ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΑΡΘΡΑ ΠΑΛΑΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΦΡΑΓΚΟΥ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Φραντσέσκα, Φράσκω,
Φάκος(ο): Από τη λέξη φακός. Το πιθανότερο όµως στην περίπτωση αυτή από τη λέξη φακκούρα που σηµαίνει φράπα. Εσπεριδοειδές πα­ρόµοιο µε το λεµόνι, το οποίο έχει χρώµα κίτρινο και γίνεται γλυκό του κουταλιού. Ο παχύς, ο αρυτίδωτος, αλλά και ο χονδροκοµµένος κατ’ άλλη έννοια.
Φαντάρος(ο): Ο στρατιώτης. Από οµοιότητα ή από το γεγονός ότι επι­θυµούσε να γίνει στρατιώτης.
Φαρής (ο): Από το φαρί, το πολεμικό άλογο. Ο μαχητικός, ο γενναίος, ο άφοβος. Πιθανόν όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση να προέρχεται απότο φάρα που σηµαίνει το σόι, το γένος οπότε είναι παρατσούκλι υποτιµητι­κό.
Φασιστάκης: Υποκοριστικό του φασίστας. Ο κάτοχός του λόγω χη­ρείας φορούσε µαύρο πουκάµισο, όμοιο µε εκείνο των Ιταλών. Ουδεµία όμως σχέση είχε µ’ αυτούς, κάθε άλλο µάλιστα.
ΦΕΤΣΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη φες=φέσι
ΦΙΛΙΠΠΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από το αρχαίο ελληνικό όνομα Φίλιππος. Η ετυμολογία είναι από το φίλος + ίππος = ο φίλος των αλόγων. Με σπουδαιότερο τον Φίλιππο Β’ τον Μακεδόνα, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Άγιος Φίλιππος γιορτάζει στις 14 Νοεμβρίου.
ΦΡΑΓΙΟΥΛΑΔΑΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Συνήθως το παρατσούκλι βγήκε προερχόμενο από το φράγκος, φράγκικο, το προερχόμενο από τη Δυτική Ευρώπη, με την προσθήκη της κατάληξης –ακης, που προσδίδει καταγωγή από Κρήτη.
ΦΡΑΓΚΕΔΑΚΗ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Ο προερχόμενος από την Φραγκία, από τη δυτική Ευρώπη, με την προσθήκη της κατάληξης –ακης που προσδιορίζει Κρήτη (Χανιά).
Φκιάκας(ο): Ο φιγουρατζής, αυτός που επιδεικνύεται, ο φκιασιδω­µένος. Αποδίδεται σε ιερωμένο. Ο παπά-φκιάκας. ο παπάς καυχησιάρης.
Φλάγκος(ο): Από το λατινικό blancus που σημαίνει λευκός. Ο ασπρουλιάρης στα μαλλιά και το δέρμα.
Φλούρος(ο): Αποδίδεται σε µοναχοπαίδι, η µητέρα του οποίου λεγόταν Φλώρα-Φλουρί και φλούρος, ο υιός του Φλουριού.
Φτερός: Ο κάτοχός του έστηνε ξόβεργα και στην ερώτηση «έπια­σες;» απαντούσε πάντα «ούτε φτερό».
Φουκάρας: Ο φουκαράς, ο φτωχός, ο δυστυχισµένος. Αποδίδεται σε Φώτη, ο οποίος προκαλούσε τη συµπάθεια των χωρικών εξ αιτίας της φτώχιας του.
Φίλης, σύντμηση των ονομάτων Φίλιππος, Καριοφίλης
Φούντας, από τη λατινική λέξη funda = πολλές τρίχες μαζί
Φούσκης(ο): Από το φούσκα που σημαίνει η κύστις, το µπαλλόνι. Ο χονδρός.
Φουτούλλης: Ο φαντασιόπληκτος, ο καυχησιάρης. Πληθυντικός: Οι φουτούλληες, παρατσούκλι για τους Βιλλανοβιάτες (Παραδεισιώτες) που πάντα παρίσταναν τους σπουδαίους.
Φωκάκιας: Τα φωτάκια-τα φωκάκια. Συχνά στο Φώτης το σύμφωνο (τ) αντικαθίσταται από το σύμφωνο (κ). Αποδίδεται υποτιμητικά σε αδέλ­φια εκ των οποίων ο ένας είχε το όνομα (Φώτης).
Φώκος (ο): Σκωπτικό παρανόμι για Φώτη µεγαλόσωµο, κατ’ αντιστοι­χία µε το θηλυκό η φώκια που λέγεται για κακόσχημες µεγαλογυναίκες µε φουσκωτά µάγουλα. Θηλυκό: η Φωκού.
Φράσκου. Ένεκα των νεωτεριστικών σχηματισμών προέκυψαν παραλλαγές του ονόματος.
ΦΟΥΚΑΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βυζαντινό αυτοκρατορικό επώνυμο Φωκάς, Φουκάς. ΦΡΑΓΚΟΥΛΑΚΗΣ . ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΥΤΟ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ [ΦΡΑΓΚΙΑ] ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΟΥΛΑΚΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ.ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑΦΡΑΓΚΟΣ,ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
ΦΡΟΣΥΝΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Φιλιππίδης, γιος ή απόγονος του Φιλίππου.
Φουρτζής, ίσως να προέρχεται από την τουρκική λέξη furunci = ο φούρναρης. (;)Φούντης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (πάτος)
Φωτιάδης, γιος ή απόγονος του Φωτίου.
Φίλιος – Φίλιππος
Φύλλης – Τριαντάφυλλος

–Χ——————————————————————————

ΧΑΙΔΟΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Χαϊκάλης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι)
ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των επαγγελματικών προερχόμενο από το μέταλλο χαλκός με την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη (Ρέθυμνο).
ΧΕΛΙΩΤΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι από ιδιότητα, χαρακτηρισμό ατόμου. Το χέλι=ο άνθρωπος που είναι δύσκολο να τον πιάσεις, ξεγλιστρά σαν χέλι
ΧΟΥΛΑΔΑΚΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη julya=μελαγχολία, η οποία και προέρχεται από την ελληνική λέξη χολή, με την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη (Χανιά).
ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι από την σωματική ιδιότητα ατόμου το οποίο έχει χρυσά (ξανθά) μαλλιά. Το επώνυμο απαντάται στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. ΧΑΣΑΝΕΑΣ, ΧΑΣΑΝΙΔΗΣ, ΧΑΣΑΝΟΥΔΗΣ, ΧΑΣΑΝΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το μικρό κύριο τουρκικό όνομα Hasan. Συναντάται στην Μεσσηνία.
ΧΑΣΚΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη has=αγνός, καθαρός.
Χέλμης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (φαρμάκης)
ΧΑΤΖΗΘΕΟΧΑΡΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από το χατζής=ο προσκυνητής των Άγιων Τόπων και το βαπτιστικό όνομα Θεοχάρης = ο έχων τη Θεία Χάρη.
ΧΑΤΖΗΣ. Συνηθισμένο νεοελληνικό επώνυμο, το οποίο σχηματίστηκε από το προσηγορικό χατζής (= προσκυνητής των Αγίων Τόπων, δηλ. της Ιερουσαλήμ, αν είναι χριστιανός, και της Μέκκας και της Μεδίνας, αν είναι Μουσουλμάνος), το οποίο ετυμολογείται από το αραβικό hajji (< hajj =» προσκύνημα).»>Ο τίτλος χατζής, που δινόταν στους προσκυνητές των Αγίων Τόπων παρέμενε αναπόσπαστα συνδεδεμένος με το βαπτιστικό όνομα του προσκυνητή κι έτσι προέκυψε πλήθος άλλων επωνύμων (Χατζημιχάλης, Χατζηγιάννης, Χατζηπέτρος κ.α.).Από αυτό επίσης σχηματίζονται πολλά άλλα οικογενειακά ονόματα με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων (Χατζίσκος, Χατζίδης, Χατζόπουλος κ.α.). Ο χατζής ήταν πολύ σεβαστός από τους συμπολίτες του και επιστρέφοντας στον τόπο καταγωγής του τον υποδέχονταν πανηγυρικά με εκκλησιαστική πομπή. Στη Θράκη η καλύτερη ευχή που έδιναν σε κάποιον ήταν: Ο Θεός να σ’ αξιώσει να γίνεις χατζής και πλούσιος, και στη Λέσβο: Με τα λόγια δε γίνισι χατζής.
Χατζηαθανασίου, από το τουρκικό πρόθεμα haci (= προσκυνητής των Αγίων Τόπων, στα Ιεροσόλυμα) + το βαφτιστικό όνομα Αθανάσιος (σε γενική δηλώνει τον απόγονο).
Χατζηθωμάς, από το τουρκικό πρόθεμα haci (= προσκυνητής των Αγίων Τόπων, στα Ιεροσόλυμα) + το βαφτιστικό όνομα Θωμάς.
ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ:Επώνυμο σύνθετο από τις λέξεις τουρκική haci χατζής=προσκυνητής των αγίων τόπων και παπάς=ιερέας. Χαδούσα(η): Γυναικείο παρανόµι από το χάδι. Αποδίδεται σε φιλάρεσκη, ωραιοπαθή γυναίκα, η οποία υπερβάλλει σε χάδια.
Χαλουάς : Ο χαλβάς, ο βλάκας, ο γλυκανάλατος.
Χαρώτος: Χαϊδευτικό παράνομα από μητρικές φιλοφρονήσεις. «Χα­ρώτο το παιδί μου», «Χαρώτο το μωρό μου». Το παιδί με τις πολλές χάρες.
Χαστής: Από το ρήμα xαίνω που σημαίνει χάσκω. Αυτή που είναι με ανοιχτό στόμα καθώς σκέφτεται κάτι. Η χαζή, η ανόητη.
Χαχάμης: Από παρετυμολογία αυτός που γελά χωρίς λόγο. Ο χαζοχαρούμενος. Ως να προέρχεται η λέξη από τον ήχο του γέλιου (χαχα). Ενώ η σημασία της λέξης ειναι άλλη. (Εβραιος ιερωμένος). Πιθανόν από ομοιότητα με Εβραίο.
Χειλάς : Αυτός που «κατεβάζει τα χείλη» όταν θυμώσει. Ο θυμώδης, ο δύστροπος. Θηλυκό: Η Χειλού. Συνώνυμο: ο Χειλάρμπεης.
Χιλιούδης.Η πράσινη σαύρα στην τοπική γλώσσα, η οποία θεωρείται σιχαμερό ερπετό. Αποδίδεται σε γυναίκα κακιά, χωρίς συμπάθειες.
Χοντρός: Αποδίδεται σε χοντρό άντρα και αποτελεί το παρατσούκλι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του κατόχου του και αυτών των παι­διών του (Ο Σπύρος του χοντρού.)
Χάχλος : Ο χοχλασμός, το βράσιμο. Γυναικείο παρατσούκλι που αποδίδεται σε ευέξαπτο και ευερέθιστο χαρακτήρα.
ΧΡΗΣΤΕΑΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χρήστος. Με την κατάληξη –εας προσδιορίζει Μάνη (υπάρχει στο χωριό Αγ. Δημήτρης Σελινίτσα
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χριστόφορος με την κατάληξη –ατος που προσδιορίζει την τοποθεσία Κεφαλλονιά.
Χριστοφοριδης:Επώνυμο που ανηκει στην κατηγορια των πατρωνυμικων προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χριστόφορος με την κατάληξη – ιδης που προσδιορίζει την τοποθεσία Ποντου
ΧΡΟΝΗΣ:Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών, προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Πολυχρόνης.
Χατζόπουλος, γιος ή απόγονος του haci (= προσκυνητή των Αγίων Τόπων, στα Ιεροσόλυμα). ΧΟΪΔΑΣ. Το επώνυμο μαρτυρείται στην Κεφαλλονιά ήδη από τον 13ο αι. Ο Τσιτσέλης πιστεύει ότι προέρχεται από τη φράση conte d’ Ida (= κόμης της Ίδας), άποψη που ελέγχεται, ενώ ο Φ. Κουκουλές θεωρεί το επώνυμο επαγγελματικό: ο κατασκευάζων χοΐδια, δηλ. σταμνιά. Το Λεξικό της Σούδας αναφέρει στο λήμμα: «χοΐδια· σταμνία· κατασκεύασαν χοΐδια το μέγεθος, λεπτά ταις κατασκευαίς διαφερόντως».
Συγκεκριμένα, από το «χοίδια» (σταμνιά) προέρχεται το επώνυμο «Χοϊδάς» μιας οικογένειας της Στερεάς Ελλάδας από την οποία προερχόταν ο βασιλικός μυστικοσύμβουλος (επί αποστασίας) Χοϊδάς.
Αντίθετα, η οικογένεια «Χοϊδάς» της Κεφαλλονιάς (από όπου καταγόταν ο Ρόκκος Χοϊδάς) προέρχεται από την βενετσιάνικη οικογένεια των Conte d’ Ida η οποία εξορίστηκε στην Κεφαλλονιά (από τους ίδιους του Βενετούς) μετά από ανεπιτυχή απόπειρα ανακήρυξης της Κρητικής κομητείας ως ανεξάρτητου κράτους.
Οι δύο αυτές οικογένειες, πέρα από την συνωνυμία, δεν έχουν καμία άλλη σχέση, δεδομένου ότι οι πρώτοι έχουν αρβανίτικες ρίζες και οι δεύτεροι βενετσιάνικες.
ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από το Χριστόφιλος προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χριστός-ο έχων το χάρισμα. Ο φίλος του Χριστού=Χριστόφιλος, με την κατάληξη –πουλος, που προσδιορίζει Πελοπόννησο. Συναντάται στη Μεσσηνία.
ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΧΛΗΣ: Επώνυμο μονοσύλλαβο. Συνήθως τα μονοσύλλαβα προέρχονται από χαϊδευτικό τύπο ενός βαπτιστικού ονόματος που απέμεινε από την τελευταία συλλαβή. Το επώνυμο απαντάται στην Κάρπαθο.
ΧΟΥΙΑΣ:Eπωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη hulja που σημαινει ασημαντος, τιποτενιος, φαυλος.

–Ψ——————————————————————————

ΨΑΡΡΟΣ:Επωνυμο που προέρχεται από την σωματικη ιδιοτητα ψαρομαλλης=ψαρος, ή από την επαγγελματικη ιδιότητα ψαρας του κατόχου ψαρούς=ψαροκάικου.το επωνυμο απανταται στην βορειο Ευβοια .
Ψίμαρνος. Όψιμο – Αρνί – Είναι λάθος η γραφή «Ψήμαρνος»
ΨΥΛΛΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από βυζαντινό παρατσούκλι ψύλλος, ψέλλος.

ΕλλάδαΜάθε από πού προέρχεται και τι σημαίνει το επίθετό σου!

Ειδήσεις
ΣΧΕΤΙΚΕΣ

Αυτοκίνητο λαμπάδιασε στην εθνική οδό Λαμίας – Θεσσαλονίκης και έγινε έκρηξη

Αυτοκίνητο λαμπάδιασε στην εθνική οδό Λαμίας – Θεσσαλονίκης και...

Νόθευαν ηλιέλαιο με χρωστικές ουσίες και το πλάσαραν ως “παρθένο ελαιόλαδο”- Κατασχέθηκαν 17.000 λίτρα -φωτο

Από το Τμήμα Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης...

Β. Κικίλιας για Πεντέλη: Προετοιμαζόμαστε από τώρα για την επόμενη αντιπυρική περίοδο

Σύσκεψη για την προστασία του Πεντελικού Όρους, στο πλαίσιο...

Αστυνομικός, πυροσβέστης και υπάλληλοι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών

Εγκληματική οργάνωση που διακινούσε ναρκωτικές ουσίες σε περιοχή της...

Μοίρασε τη δημοσίευση:

Κάνε Εγγραφή!

Τελευταία Νέα