Μέγας ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός – Μία προσωπικότητα που κανείς ποτέ δεν κατάφερε να «διαβάσει»
Date:
… Μια μέρα τους κάλεσε στο χωριό Καλαδένδρι, στον Βόσπορο. Ήταν καμμιά δεκαριά, όλοι bon viveur, ανάμεσά τους και ο τότε διευθυντής της μυστικής αστυνομίας Σιβίνης και ο Ρεσίδ πασάς.
Στο μικρό σαλόνι καθόταν ντυμένη τουρκικά η Γαλλίδα φίλη του. Στη μέση του δωματίου υπήρχε μία όμορφη μπανιέρα. Σ΄ ένα του νεύμα εκείνη άρχισε να γδύνεται με αργές αέρινες κινήσεις. Έτσι έδειξε το θεσπέσιο κορμί της σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ύστερα μπήκε στη μπανιέρα, την οποία δύο υπηρέτες άρχισαν να γεμίζουν με σαμπάνια. Όταν το σώμα καλύφθηκε, τους κάλεσε κοντά και τους ρώτησε: – Ε, τι λέτε τώρα; Είναι ωραία; -Ωραιοτάτη, απάντησαν εκείνοι με μία φωνή. -Τότε, λοιπόν, ας πιούμε εις υγείαν της, είπε εκείνος και, γεμίζοντας τα ποτήρια τους από τη σαμπάνια της μπανιέρας, τα πρόσφερε στους δύσπιστους φίλους του. Θέλοντας και μη, ήπιαν όλοι. Μετά από αυτό, βέβαια, θα έπρεπε να δείχνουν απόλυτη εμπιστοσύνη στις κρίσεις και τις προτιμήσεις του…
Ε, πώς να το κάνουμε; Ήταν ο Συγγρός!
(απόσπασμα από το βιβλίο «Ανδρέας Συγγρός» του οικονομολόγου Γ. Μπαζίλη)
Δεν είναι και κανένας γόης. Πρόσωπο ωοειδές και οστεώδες, μέτωπο πλατύ, μάτια γλαρά, ευκίνητα και εκφραστικά, πηγούνι προτεταμένο, καλυμμένο από πυκνά ξανθωπά γένια. Μάλλον κοντός αδύνατος, με κορμί κυρτό. Όταν περπατάει ή όταν βρίσκεται σε αμηχανία, βάζει το ένα χέρι πίσω στη ράχη του, λες και κάτι τον ενοχλεί εκεί…
Αλλά πώς να το κάνουμε; Είναι ο Συγγρός!
ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ…
«Εγώ θα γίνω αφέντης. Εσύ θα είσαι πάντα υπηρέτης των άλλων…» είχε δηλώσει με αποφασιστικότητα στα 14 του, στον γιατρό πατέρα του, Δομένικο (Κυριακό), όταν εκείνος του πρότεινε να ακολουθήσει την ιατρική. Έτσι, αποφάσισε να στείλει τον μικρό Ανδρέα στην Κωνσταντινούπολη για να εκπαιδευτεί στο πλευρό του μεγαλέμπορου Νικόλαου Δαμιανού. Εκείνη την εποχή, άλλωστε, στην οθωμανική πρωτεύουσα, μεγαλουργούσαν 120.000 Ρωμιοί κι έπειτα, εκεί βρισκόταν και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ανδρέα, ο Γιώργης. Εργαζόταν ως εμποροϋπάλληλος στο κατάστημα του Ζωρζή Απαλλύρα. Η οικογένεια του γιατρού ήταν εγκατεστημένη στη Σύρο, ύστερα από μία ολιγόχρονη παραμονή στην Άνδρο. Στην πραγματικότητα, ο Κυριάκος και η σύζυγός του, η Νικολέττα Νομικού, ήταν Χιώτες, αλλά ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη, όταν εκείνος ανέλαβε την ιατρική παρακολούθηση της αδελφής του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄. Εκεί γεννήθηκαν τα δύο αγόρια τους και όταν ήρθε η στιγμή να φύγουν για την Άνδρο, ο Ανδρέας ήταν ακόμη μωρό. Πήρε τη βασική μόρφωση στο ορφανοτροφείο/σχολείο του Θεόφιλου Καΐρη. Μόλις το σχολείο έκλεισε, οι Τσιγγροί μετακόμισαν μόνιμα πια στη Σύρο.
Δεν ήταν ότι δεν έπαιρνε τα γράμματα, αλλά ήταν φιλάσθενος. Η εκπαίδευσή του γινόταν με εμπόδια. Πότε πυρετός, πότε αδυναμία… Έλειπε συχνά από το σχολείο. Όμως ήξερε από νωρίς τι θα κυνηγούσε στη ζωή του. Η ψυχή του αποζητούσε πλούτη και διακρίσεις και ήξερε ότι μόνα τα γράμματα δεν αρκούσαν να του τα εξασφαλίσουν. Έπειτα, ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου και τούτο το χαρακτηριστικό δεν θα του επέτρεπε να επικεντρώσει τη σκέψη του στη μελέτη… Ο Δομένικος γνώριζε καλά το παιδί του. Ο Ανδρέας λίγα είχε πάρει από εκείνον. Στη μάνα του έμοιαζε περισσότερο. Ήταν κι ο χαϊδεμένος της. Η Νικολέττα, πολύ νεότερη από τον άνδρα της (κατά 21 χρόνια), ήταν ζωντανή, απαιτητική και σίγουρα όχι της δικής του ασκητικής ζωής.
Ο Τσιγγρός, πάντως, εκείνη τη χρονιά που ο γιος του κλείνει τα 14 του κι έχει αποφασίσει να τον στείλει στην Πόλη, τον στέλνει πρώτα στον συμπατριώτη και φίλο του, έμπορο Θόδωρο Ροδοκανάκη, για να δώσει στον νεαρό τις βάσεις… Ο Ροδοκανάκης τον τοποθετεί πλάι στον βασικό καταστιχάρη (λογιστή) του, Ζυγομαλά. Το μυαλό του Ανδρέα παίρνει στροφές. Πολύ γρήγορα μαθαίνει εμπορική λογιστική. Ο Ροδοκανάκης εντυπωσιάζεται. «Ο γιος σου θα πάει πολύ ψηλά» λέει στον Τσιγγρό.
Τον Οκτώβριο του 1845, ο αμούστακος ακόμα Ανδρέας, αφήνει το νησί και επιβιβάζεται σε ένα αυστριακό καράβι για την Κωνσταντινούπολη. Ένας ανοιχτός ορίζοντας ανοίγεται μπροστά του. Δεν βλέπει την ώρα…
Ο Δαμιανός εισάγει και εξάγει μετάξι, υφάσματα και αποικιακά είδη. Γραμματέας και αρχιλογιστής του είναι ο Κωνσταντίνος Ρουκάνης. Πλάι του τοποθετεί τον έφηβο Ανδρέα. Θα του μάθει να γράφει εμπορικές επιστολές και να κλείνει επαγγελματικά ραντεβού, θα τον μυήσει στο να διαπραγματεύεται συναλλαγές και να κλείνει εμπορικές συμφωνίες και ισολογισμούς… Όλα αυτά ακούγονται στον Ανδρέα κάπως κινέζικα, αλλά δεν πτοείται, παρά τις τακτικές προσπάθειες του Ρουκάνη να του ψαλιδίσει τις φιλοδοξίες, θυμίζοντάς του ποιος είναι το αφεντικό…. «Δεν θα γίνεις ποτέ άνθρωπος» του λέει κάποτε ο γραμματικός καταστιχάρης για να εισπράξει τη χολωμένη απάντηση του εφήβου: «Εγώ πάλι πιστεύω ότι μια μέρα θα είμαι το αφεντικό σου!».
Μήνες μετά την αντιπαράθεσή τους αλλάζει η ζωή και των δύο. Ο Ρουκάνης παραιτείται επειδή του προσφέρεται μία καλύτερη θέση σε άλλη εταιρεία και ο Ανδρέας, στα 17 του, τον αντικαθιστά. Η ευθύνη είναι μεγάλη, αλλά ο Δαμιανός τον βοηθά σαν παιδί του. Πολύ σύντομα, οι πολιτικές συγκυρίες της εποχής οδηγούν σε συνεταιρισμό με τον εξίσου σπουδαίο έμπορο Στρατή Βούρο. Αρχιλογιστής στη νέα εταιρεία, που διαθέτει πλέον κατάστημα και στη Μασσαλία, είναι ο 18χρονος Ανδρέας Τσιγγρός!
Είναι ήδη ένας δραστήριος, επιτυχημένος επαγγελματίας, εισπράττει έναν όχι ευκαταφρόνητο μισθό και νοικιάζει ένα συμπαθητικό δωμάτιο στης κόνας Ροζίνας, η οποία όμως έχει μία 16χρονη κόρη κι εκείνη μία φίλη, «πλάσμα θεσπέσιο, σεμνή καλλονή, άγγελος» κατά την περιγραφή του Ανδρέα. Η συναισθηματική… εμπλοκή απεμπολείται χάρη στην οξυδέρκεια της μητέρας της νεαρής. «Αν προχωρούσα, η επαγγελματική μου καταστροφή θα ήταν βεβαία…» θα μονολογήσει ο Ανδρέας χρόνια μετά, σε έναν απολογισμό της ζωής του.
Ο αέρας στα πανιά του νεαρού είναι ούριος. Οι συγκυρίες τον ευνοούν κι εκείνος δεν αφήνει ευκαιρία να πάει χαμένη. Η αποδημία του Δαμιανού από εσφαλμένη χρήση φαρμάκου τον οδηγεί στο τιμόνι της επιχείρησης, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Ο Βούρος τον εμπιστεύεται και του ζητά να αναλάβει το πόστο του χαμένου συνεταίρου του, υπερδιπλασιάζοντας τον μισθό του. Ο Ανδρέας είναι ευτυχισμένος. Καλός ο μισθός (30.000 γρόσια τον χρόνο), αλλά καλύτερη η προοπτική… Δεν τον τρομάζει η ανηφόρα. Άλλωστε, αυτή θα τον οδηγήσει στην κορυφή. Στα 20 του χρόνια παθαίνει την πρώτη υπερκόπωση, αλλά δύο χρόνια μετά, ο Ανδρέας Τσιγγρός είναι ένα εργατικό, φιλόδοξο παλικάρι, που έχει πετύχει να είναι ο «Σία» στην επωνυμία της εταιρείας γενικού εμπορίου «Ε. Μ. Βούρος & Σία» με ποσοστό 4% και γεμάτος όνειρα για μία μακρά, δραστήρια, επικερδή διαδρομή.
Ο ΚΡΙΜΑΪΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΝΟΙΓΕΙ ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟ ΕΜΠΟΡΟ – ΠΟΔΑΡΙΚΟ ΜΕ ΤΟ ΔΕΞΙ ΣΤΟΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΤΙΒΟ
Το 1853 η Ρωσία κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προφασιζόμενη την προστασία των ορθόδοξων πληθυσμών της. Ο εκδηλωμένος ενθουσιασμός και οι ελπίδες του σκλαβωμένου ακόμα ελληνισμού σε Ήπειρο και Θεσσαλία προκαλούν τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Τουρκίας – Ελλάδας. Οι Τούρκοι διατάζουν τους Ρωμιούς υπηκόους της στην Πόλη να εγκαταλείψουν το έδαφός της μέσα σε 24 ώρες. Ο Ανδρέας καταλήγει στη Σύρο αναζητώντας τρόπο να … αλλάξει υπηκοότητα. Εξασφαλίζει ένα προσωρινό αμερικανικό διαβατήριο από έναν Αμερικανό διπλωμάτη και με τη βοήθεια μίας γνωριμίας του πατέρα του αποκτά κι ένα πλαστό ολλανδικό. Στη Σμύρνη ο γενικός πρόξενος βλέπει το «ολλανδικό» διαβατήριο του Τσιγγρού και ξεσπάει σε γέλια. «Πήγαινε και πάρε πίσω τα λεφτά, που έδωσες. Αυτό φωνάζει από μακριά ότι είναι πλαστό!» του λέει. Αλλά εδώ είναι Τουρκία και το μπαξίσι πάει κι έρχεται. Με λίγα γρόσια παραπάνω ο Ανδρέας αποκτά το δικαίωμα παραμονής του πολύ πιο εύκολα απ΄ όσο φανταζόταν. Το ίδιο και ο συνεταίρος του, Βούρος. Εκείνος, βλέπεις, έχει και τη ρωσική υπηκοότητα και για τους Ρώσους το χρονικό περιθώριο αποχώρησης από τα τουρκικά εδάφη είναι ενάμισης μήνας. Ως εκ τούτου, δεν χρειάστηκε καν να απομακρυνθεί. Οι δυο τους σμίγουν και πάλι στο έδαφος της Πόλης και συνεχίζουν ακάθεκτοι τις εμπορικές δραστηριότητες και μάλιστα σε ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον καθώς οι ανάγκες των Άγγλων και των Γάλλων στρατιωτών, που βρίσκονται πια εκεί, γεννούν ζήτηση. Βούρος και Τσιγγρός εγγυώνται την προσφορά…
Τις μέρες εργάζεται σκληρά, κάνει γνωριμίες που θα του σταθούν πολύτιμες στο μέλλον και αναζητεί την ευκαιρία, που θα τον μπάσει στον τραπεζικό τομέα. Τις νύχτες διασκεδάζει. Ανταποκρίνεται σε καλέσματα των αριστοκρατών Ρωμιών της πόλης, φλερτάρει, μεθάει… Το καλοκαίρι του 1855 χάνει τον αδελφό του (κάποιοι λένε ότι δολοφονήθηκε, λόγω επαγγελματικής αντιζηλίας) και πέφτει σε βαρύ πένθος. Σε λίγο υποδέχεται στην Πόλη την 47χρονη μητέρα του, που αφήνει τον σύζυγό της στον ασκητικό, ολιγαρκή βίο του και αναζητεί τη ζωή κοντά στον επιτυχημένο γιο της.
Το μυαλό του Ανδρέα είναι ακονισμένο ξυράφι. Κάνει ανοίγματα σε καινούργιες αγορές, με πυξίδα το ένστικτο και την ικανότητά του να συνθέτει πολιτικές συνθήκες και εμπορικές ανάγκες. Εμφανίζει και πάλι σημάδια υπερκόπωσης, αλλά ο όγκος της δουλειάς στην Πόλη είναι τόσο μεγάλος, που -παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις του γιατρού του («παίζεις με τη ζωή σου!») αδυνατεί να αποσυρθεί για να προστατέψει τον εαυτό του. Ευτυχώς, στη σωστή στιγμή, ο έτερος μέτοχος στην εταιρεία, ο επίσης Χιώτης Ζωρζής Πετροκόκκινος, ζητά από τον γαμπρό του, Αντώνη Βλαστό, που απασχολείται στα γραφεία της Μασσαλίας, να μετακομίσει στην Πόλη για να αποφορτίσει τον Τσιγγρό. Ο Ανδρέας εξακολουθεί να εργάζεται, αλλά ρίχνει τους ρυθμούς του. Η αλήθεια είναι ότι ο χαρακτήρας του δεν ευνοεί… Όσο προκαλείται από ανταγωνιστές του, τόσο ορμάει με πάθος στα ύπουλα και επικίνδυνα νερά του εμπορίου. Η μόνη τροχοπέδη του, ο επιφυλακτικός μεγαλομέτοχος Βούρος, θα εγκαταλείψει τον Ανδρέα με έναν μπαμπέσικο και αναξιοπρεπή θάνατο. Θα φύγει στα 57 του χρόνια από μία βασανιστική νόσο του νωτιαίου μυελού, που θα τον παραλύει κομμάτι κομμάτι…
Όσο ο Βούρος είναι άρρωστος, το μερίδιο του Ανδρέα στην εταιρεία (όπου στο μεταξύ έχουν μπει και άλλοι μουστερήδες) έχει αυξηθεί σημαντικά και η δραστηριότητά του βγαίνει πια και έξω από τα όρια της εταιρείας. Είναι πολύ πληθωρικός για να εγκλωβιστεί σε ένα περιοριστικό εταιρικό σχήμα. Είναι νέος, εργατικός, παραγωγικός, ήδη ευκατάστατος, με ισχυρές γνωριμίες και μέλλον που υπόσχεται πολλά ακόμη. Σαν πεισματάρης παίκτης, που διψά για τον τίτλο του νικητή, ο Τσιγγρός βάζει στοιχήματα με τον εαυτό του και πολεμάει να τα κερδίσει. Σα να γνωρίζει ότι το κέρδος του είναι εξασφαλισμένο, σα να έχει όλο τον κόσμο με το μέρος του, σα να μην αντιλαμβάνεται εμπόδια και ανταγωνισμούς, καλπάζει μόνο ενάντια στον εαυτό του για να φτάσει σε έναν τερματισμό, που δεν έχει εντοπίσει ακόμα. «Ένας μικροαστός που προσπαθεί να μπει στο ρουθούνι της ανώτερης τάξης, ένας αδίσταχτος τυχοδιώκτης που δεν σταματάει πουθενά, ένας καιροσκόπος» τον «λούζουν» πολλοί. Ουδείς όμως αμφισβητεί την εργατικότητα, το κοφτερό μυαλό, τη διορατικότητα και το επιχειρηματικό του ταλέντο.
Ταξιδεύει στην Ευρώπη, όπου πνέει άνεμος ανανέωσης και δημιουργίας, παρατηρεί, μελετάει, κάνει γνωριμίες, κλείνει εμπορικές συμφωνίες, ξημερώνεται με όμορφες γυναίκες… Στην Κωνσταντινούπολη ανακατεύεται με κρατικές δουλειές και μάλιστα σε απευθείας συναλλαγές με το τουρκικό Δημόσιο. Στην αρχή, καταφέρνει να συνεργαστεί με μία αχτύπητη τριανδρία στον τραπεζικό τομέα: τους Μαυροκορδάτους Στέφανο και Ελευθέριο και τον Αντώνιο Πίριαντζ. Αυτοί κάνουν αγοραπωλησίες συναλλαγματικών και αναλαμβάνουν ενοικιάσεις προσόδων. Η συγκεκριμένη δουλειά αφορά μία προκαταβολή, στο τουρκικό κράτος, 40 εκατομμυρίων γροσιών σε χαρτονόμισμα έναντι παραχώρησης φόρου Δεκάτης (τακτικός φόρος επί αγροτικής παραγωγής) σε διάφορα σαντζάκια (διοικητικές διαιρέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Ο Τσιγγρός μπαίνει με τέσσερα εκατομμύρια γρόσια και κερδίζει ένα καθαρό εκατομμύριο φράγκα! Του ανοίγει, επιτέλους, η πόρτα που ονειρευόταν. Αυτή η δουλειά τού προσφέρει αναγνώριση στους κύκλους των σαράφηδων και των τραπεζιτών. Μία ακόμη επιτυχημένη συμφωνία -προμήθειας σιταριού, αυτή τη φορά- με την τουρκική κυβέρνηση σταθεροποιεί την παρουσία του ως υπολογίσιμης δύναμης…
Στο μεταξύ, ο Βούρος πεθαίνει και κάτι άσχετοι με τη δουλειά συγγενείς, που μπερδεύονται στα πόδια του Ανδρέα, του προκαλούν εκνευρισμό. Η λύση έρχεται με τη διάλυση της εταιρείας. Η εκκαθάρισή της αφήνει στον 30χρονο πια Τσιγγρό κινητή περιουσία αξίας 500.000 και ακίνητη 100.000 φράγκων. Η δεινή οικονομική κατάσταση των Οθωμανών, ωστόσο, σηματοδοτεί μία δική του εντυπωσιακή επικερδή διαδρομή αρχικά ως αγοραστή και διακινητή κρατικών ομολόγων και εντέλει ως άμεσου δανειστή της Αυτοκρατορίας, αντί φυσικά των ευνοϊκότερων για τον ίδιο όρων.
Ένας πρώτος στόχος για απόκτηση πλούτου έχει επιτευχθεί και φυσικά στην πορεία αναθεωρείται προς τα πάνω. Εκκρεμεί, ωστόσο, το θέμα του διψασμένου νησιώτη για διακρίσεις και αξιώματα. Στο εξής θα δουλεύει αγόγγυστα για την προβολή και την υστεροφημία του. Επί του παρόντος ανοίγει έναν κύκλο επίδειξης πλούτου, προκαλώντας τα δηκτικά σχόλια του περίγυρού του. Παραγγέλνει στη Βιέννη άμαξα Βικτώρια για τις διαδρομές του στην Πόλη (είναι ο πρώτος με άμαξα). «Η ψώρα του αμαξιού μας έλειπε, μας την έφερες κι αυτή…» σχολιάζουν οι κακές γλώσσες, οι οποίες, ωστόσο, ανταποκρίνονται με προθυμία στα τακτικά καλέσματα στο σπίτι του, με τα πολυτελή μπουφέ, όπου ρέει άφθονος ο καμπανίτης και αφθονούν τα εξεζητημένα εδέσματα. Ταυτόχρονα, αναπτύσσει πλούσια κοινωνική δράση με συμμετοχές σε επιτροπές σχολείων, κοινωφελών ιδρυμάτων και φιλολογικών συλλόγων αλλά και δωρεές, που καθιστούν τους αποδέκτες τούς καλύτερους διαφημιστές του.
Από νωρίς ονειρεύεται το ανώτατο ελληνικό παράσημο, αυτό του Μεγαλόσταυρου. Για την ώρα, του απονέμεται ένα μικρότερο παράσημο «επί τη διασώσει της βασιλίσσης Αμαλίας»! Για την ακρίβεια, όταν γίνεται η δολοφονική απόπειρα κατά της συζύγου του Όθωνα, ο Τσιγγρός βρίσκεται περί τα 1200 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, αλλά ο Έλληνας επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη τον καλεί και τον ορμηνεύει… Όλοι οι Έλληνες της διασποράς θα πρέπει με έναν τρόπο να δείξουν την ικανοποίησή τους για τη διάσωση της βασίλισσας! Καλό θα ήταν, του λέει, μέλη της ελληνικής παροικίας να ταξιδέψουν στην Αθήνα και να παρουσιαστούν «αυθορμήτως» στο παλάτι για να εκφράσουν την θερμή συμπαράστασή τους στην Αμαλία. Η πρότασή του στους συναδέλφους του εμπόρους και τραπεζίτες δεν γίνεται δεκτή με ιδιαίτερη θέρμη. Εντέλει βρίσκει κάποιους πρόθυμους και τους στέλνει στην Αθήνα μαζί με το ουκ ευκαταφρόνητο ποσό των 40.000 φράγκων, προκειμένου να ανεγερθεί ναός Αγίου Σώζοντος προς τιμήν του αγίου που έκανε το θαύμα του και σώθηκε η Αμαλία! Η οργάνωση του πράγματος αποφέρει στον Ανδρέα τον Αργυρούν Σταυρόν του Σωτήρος.
Κι εκεί που γιορτάζει την απόκτησή του, η χαρά του σκιάζεται από μία εκ των πολλών συντροφισσών του, η οποία του ανακοινώνει ότι περιμένει το παιδί του και ότι δεν προτίθεται να το… ξεφορτωθεί. Μόνο που και εκείνος δεν προτίθεται να την αποκαταστήσει. Η μητέρα του τον συμβουλεύει να φύγει από την Πόλη και να αφήσει την υπόθεση επάνω της, όπερ και γίγνεται. Ο Ανδρέας αφήνει τη δουλειά στα χέρια του συνεταίρου του και ταξιδεύει για μήνες συνδυάζοντας δουλειά και διασκέδαση. Όταν επιστρέφει, η αγαπημένη του μάνα έχει τακτοποιήσει την υπόθεση «αγοράζοντας» αδρά την εχεμύθεια της μητέρας του παράνομου καρπού, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι αγόρι και δεν θα πάρει ποτέ το όνομα του πατέρα του, γιατί εκείνος -παρότι θα φροντίσει αφειδώς για τη σωστή μόρφωση και την αποκατάστασή του- δεν θα το αναγνωρίσει ποτέ. Η Νικολέττα δίνει στο παιδί το δικό της όνομα.
Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας του από καρκίνο του στομάχου ανοίγει για τον Ανδρέα έναν νέο κύκλο αναζητήσεων. Την πενθεί έναν χρόνο ταξιδεύοντας πολύ, αυτή τη φορά μακριά από την Ευρώπη. Λέει ότι θα πάει στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσει, να βαφτιστεί στον Ιορδάνη, να γίνει «χατζής». Πάει. Χατζής δεν γίνεται, αλλά προσεύχεται στον Πανάγιο Τάφο, παρακολουθεί κατανυκτικές λειτουργίες, κάνει δωρεές, γνωρίζει τον Πατριάρχη και δέχεται από τα χέρια του δίπλωμα και σταυρό με τίμιο ξύλο. Από τα Ιεροσόλυμα ταξιδεύει στην Αίγυπτο, περιηγείται στα μνημεία της και πληροφορείται την οικονομική κατάσταση του ντόπιου ελληνισμού, κυρίως τραπεζιτών και εμπόρων, που -μέσω κερδοσκοπίας- βιώνουν την απόλυτη ακμή σε αντίθεση με τους δυστυχείς φελάχους που εργάζονται αγόγγυστα για να αντεπεξέλθουν στην ανελέητη σπατάλη του Ισμαήλ πασά. Για τον Τσιγγρό, τα ταξίδια αυτά είναι πολύτιμα. Ζει για τη στιγμή, που θα ευνοήσει και τη δική του εμπλοκή στο παιχνίδι…
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΒΑΦΤΙΖΕΤΑΙ ΣΥΓΓΡΟΣ – Η ΓΚΑΦΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΞΟΙΚΕΙΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ
Στην ουρά του μακροχρόνιου ταξιδιού του βάζει την Αθήνα. Λίγες μέρες θα μείνει, λέει, ίσα ίσα για να βολιδοσκοπήσει τις επενδυτικές προοπτικές, που μπορεί να προσφέρει η νεόκοπη πρωτεύουσα σε έναν δραστήριο επιχειρηματία. Θα μείνει οκτώ μήνες. Οι εξελίξεις στην ελληνική πρωτεύουσα «τρέχουν» και ο Τσιγγρός δεν τις προλαβαίνει… Εδώ γνωρίζει μόνον τον βουλευτή Δημήτρη Καλλιφρονά, που του τον είχαν συστήσει κάποτε στην Πόλη. Ο Καλλιφρονάς θα τον συστήσει, με τη σειρά του, ως «Ρωμιό, που λαμπρύνει το γένος εις την αλλοδαπή με την εντυπωσιακή επιχειρηματική του δραστηριότητα» στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο κι αυτός θα του προτείνει να δει τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης, τον Χαρίλαο Τρικούπη, για να συζητήσουν τα θέματα που απασχολούν τον απόδημο ελληνισμό. Ο οραματιστής υπουργός γοητεύει τον Τσιγγρό, ο οποίος από τη μακρά συζήτησή τους καταλαβαίνει ότι η «τριτοκοσμική» Ελλάδα, χτίζοντας τις δομές της, προσφέρει ευκαιρίες για επενδύσεις και μάλιστα πολύ περισσότερες από εκείνες που φανταζόταν ο ίδιος. Επιπλέον, η κοφτερή ματιά του διαβλέπει ότι αργά ή γρήγορα ο Τρικούπης θα βρεθεί να κυβερνάει τον τόπο. Συνεπώς, μία στενότερη σχέση μαζί του μόνο σε καλό θα μπορούσε να του βγει. Παρατείνει την παραμονή του στην Αθήνα. Άλλωστε, πρέπει να προσεγγίσει και τον βασιλιά της Ελλάδας… Μπαίνει στον ολιγομελή «καλό κύκλο» της πόλης, γνωρίζει σχεδόν το σύνολο των μελών του, προσκαλείται σε σουαρέ και συστήνεται πια ως Συγγρός. «Αυτό το Τσι-γγρός δεν ακούγεται καθόλου καλά»…
Αυτή την εποχή κάνει και την πρώτη του δωρεά στην Αθήνα. Ένας λόχος εθνοφυλάκων χρειάζεται 30 στολές. Αν σκεφτεί κανείς ότι το μέσο μεροκάματο ενός εργάτη είναι 3 δραχμές, οι 800 δραχμές που χρειάζονται για τις στολές, είναι ποσόν απλησίαστο. Ο Συγγρός, όμως, το προσφέρει και ανακηρύσσεται «λοχαγός της Εθνοφυλακής». Η προσφορά ισοδυναμεί με το κόστος μίας δικής του ξέφρενης βραδιάς του στο Παρίσι. Στην πραγματικότητα, είναι μία… επένδυση με προοπτική. Βλέπει μπροστά του τις απαιτούμενες για τη χώρα υποδομές. Δρόμοι, σιδηρόδρομοι, εγγειοβελτιωτικά έργα, τράπεζες, καταστήματα. Οι ευκαιρίες για πλουτισμό είναι πολλές και ο ίδιος, φυσικά, θα είναι παρών. Κι έπειτα είναι και το ζεστό και σπαρταριστό χρήμα. Μετοχές, χρεόγραφα, δάνεια… Η χώρα είναι παρθένα. Χρηματιστήριο δεν υπάρχει ακόμα. Αυτός, όμως, παίζει στα χέρια του τον χρηματιστηριακό τζόγο. Είναι οπαδός της ρήσης του Ρότσιλντ: «στο Χρηματιστήριο κάνεις ό, τι σε μία μπανιέρα με παγωμένο νερό. Μπαίνεις γρήγορα, βγαίνεις γρηγορότερα…».
Αν δεν γνωρίσει τον βασιλιά Γεώργιο, δεν φεύγει! Ο βασιλικός ευνοούμενος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, που έχει συναντήσει ο Συγγρός σε κάποια κοσμική εκδήλωση, είναι αυτός που κανονίζει την παρουσίασή του μπροστά στον εστεμμένο. «Να του μιλήσεις γαλλικά. Συνήθως σ΄ αυτή τη γλώσσα μιλάει» τον συμβουλεύει ο Βαλαωρίτης κι ο Συγγρός, όταν βρίσκεται μπροστά στον Γεώργιο, σπεύδει να του πει στα γαλλικά πόσο μεγάλη τιμή του έκανε να τον δεχθεί. Τότε εκείνος τον διακόπτει αυστηρά. Η στιχομυθία που ακολουθεί κάνει τον Συγγρό να κοκκινίσει ως τις ρίζες των μαλλιών του… -«Είσθε ξένος, κύριε;» -«Όχι, βέβαια. Αλλά, ξέρετε, ζω στην Κωνσταντινούπολη και από συνήθεια…» – «Τότε μιλήστε μου για την Πόλη. Στα ελληνικά, φυσικά».
Μόλις ο Βαλαωρίτης ακούει τα παράπονα του Συγγρού για τον πάθημά του, ξεσπάει σε γέλια. Του εξηγεί ότι απλώς ο Γεώργιος μυρίστηκε τον φόβο του και προσπάθησε να τον διασκεδάσει… «Θα δεις πόσο αλλιώτικος θα είναι στην επόμενη συνάντησή σας» του λέει και η ιστορία τον επαληθεύει. Γεώργιος και Συγγρός θα γίνουν φίλοι. Τουλάχιστον, έτσι θα νομίσει ο Συγγρός, που στα στερνά του θα καταλάβει πως ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να προσφέρεις για να κερδίσεις την εύνοια ενός εστεμμένου, το χρώμα του αίματός σου θα είναι πάντα διαφορετικό από το δικό του…
Επιστρέφει στην έδρα του, αλλά η πλώρη του δείχνει πια την Αθήνα, παρότι οι προοπτικές κέρδους στην Πόλη εξακολουθούν να διαγράφονται προκλητικές. Ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ συνεχίζει να ξοδεύει τεράστια ποσά τόσο για την εξαγορά του πάγιου τουρκικού χρέος όσο και για την κατασκευή θωρηκτού στόλου. Επιπλέον, οι καθημερινές ανάγκες του κράτους «τρέχουν» και καθιστούν τα έσοδα μικρότερα από τα έξοδα. Ως εκ τούτου, η Τουρκία καταφεύγει διαρκώς σε δανεισμό και ο Συγγρός δεν προτίθεται να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Στήνει μία νέα εταιρεία. Θα βγάλει ό,τι είναι να βγάλει και θα μετακομίσει μετά. Άλλωστε, η Αθήνα εκεί είναι. Δεν φεύγει.
(ΣΣ. Το β΄ μέρος του θέματος «Ανδρέας Συγγρός – Ένας εθνικός ευεργέτης με προσωπικότητα που κανείς ποτέ δεν κατάφερε να «διαβάσει», θα αναρτηθεί στη ροή ειδήσεων του ΑΠΕ-ΜΠΕ αύριο, Κυριακή 19 Μαρτίου)
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΟΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – Αντ. Μακρυδημήτρης (Εκδ. Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ-Αθήνα, 1997)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ – ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 1881-1910 (Εκδ. ΔΟΜΗ – Αθήνα)
ΠΕΡΙΓΕΛΩΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ – Λ. Λούβη (Εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΟΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. – Αθήνα, 2002)
ΑΝΔΡΕΣ ΣΥΓΓΡΟΣ – Γ. Μπαζίλη (Εκδ. Δημιουργία – Αθήνα, 1996)
ΑΘΗΝΑ, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία – Θ.Γιοχάλα/Τ.Καφετζάκη (Εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. – Αθήνα, 2021)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΟΥ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
«ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ – Τα πλούτη του έθνους», Εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – Ιός, 1997
ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» – ψηφιακό αρχείο
Ε.Λ.Ι.Α. – Επιστολές Συγγρού προς Σκουλούδη και Καράβα
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη
Εθνική Πινακοθήκη
Το β΄ μέρος του θέματος «Ανδρέας Συγγρός – Ένας εθνικός ευεργέτης με προσωπικότητα που κανείς ποτέ δεν κατάφερε να «διαβάσει», θα αναρτηθεί αύριο, Κυριακή 19 Μαρτίου