Στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου κάποτε η θάλασσα έφτανε σχεδόν μέχρι τις αυλές των εργοστασίων και ο αέρας μύριζε βύνη, υπήρχε ένας χώρος ταυτισμένος με τη βιομηχανική ιστορία της πόλης. Για την Έλλη Γεωργιάδου, όμως, το εμβληματικό ΦΙΞ δεν ήταν απλώς ένα εργοστάσιο. Ήταν ο τόπος, όπου γεννήθηκαν οι πιο ζωντανές μνήμες της παιδικής της ηλικίας. Ένα μικρό σύμπαν, όπου εργάτες, μηχανές, παιδιά και ζώα συνυπήρχαν με φυσικότητα, σαν μια μεγάλη οικογένεια.
«Ήταν ένα παλιό εργοστάσιο εβραϊκών συμφερόντων, με το όνομα “Όλυμπος”. Αυτό το αγόρασε ο παππούς μου, ο Ιορδάνης Γεωργιάδης και είχε συνεταίρους κάποιους κλωστοϋφαντουργούς από τη Νάουσα. Γι’ αυτό και το ονόμασε “Όλυμπος – Νάουσα”, όνομα που πήρε αργότερα και το γνωστό εστιατόριο στην παραλία, φτιαγμένο για να διαφημίζει την μπίρα», εξηγεί η κ. Γεωργιάδου, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αργότερα, όπως διηγείται, η εταιρεία συνεργάστηκε με τη ΦΙΞ της Αθήνας, δημιουργώντας τη νέα ενιαία εταιρική μορφή. Το εργοστάσιο άνθισε ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο. «Δούλευε πολύ καλά κι έλεγαν, μάλιστα, πως η δική μας μπίρα ήταν πιο νόστιμη από της Αθήνας, λόγω του νερού της Θεσσαλονίκης», σημειώνει.
Όμως οι πιο ζωντανές της μνήμες δεν αφορούν τις εταιρικές εξελίξεις, αλλά τις εμπειρίες ενός παιδιού που μεγάλωσε μέσα σε αυτόν τον κόσμο. «Πήγαινα στο γραφείο του πατέρα μου, που είχε μια εξωτερική σκάλα», θυμάται. Το σημείο που τη γοήτευε περισσότερο ήταν το παγοποιείο. Με ενθουσιασμό περιγράφει πώς έβγαιναν οι κολόνες πάγου, μια διαδικασία που τελικά εγκαταλείφθηκε, όταν ήρθαν τα ηλεκτρικά ψυγεία. «Περισσότερο στενοχωρήθηκα, όταν έκλεισε το παγοποιείο, παρά όταν έκλεισε το ίδιο το εργοστάσιο», παραδέχεται.
Ο χώρος για την 83χρονη (σήμερα) γυναίκα ήταν ο ιδανικός τόπος για παιχνίδι, ειδικά όταν κάποιο από τα παιδιά των εργατών βρίσκονταν εκεί. Αν δεν υπήρχαν άλλα παιδιά, δεν την πείραζε, γιατί είχε και άλλους φίλους, στην αυλή του σπιτιού της. «Στην αυλή υπήρχε ένα μεγάλο κοτέτσι με κότες και πάπιες, για να έχουν όλοι αβγά, που τότε ήταν είδος πολυτελείας», σημειώνει και θυμάται πως αυτό ήταν από τα πρώτα πράγματα που φρόντισε ο πατέρας της, όταν ανέλαβε τη διοίκηση. «Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος της προσφοράς. Γι’ αυτόν, το σημαντικότερο ήταν να είναι όλοι ταϊσμένοι, ευχαριστημένοι και να δουλεύει το εργοστάσιο για όλους», τονίζει με συγκίνηση.
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο παππούς της, ο οποίος δημιούργησε παιδικές κατασκηνώσεις για τα παιδιά των εργατών στην Αγία Τριάδα. «Αυτό έγινε τη δεκαετία του ’50. Για πολλά χρόνια, κάθε καλοκαίρι, πηγαίναμε και μέναμε εκεί για έναν μήνα», αφηγείται. Οι εμπειρίες εκείνες δημιούργησαν σχέσεις που ξεπέρασαν τα όρια της δουλειάς. «Πολλοί γονείς με αναγνώριζαν αργότερα στον δρόμο, κι ας μην τους θυμόμουν εγώ», λέει, ενώ θυμάται με μια δόση νοσταλγίας έναν ιδιότυπο διαγωνισμό, στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι κατασκηνωτές. «Μας ζύγιζαν στην αρχή και στο τέλος της κατασκήνωσης. Όποιος είχε πάρει τα περισσότερα κιλά, έπαιρνε βραβείο. Ήταν κρίσιμο το θέμα της σίτισης εκείνες τις εποχές», υπογραμμίζει.
Το τέλος του εργοστασίου δεν το βίωσε έντονα, καθώς είχε ήδη τη δική της οικογένεια. «Ο πατέρας μου στενοχωρήθηκε πολύ», αναφέρει. «Κράτησε μόνο μία μετοχή και είπε: “Αυτή την κρατάω για ανάμνηση”», συμπληρώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κ. Γεωργιάδου.
Σήμερα, καθώς ο χώρος του ΦΙΞ ετοιμάζεται να αποκτήσει νέα μορφή, οι αναμνήσεις της Έλλης Γεωργιάδου λειτουργούν σαν γέφυρα ανάμεσα σε δύο πλευρές της Θεσσαλονίκης: Εκείνη της βιομηχανικής κουλτούρας, των παγοποιείων, των κοτετσιών και των παιδικών κατασκηνώσεων, και τη σημερινή που προσπαθεί να ανακαλέσει τι υπήρχε πριν από την ανάπλαση.
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ













