«Στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης, λέει στο ΑΠΕ ΜΠΕ η διευθύντριά της Μαρία Γρηγορά, προβάλλουμε μικρές, σημαντικές ιστορίες που αναδεικνύουν τον τόπο μας. Μέσα από τα αρχεία και τις συλλογές μας φέρνουμε το παρελθόν σε επαφή με το σήμερα, ξαναζωντανεύοντας στιγμές που καθόρισαν τη ζωή και την ταυτότητα του νησιού μας».
«Ανακαλύπτουμε την ιστορία μέσα από τις συλλογές μας» σημειώνει παρουσιάζοντας μας τη χριστουγεννιάτικη συνεργασία στην τοπική σατυρική εφημερίδα «Τρίβολος» του Σμυρνιού Παναγή Βαλάκη, επαγγέλματος ζαχαροπλάστη!
Στο χριστουγεννιάτικο αυτό κείμενο του 1935, 13 χρόνια μετά την καταστροφή, αναδύεται καθαρά μια βαθιά, σχεδόν επώδυνη νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα. Ο Σμυρνιός ζαχαροπλάστης Παναγής Βαλάκης, πρόσφυγας πια στη Μυτιλήνη, γράφει στη σμυρνιά ντοπιολαλιά για τα Χριστούγεννα «εδώ», αλλά η σκέψη του μένει αδιάκοπα στη Σμύρνη.
Η πόλη αναδύεται μέσα από τα λόγια του σαν μια σχεδόν μυθική πολιτεία: «πολιτία με τα ούλα τσι», «γλεντζού», «ναζιάρα».
«Επίθετα φορτισμένα με νοσταλγία και θαυμασμό, που μαρτυρούν πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η πόλη μέσα του, όχι ως τόπος μόνο, αλλά ως τρόπος ζωής που κόπηκε βίαια» τονίζει η κ. Γρηγορά.
Η νοσταλγία κορυφώνεται όταν μιλά για «τα κάλαντρα». Εκεί, η απουσία της Σμύρνης γίνεται σχεδόν κραυγή:
«Αμέ τα κάλαντρά τσι; Τι να προτοσιλοεστίς μορέ κίριε Στράτο μου! Κάνουνε κε δο τάχα κάλαντρα! Πούνε τα παποράκια τος, πούνε τα φαναράκια τος, πούνε τα βιογιά (βιολιά) κε τα λαούτα κ’ ι καλαντράδιδι ι ασίκιδι και μερακλίδι! Ανάθεμα τον έτιο που ιξιριζοθίκαμε από τι Σμύρνη μας τι γλεντζού κε τι ναζιάρα! Αναθεμάτονε κε τρισανάθεμα. Η Σμύρνη ίτανε πολιτία με τα ούλα τσι.»
Και λίγο μετά, ο Βαλάκης θυμάται το Κορδελιό αλλά και τους Μυτιληνιούς που ζωντάνευαν τη γειτονιά:
«Ακόμα κ’ ι Μιτιλινί που ερχόντουσαν εκιδανανάς για δουγιά ιγενόντουσαν αθρόπιδι. Αφού κε στα κάλαντρα ίντουσαν πρότι. Τσι θιμάμε που ιρχόντουσαν στο Κορδεγιό κε μας ικαλαντρούσανε κι ιγέμιτζαν τα σοκάκια κόζμο. Με τσι νιχτικές τος ιβγένανε να τος ακούσουνε. Θιμάμε κε τα κοριόζικα τα κάλαντρα που λέανε.»
Το απόσπασμα αυτό ζωγραφίζει μια ζωντανή γειτονιά, γεμάτη ήχους, φώτα και χαρά. Οι Μυτιληνιοί δεν ήταν απλώς «επισκέπτες», «ίγενόντουσαν αθρόπιδι» και έπαιρναν μέρος στην εορτή, τραγουδώντας, γεμίζοντας τα σοκάκια κόσμο και ζωντάνια, ενώ οι νοικοκυραίοι έβγαιναν στα μπαλκόνια τους για να τους ακούσουν και να ρίξουν «τα μπαξίσια».
Όλα όσα λείπουν σήμερα, όλα όσα χάθηκαν μαζί με την πόλη.
Ιδιαίτερη θέση έχει και ο τρόπος γραφής του Βαλάκη. Η κ. Γρηγορά αναφέρεται «στη ζωντανή, σχεδόν θεατρική σμυρνέικη ντοπιολαλιά, γεμάτη ιδιωματισμούς, προφορικό ρυθμό και λαϊκή σάτιρα, που δεν είναι “λάθος” γλώσσα, είναι μνήμη. Είναι ο τρόπος με τον οποίο οι πρόσφυγες κουβάλησαν τη Σμύρνη μέσα τους και την ξαναέστησαν, έστω και για λίγο, πάνω στο χαρτί. Το κείμενο δεν μιλά μόνο για Χριστούγεννα. Μιλά για την απώλεια, τη σύγκριση, την προσαρμογή και πάνω απ’ όλα, για την επιμονή της μνήμης. Η Σμύρνη, όσο κι αν χάθηκε, συνεχίζει να μιλά μέσα από τη γλώσσα, το χιούμορ και τη νοσταλγία των ανθρώπων της, μέσα από τα σοκάκια του Κορδελιού και τα κάλαντρα που “ίντουσαν πρότι”».
«Κι ο κόζμος ίπετζε παλαμάκια κε τος ικερνούσε φινίκια κε ιπέφτανε τα μπαξίσα βροχί. Κάνουνε κ’ εδονανάς τα σεργιάνια κάλαντρα! Κάλαντρα ίνε ετούτα, βρέ ρεζίγια (ρεζίλια): Μίσθιτί μου Κίριε!»
Στρ. Μπαλάσκας
ΠΗΓΉ ΑΠΕ-ΜΠΕ















