Νεροβούβαλος: από την εξαφάνιση, στην παραγωγή και στην ανάπτυξη
Date:
Ζει σε κοπάδια. Πάντα ελεύθερος. Γι’ αυτό το κρέας του είναι εγγυημένα ελευθέρας βοσκής. Τον ανέσυραν από το… χρονοντούλαπο της ελληνικής διατροφικής ιστορίας έλληνες κτηνοτρόφοι από τη Βόρεια Ελλάδα πριν από περίπου μια εικοσαετία και έκτοτε σιγά-σιγά επανακτά τον χώρο του στην εγχώρια κτηνοτροφία. Οι νεροβούβαλοι – ανήκουν σε αυτόχθονα φυλή, η οποία κυριαρχούσε στις αρχές του 20ού αιώνα σε Μακεδονία, Θράκη και Θεσσαλία – κινδύνεψαν με εξαφάνιση κατά τη δεκαετία του ’90, οπότε ο αριθμός τους μόλις που έφτανε τα 600 ζώα. Αλλωστε, ήδη από τη δεκαετία του ’50 οι κτηνοτρόφοι άρχισαν να τους αντικαθιστούν με τις ολλανδικές αγελάδες.
Η ένταξη του είδους όμως σε κοινοτικά προγράμματα διατήρησης σπάνιων κτηνοτροφικών φυλών βοήθησε στη διατήρησή του, αν και ακόμη δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο, καθώς ο αριθμός των νεροβούβαλων εκτιμάται σήμερα σε 4.000. Το όριο κάτω από το οποίο μια τοπική φυλή βοοειδών θεωρείται ότι απειλείται είναι τα 7.500 θηλυκά ζώα. Πέρα όμως από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, ώθηση στην παραγωγή έδωσε και η στροφή των καταναλωτών σε προϊόντα χαμηλού λίπους και με καλά λιπαρά. Το βουβαλίσιο κρέας έχει λίγες θερμίδες, χαμηλή περιεκτικότητα σε χοληστερόλη και υψηλή σε πρωτεΐνες και σίδηρο.
Ο τομέας της εκτροφής νεροβούβαλου βρίσκεται ακόμη σε εμβρυακό στάδιο. Οι φάρμες σε όλη τη χώρα φτάνουν περίπου τις 15. Εντοπίζονται κυρίως στη λίμνη Κερκίνη (το 90% των ζώων), μια προστατευόμενη περιοχή η οποία περιλαμβάνεται στη λίστα της σύμβασης των υγροτόπων Ramsar και στο ευρωπαϊκό δίκτυο «Natura 2000». Το υπόλοιπο 10% βρίσκεται στους υγροτόπους της Μικρής Πρέσπας, του Αμβρακικού, στο Δέλτα του Σπερχειού κ.α.
Οι κτηνοτρόφοι τολμούν
Τα κενά του κλάδου, και μάλιστα εν μέσω οικονομικής ύφεσης, έρχονται να καλύψουν κτηνοτρόφοι που τολμούν επιχειρηματικά, καθώς διαβλέπουν τις προοπτικές του. Στη Λιβαδιά Σερρών, δύο αδέλφια, ο Δημήτρης και ο Ζέλιος Μπόρας, το 1999, λίγο μετά το σκάνδαλο με τις τρελές αγελάδες, πόνταραν στο παραδοσιακό κρέας της περιοχής. Αρχικά τα βουβαλίσια προϊόντα που επιχείρησε να πωλήσει ο κ. Ζέλιος Μπόρας στο κρεοπωλείο του αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία, ίσως και με περιφρόνηση. Ομως δεν υποχώρησε, επιστράτευσε και παλιές μικρασιατικές συνταγές που γνώριζε καλά και πλάσαρε στην αγορά τον καβουρμά.
Σήμερα, στις ταβέρνες πέριξ της λίμνης Κερκίνης, σε εστιατόρια μεγάλων πόλεων και σε περίπου 500 ντελικατέσεν και καταστήματα λιανικής ανά την Ελλάδα πωλούνται λουκάνικα, σουτζουκάκια, burger, σαλάμι, μπούτι καπνιστό, καπνιστή μπριζόλα, λουκάνικα καπνιστά γεμιστά με mozzarella βουβαλίσια και ο παραδοσιακός καβουρμάς.
Τα ίδια προϊόντα εξάγονται σε Γερμανία, Σουηδία και Αυστρία. «Υπάρχει τάση για περισσότερες εξαγωγές, αλλά εξαρτάται από την παραγωγή. Τα ζώα είναι ακόμη λίγα και οι παραγόμενες ποσότητες είναι δεσμευτικές» αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Ζέλιος Μπόρας.
Οι νέοι ακολουθούν
Την προσπάθεια των αδελφών Μπόρα μιμήθηκαν και άλλοι, κυρίως νέοι κτηνοτρόφοι. Την τελευταία τριετία, στην καρδιά της κρίσης, καταγράφεται μια αυξητική τάση (30% ανά έτος) στις ποσότητες των παρασκευασμένων προϊόντων.
«Η στήριξη του πρωτογενούς τομέα και η καθιέρωση τοπικών και ποιοτικών προϊόντων θα έπρεπε να είναι εθνικοί στόχοι. Αυτή η τάση κυριαρχεί και στον κλάδο όπου τα ποιοτικά, πιστοποιημένα και τοπικά προϊόντα κερδίζουν έδαφος, τα ντελικατέσεν καθιερώνονται ως σημεία διανομής και οι καταναλωτές αυξάνουν τις απαιτήσεις τους στα τρόφιμα που αγοράζουν ωθώντας έτσι και τον ίδιο τον κλάδο σε ταχύτερη βελτιστοποίηση» τονίζει ο κ. Μπόρας.
Οπως επισημαίνει ο ίδιος, «εφαρμόζουμε από το 2009 σύστημα ιχνηλασιμότητας στο κρέας». Ετσι, ο καταναλωτής μπορεί να μπει στην ιστοσελίδα, να πληκτρολογήσει τον κωδικό που υπάρχει πάνω στη συσκευασία του προϊόντος και να μάθει πού μεγάλωσε το ζώο, σε ποιο αγρόκτημα, ποιος είναι ο παραγωγός, την ημερομηνία σφαγής και συσκευασίας.
Τα μελλοντικά σχέδια
Στα σχέδια των αδελφών Μπόρα είναι η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, μέσω της οικονομικής και τεχνοκρατικής στήριξης νέων βουβαλοτρόφων με μακροχρόνιες συνάψεις συμβολαίων αποκλειστικής συνεργασίας, καθώς και η επέκταση της υπάρχουσας χοιροτροφικής μονάδας. «Τον σκοπό αυτόν εξυπηρετεί και η ένταξη της εταιρείας μας στο πρόγραμμα Συμβολαιακής Κτηνοτροφίας της Τράπεζας Πειραιώς, μέσω του οποίου δίνονται κίνητρα σε νέους κτηνοτρόφους να ασχοληθούν με την εκτροφή του ελληνικού βούβαλου, με την εγγύηση της εταιρείας μας για την ολοκληρωτική απορρόφηση της παραγωγής» λέει ο κ. Μπόρας. Στόχος είναι ο παραγωγός να έχει στη διάθεσή του την απαιτούμενη ρευστότητα, με ανταγωνιστικούς όρους, τη στιγμή που τη χρειάζεται, αλλά και εγγυημένη την έγκαιρη πληρωμή της παραγωγής που έχει συμφωνήσει να παραδώσει στην εταιρεία. Πάντως, στις μέρες μας, η εγχώρια βουβαλοτροφία αποτελεί ακόμη ένα μικρό μόνο κομμάτι του κτηνοτροφικού κλάδου, ο οποίος μπορεί να μη διανύει τις καλύτερες εποχές του στην Ελλάδα, αλλά παρουσιάζει προοπτικές και μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.