Ντροπή για τη σύγχρονη Ελλάδα: Ιστορικά σπίτια παραδομένα στην απαξίωση
Date:
Το σπίτι του Μακρυγιάννη, του Κωστή Παλαμά αλλά και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη είναι ορισμένα μόνο από τα οικήματα που στέγασαν προσωπικότητες της Ελλάδας και σήμερα στέκονται αβοήθητα απέναντι στη φθορά του χρόνου
Στον αριθμό 13 της οδού Πολυγνώτου μια γυναίκα ατενίζει την πόλη επί σχεδόν δύο αιώνες.
Είναι η γυναίκα της οικίας Κωλέττη, ένα εμβληματικό πήλινο άγαλμα, σε μπλε φόντο, που επιμένει να θυμίζει την αίγλη ενός αρχοντικού που, παρά τη σημερινή του παρακμή, ακτινοβολεί ακόμη στα ριζά της Ακρόπολης. Το σπίτι του πρώτου πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ιωάννη Κωλέττη, με τα μοναδικά σκαλιστά μπαλκόνια και τη νεοκλασική ομορφιά του αποτελεί πλέον ένα ερείπιο και η κατάρρευσή του προμηνύεται αναπόφευκτη. Είναι ένα από τα πολλά οικήματα που στέγασαν προσωπικότητες οι οποίες σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδας, κι όμως σήμερα παραδίδονται αβοήθητα στην καταστροφή. Κάποια εξ αυτών συνιστούν σπάνια αρχιτεκτονικά στολίδια, ορισμένα έχουν, κατά τραγική ειρωνεία, χαρακτηριστεί διατηρητέα, η αξία άλλων υπερβαίνει το αρχιτεκτονικό τους στυλ συμπυκνώνοντας τις συλλογικές μνήμες ενός ολόκληρου λαού. Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Αργος, της Σοφίας Βέμπο στον Βόλο, του Κωστή Παλαμά στην Πλάκα, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια, της Μαρίας Κάλλας σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης επί της οδού Πατησίων αλλά και το πατρικό της κορυφαίας ελληνίδας ηθοποιού Δέσπως Διαμαντίδου στην Καστέλλα πλέον δεν αποτελούν παρά «ευγενή κουφάρια», για τα οποία ελάχιστοι δείχνουν να ενδιαφέρονται.
Λίγο πριν την κατάρρευση
Στην οδό Πολυγνώτου ξυπνούν μνήμες από το παρελθόν: το κτίριο που έλαβε τη σημερινή του μορφή το 1870 βρίσκεται σχεδόν μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Στην αυλή του κάποτε δέσποζε η περίφημη μαϊμού του Κωλέττη – πειραχτήρι για κάθε επισκέπτη του σπιτιού -, ενώ στο δρομάκι μπροστά από τον κήπο του συνέρρεαν, κατά τις διηγήσεις, πολίτες που περίμεναν για να ζητήσουν κάποιο ρουσφέτι από τον Κωλέττη, εικόνα που έμεινε να συνοδεύει τη μνήμη του στην ιστορία. Πλέον λαβωμένο από την εγκατάλειψη και έχοντας δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα από τον σεισμό του 1999, το κτίριο που έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο από το 1960 υφίσταται την ανελέητη φθορά. Παρότι αποτελεί κρατική περιουσία και η αποκατάστασή του εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ το 2012, οκτώ χρόνια μετά, τίποτε δεν έχει αλλάξει.
Το διατηρητέο
Σε τραγική κατάσταση, που ντροπιάζει το ελληνικό κράτος, εξακολουθεί να βρίσκεται, άλλωστε, και το σπίτι ενός από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1821, του στρατηγού Μακρυγιάννη. Παρά τις πολυετείς και επίμονες προσπάθειες διάσωσης και αποκατάστασής του από τον νομικό και ειδικευμένο σε θέματα φυσικού και ιστορικού περιβάλλοντος Βασίλη Δωροβίνη, η οικία του αγωνιστή στο Αργος αφέθηκε στην απαξίωση. Ο Μακρυγιάννης έζησε στο Άργος για μεγάλο χρονικό διάστημα και εκεί ξεκίνησε να γράφει τα «Απομνημονεύματά» του που έμελλε να γίνουν το «ευαγγέλιο» της εθνικής παλιγγενεσίας.
Το σπίτι βρίσκεται σε μία από τις ιστορικότερες περιοχές της πόλης, απέναντι από τον ναό του Αγίου Ιωάννη.
Η περιπέτειά του ξεκίνησε το 1982, όταν το κτίριο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο. Ο ιδιοκτήτης του προσέφυγε κατά της απόφασης, χωρίς όμως να καταφέρει τον αποχαρακτηρισμό. Οπως επισημαίνει ο αρχαιολόγος Στέλιος Λεκάκης, ακολούθησε «σχεδόν μυθιστορηματικά μια σειρά δράσεων και παραλείψεων, που περιελάμβανε κινητοποίηση βουλευτών και πολιτικών παραγόντων, φιλολογική ανάλυση επίμαχου χωρίου των «Απομνημονευμάτων», αντικρουόμενες στάσεις και αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, υφαρπαγές υπογραφών, ανακόλουθες διατυπώσεις των αρμόδιων υπουργείων», με κατάληξη την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου το 1999, βάσει της οποίας το σπίτι δεν χρήζει κήρυξης. Ετσι, ένα ακόμη ιστορικό κτίσμα στο Αργος, μαζί με την οικία του Σπυρίδωνος Τρικούπη, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο μετέπειτα πρωθυπουργός Χαρίλαος, γίνεται θύμα της αδιαφορίας και μετατρέπεται σε ερείπιο και στέκι τοξικομανών.
Στη γειτονιά των θεών
Στην οδό Περιάνδρου 5 στην Πλάκα, με θέα τους στύλους του Ολυμπίου Διός, ένα κτίριο που οικοδομήθηκε τη δεκαετία του ’20 στέγασε μερικά από τα πιο δυστυχή χρόνια του Κωστή Παλαμά. Στο κτίριο αυτό έζησε από το 1935 και πέθανε εν μέσω γερμανικής κατοχής στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Η κηδεία του, που μετατράπηκε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο λαμβάνοντας τον συμβολισμό αντίστασης στον κατακτητή, είχε ξεκινήσει από την οδό Περιάνδρου. Μία πινακίδα στην πρόσοψη του κτιρίου, που σήμερα ρημάζει, είναι το περισσότερο που μπόρεσε να κάνει η πολιτεία για έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.
Για ορισμένους, αυτά τα κτίσματα είναι απλώς πέτρες, μπετό και σίδερα, στην πραγματικότητα όμως είναι κομμάτια της συλλογικής ιστορίας. Κι από τους μισογκρεμισμένους τοίχους τους μοιάζουν να ψιθυρίζουν μυστικά στους περαστικούς και να κοιτούν αφ’ υψηλού έναν κόσμο που δεν σέβεται τη μνήμη.
Η ενοχλητική μνήμη και η συλλογική αδιαφορία
Στην Ελλάδα, μας αρέσει να επικαλούμαστε το παρελθόν μας, να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Πιο συχνά, βεβαίως, επικαλούμαστε μια σχέση με την κλασική αρχαιότητα, με τον τρόπο που την προσδιόρισαν μέσω της ιδέας της ιστορικής συνέχειας ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και την εξαπλούστευσε η εθνική ιδεολογία. Αλλά δεν μας αφήνουν αδιάφορους και άλλες ένδοξες περίοδοι, μεταξύ των οποίων η περίοδος της Επανάστασης του 1821 που συνέβαλε στη συγκρότηση της κρατικής μορφής της νεότερης Ελλάδας. Ετοιμαζόμαστε, άλλωστε, να γιορτάσουμε με υπερηφάνεια την επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα της Επανάστασης.
Αλλά όσο μας νοιάζει να περηφανευόμαστε για την καταγωγή μας και για τους προγόνους μας, άλλο τόσο αδιαφορούμε για την τεκμηρίωση του σημερινού μας στάτους. Μια από τις ενδείξεις αυτής της αδιαφορίας είναι το πνίξιμο των στοιχείων της συλλογικής μας μνήμης.
Το ρεπορτάζ που δημοσιεύεται σήμερα δείχνει τη συλλογική αδιαφορία για τα σπίτια όπου έζησαν αγωνιστές της Επανάστασης αλλά και άλλα σημαντικά πρόσωπα της νεότερης Ελλάδας. Η Αθήνα είναι γεμάτη ερειπωμένα άλλοτε σπουδαία τεκμήρια του αρχιτεκτονικού πλούτου της, οι κληρονόμοι των οποίων περιμένουν να τα σωριάσει ο χρόνος και η εγκατάλειψη για να τα αξιοποιήσουν – ή απλώς αδιαφορούν.
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση
Την Πρωτομαγιά κάηκε στην οδό Σταδίου 47 το κτίριο του Αλεξάνδρου Σούτζου, του ευεργέτη των εικαστικών τεχνών της χώρας – όπως δήλωσε και η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη. Υποτίθεται ότι η ζημιά δεν είναι ανεπανόρθωτη, οι αρμόδιες υπηρεσίες προσπαθούν να σώσουν τον φέροντα οργανισμό. Και μετά; Μετά, η λήθη – πιο άγρια και καταστροφική απ’ ό,τι ως σήμερα. Και να φανταστεί κανείς ότι το κτίριο της Σταδίου 47 είναι κληροδότημα του Σούτζου στην Πινακοθήκη, μαζί με άλλα τρία κτίρια. Χάρη στα εισοδήματα αυτού του κληροδοτήματος, και στη δημιουργική ευστροφία του Μαρίνου Καλλιγά, κτίστηκε το κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης, γι’ αυτό και ονομάζεται Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Ε, και; Ποιος νοιάστηκε όχι για την ανάδειξή του αλλά για την εκμετάλλευσή του; Η πρώην υπουργός Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, είχε δεσμευτεί ότι, αφού απεκαθίστατο, θα δινόταν στο Θεατρικό Μουσείο. Εκτοτε, ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Δεν είναι μόνο η παλαιά αρχιτεκτονική που καταρρέει. Η Ελλάδα αδιαφορεί για το παρελθόν της με κάθε τρόπο. Τα ιστορικά αρχεία της άργησαν πολύ να λειτουργήσουν. Κάποια, στην πορεία, αντιμετωπίστηκαν ως φέουδα των διαχειριστών τους, χωρίς την εξασφάλιση πρόσβασης στους μελετητές. Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο φέρθηκε η χώρα στο παρελθόν της είναι η μαρτυρία του Γιάννη Βλαχογιάννη, χάρη στον οποίο διασώθηκε η μνήμη της Επανάστασης – μεταξύ άλλων, τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του Κασομούλη. Ε, ο άνθρωπος αυτός που διέσωσε την ιστορική μνήμη της νέας Ελλάδας και με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου έστησε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, πριν αφήσει την ιδιωτική του συλλογή στα Γενικά Αρχεία απείλησε ότι θα τη δώριζε σε ξένα μουσεία. Ηξερε ότι έτσι απειλώντας ήταν ο μόνος τρόπος να τα διασώσει, ότι θα εξασφάλιζε την πιθανότητα μια μέρα να αξιοποιηθούν.
Ηλίας Κανέλλης
Πηγή: in.gr