Ο Κώστας Χαρδαβέλλας για τον Γιώργο Γεννηματά (23 χρόνια από τον θάνατό του…)
Date:
Γράφει: Μαρία Παναγοπούλου
Σαν σήμερα πριν από 23 χρόνια έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Γεννηματάς. Στο βιβλίο «Κώστας Χαρδαβέλλας-Το ζεϊμπέκικο του νικητή» υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο σε εκείνον. Μοιράζομαι μαζί σας μερικά μόνο από τα σημεία του, τα πιο αγαπημένα μου… Εις μνήμην του..
«Η αδελφική φιλία με τον Γιώργο Γεννηματά, αυτόν τον αξέχαστο, άνθρωπο, πολιτικό και Έλληνα, τον Σεπτέμβριο του 1992 εξελίχθηκε σε συγγένεια όταν μας πάντρεψε με τη Μαρία. Τον ήξερα πολλά χρόνια από το ελεύθερο πολιτικό ρεπορτάζ που έκανα για τα Νέα, του είχα πάρει τις περισσότερες συνεντεύξεις σε όλα τα υπουργεία -Εσωτερικών, Υγείας, Εργασίας, Οικονομικών, Εμπορίου– που υπηρέτησε από το 1981, την περίοδο της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, σαν στενός συνεργάτης του Ανδρέα Πα-πανδρέου και ηγετικό στέλεχος του Κινήματος.
«Τον αγαπούσα τον Γιώργο, σαν μεγάλο μου αδελφό, κι εκείνος ανταπέδιδε απλόχερα την αγάπη μου με τη δική του. Απολάμβανα τις ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις μας και θεωρούσα τη σχέση μας σαν ένα κόσμημα της ζωής μου. Όταν αποφασίσαμε με τη Μαρία να παντρευτούμε, καλέσαμε για φαγητό στο σπίτι μας το ζεύγος Γεννηματά, τον Γιώργο με την Κάκια, για να τους ζητήσουμε να γίνουν κουμπάροι μας. Δέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Είχαν ήδη χτυπηθεί και οι δύο από τον καρκίνο. Πρώτη η Κάκια το 1984 στο στήθος και μετά ο Γιώργος, αρχές του 1992, στον πνεύμονα.
«Η γλυκιά μου Κάκια, που πάλευε με μοναδική αξιοπρέπεια και γενναιότητα, οκτώ χρόνια τότε, με το Θηρίο, ήταν αδύνατη σαν κλαράκι και το πρόσωπό της είχε πάρει ένα γκριζοκίτρινο χρώμα. Τα κόκαλά της πονούσαν σε κάθε της κίνηση, από τις πολλαπλές μεταστάσεις, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει για να μη στε- νοχωρεί τον Γιώργο. Κάποια στιγμή που εκείνος πήγε στο μπάνιο, η Κάκια μου ζήτησε σχεδόν ψιθυριστά να βάλω στην καρέκλα της πολλά μαξιλάρια να ακουμπάει για να μην υποφέρει και μόλις τον είδε να επιστρέφει στο τραπέζι φόρεσε το πιο ζεστό της χαμόγελο και συνέχισε να κουβεντιάζει για τον γάμο μας σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
«Ο καρκίνος στο σώμα της είχε ξεφύγει. Το ήξερε η ίδια. Το ήξερε ο Γιώργος. Το ήξεραν οι κόρες τους, η Φώφη και η Μαίρη. Το ξέραμε όλοι εμείς που τους αγαπούσαμε. Η Κάκια Γεννηματά, μια αδάμαστη, περήφανη αγωνίστρια, που δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να μάχεται για τα δικαιώματα των γυναικών, να παλεύει με τον καρκίνο και παράλληλα να είναι υπόδειγμα συζύγου και μητέρας.
«Λίγους μήνες νωρίτερα είχε σκάσει σαν βόμβα στα δημοσιογραφικά γραφεία η είδηση ότι ο Γιώργος Γεννηματάς διαπιστώθηκε με καρκίνο στον πνεύμονα. Δεν του τηλεφώνησα αμέσως γιατί υπέθεσα ότι εκείνες τις δύσκολες ώρες ήθελε να μείνει μόνος με τις γυναίκες του, την Κάκια, τη Φώφη και τη Μαίρη. Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας μου τηλεφώνησε εκείνος και με την τόσο ζεστή, λίγο βραχνή, φωνή του, μου είπε: «Είναι δύσκολα τα πράγματα. Οι γιατροί λένε ότι το προλαβαίνουμε δεν το προλαβαίνουμε. Θα χρειαστεί να πάω στο Μεμόριαλ στην Αμερική, εκεί που έκανε και η Κάκια τον πρόσφατο κύκλο χημειοθεραπειών της, για να χειρουργηθώ. Θα στείλω μια λιτή ανακοίνωση στον Τύπο. Σε παρακαλώ, προστάτευσέ με κι εσύ όσο μπορείς από τους “κανίβαλους”». Αναφερόταν στους «κίτρινους» δημοσιογράφους, φοβούμενος πως θα χυμούσαν πάνω του σαν κοράκια, κάτι που τελικά δεν έγινε. Τον σεβάστηκαν όλοι. Και δεν χρειάστηκε ποτέ την «προστασία» μου, αν και στην πραγματικότητα λίγα πράγματα θα μπορούσα να κάνω.
«Το ελληνικό σκουπ, δηλαδή η δημοσιογραφική επιτυχία, για το 1992 ήταν μία συνέντευξη του Γιώργου Γεννηματά μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου Μεμόριαλ της Νέας Υόρκης αμέσως μετά το χειρουργείο του. Αρχές Μαΐου, οι γιατροί είχαν καθαρίσει τα πνευμόνια του από τους καρκινικούς όγκους, αλλά οι πληροφορίες που έφταναν στην Ελλάδα ήταν συγκεχυμένες. Άλλες ήθελαν τους Αμερικανούς ογκολόγους να είναι αισιόδοξοι ότι είχε γλιτώσει και άλλες του έδιναν ελάχιστους μήνες ζωής. Το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον ήταν τεράστιο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, και όλοι μαζί, Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι, δίναμε μάχη για μία αποκλειστική δήλωση του Γεννηματά, έστω και τηλεφωνική. Είχα ζητήσει φυσικά κι εγώ να μιλήσω μαζί του από την πρώτη κιόλας μέρα, αλλά είχα εισπράξει το ίδιο αδιαπραγμάτευτο «όχι» με τους υπόλοιπους συναδέλφους μου.
«Την τέταρτη μέρα της νοσηλείας του στην Αμερική χτύπησε αργά το βράδυ το τηλέφωνο του γραφείου μου στην εφημερίδα. «Έλα». Μία μόνο λέξη από τη γνώριμη ζεστή, βραχνή φωνή. Ήταν ο Γιώργος. Είχε αποφασίσει να μιλήσει. Και επέλεξε εμένα. Αμέσως σήμανε συναγερμός στην εφημερίδα Τα Νέα. Ο διευθυντής μου Λέων Καραπαναγιώτης, αυτός ο κολοσσός της ελληνικής δημοσιογραφίας και μέντοράς μου μαζί με τον Γιάννη Καψή, μου ζήτησε με τον απαράμιλλο ευγενικό τρόπο του να συντομεύσω όσο μπορούσα το ταξίδι ώστε να έχουμε αμέσως τη μεγάλη αποκλειστικότητα. Αυτό ακριβώς είχα σκοπό να κάνω, ακόμη κι αν δεν μου το ζητούσε…
«Ανεβαίνω τρέχοντας τα σκαλιά του νοσοκομείου Μεμόριαλ και μπαίνω στον θάλαμο που μου είχε πει ο Γιώργος. Τον βρίσκω να με περιμένει βυθισμένος σε μια πολυθρόνα φορώντας τις πιζάμες του, αδυνατισμένος, αξύριστος, τα- λαιπωρημένος, αλλά με τα μάτια του να πετάνε σπίθες από τη δύναμη της ψυχής του και τη θέλησή του να παλέψει με τον καρκίνο. Κάθομαι απέναντί του και πατάω το REC στο μαγνητόφωνο. «Γράψε, Κώστα. Ο Γεννηματάς κέρδισε το στοίχημα της ζωής και επιστρέφει δυνατός στην Ελλάδα να συνεχίσει το πολιτικό του έργο. Πες στον Λέοντα [ενν. Καραπαναγιώτη] αν θέλει να βάλει αυτόν τον τίτλο στη συνέντευξή μου. Μίλησα χθες με τον Ανδρέα [ενν. Παπανδρέου] και του είπα: “Πρόεδρε, σε μία εβδομάδα θα είμαι πίσω για να συνεχίσουμε τον δρόμο μας”».
Μία ώρα κράτησε η συνέντευξη του Γεννηματά. Μου μίλησε για όλα. Μου άνοιξε την ψυχή του για το δέος που ένιωθε απέναντι στον καρκίνο. Για την πίστη του ότι τελικά θα τα καταφέρει. Για την αγωνία του μη τυχόν και του πέσουν τα μαλλιά και κυρίως τα γένια από τις χημειοθεραπείες. Για την τεράστια στέρηση που ένιωθε τέσσερις μέρες χωρίς τσιγάρο. Αλλά και για τις άμεσες αλλαγές που θα έπρεπε να γίνουν στα ογκολογικά νοσοκομεία της χώρας μας. Για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν έστηνε το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ). Για τη σύγκρουσή του με τα μεγάλα συμφέροντα στον χώρο της δημόσιας υγείας. Για το όραμά του για μια Ελλάδα πιο ανθρώπινη, για μια κοινωνία που δεν θα περνάει από το μυαλό της να κλέψει το κράτος, αλλά θα συνεργάζεται μαζί του για να χτίσουν όλοι μαζί ένα καλύτερο αύριο…
«Ο Γιώργος και η Κάκια μας πάντρεψαν τέσσερις μήνες αργότερα, στις 26 Σεπτεμβρίου 1992. Εκείνη την εποχή ο αγώνας της Κάκιας με το Θηρίο ήταν άνισος και αδυσώπητος, αλλά προσπαθούσε να μη δείχνει τίποτα στους γύρω της. Η γλυκιά μου κουμπάρα έφτασε πρώτη απ’ όλους στην εκκλησία και έμεινε όρθια σε όλο το μυστήριο, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ούτε καν για την αφόρητη ζέστη που επικρατούσε λόγω των εκατοντάδων καλεσμένων. Όταν την ώρα της καθιερωμένης «χαιρετούρας», που κράτησε περισσότερο από ενενήντα λεπτά, την είδα να ιδρώνει και να παλεύει να κρατηθεί στα πόδια της, της ψιθύρισα:
«Κάκια μου, δεν χρειάζεται να υποστείς όλο αυτό το μαρτύριο. Κάτσε κάπου μέχρι να τελειώσουμε».
«Κάκια μου, δεν χρειάζεται να υποστείς όλο αυτό το μαρτύριο. Κάτσε κάπου μέχρι να τελειώσουμε».
Μου χαμογέλασε και με ρώτησε: «Γιατί, άρρωστη είμαι;»
«Αυτή ήταν η Κάκια. Έτσι όρθια έφυγε από κοντά μας έναν χρόνο μετά και άφησε τον Γιώργο, όρθιο κι αυτόν, να παλεύει μόνος του με τον καρκίνο, να παλεύει μόνος του για μια καλύτερη Ελλάδα σε δύσκολα υπουργεία, αλλά κυρίως να παλεύει μόνος του με τον ανείπωτο πόνο από την απώλειά της. Πιστεύω ότι αυτός είναι και ο βασικός λόγος που τελικά δεν τα κατάφερε και έχασε τη μάχη στις 25 Απριλίου 1994. Επτά μήνες μετά την αναχώρηση εκείνης. Σαν να είχαν δώσει ένα κρυφό ραντεβού μεταξύ τους. Ήταν μόλις πενήντα πέντε χρονών. «Την ημέρα της κηδείας του δεν έκλαψα μόνο γιατί είχε χαθεί ο κουμπάρος και «αδελφός» μου. Έκλαψα και γιατί ήξερα ότι είχε χαθεί ο επόμενος ηγέτης της Ελλάδας. Ο μόνος Έλληνας πολιτικός που με έκανε να ελπίζω σε ένα καλύτερο μέλλον. Έκλαψα γιατί αντιλαμβανόμουνα ότι χωρίς τον Γεννηματά η χώρα θα έπεφτε αργά ή γρήγορα σε χέρια ανίκανων, μικρών και μοιραίων. Και δυστυχώς, επιβεβαιώθηκα…
«Το 2009, όταν διαγνώστηκα με καρκίνο, ο Γιώργος ο αδελφικός φίλος μου έλειψε πολύ. Θα ήθελα τόσο να μιλήσω έστω για μία ακόμη φορά μαζί του, να του πω για τους φόβους μου, να πάρω κουράγιο από το κουράγιο του. Το 2010, όταν η Ελλάδα μπήκε στο σπιράλ του οικονομικού θανάτου, ο Γεννηματάς ο πολιτικός μου έλειψε ακόμη περισσότερο. Στο ερώτημα «πόσο καλύτερη θα ήταν η μοίρα όλων μας αν το 1996 αναλάμβανε εκείνος την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και τη διακυβέρνηση της χώρας;», την απάντηση την έχει δώσει ολόκληρος ο ελληνικός λαός με την αγάπη και την εκτίμηση που έχει μέχρι σήμερα στον Γιώργο, τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Κώστας Χαρδαβέλλας-Το ζεϊμπέκικο του νικητή» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.
aixmi.gr