Οι συνέπειες της έλλειψης προσωπικού στην οικονομική ανάπτυξη
Date:
του Κωνσταντίνου Μουτσιάνα
Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών Α.Π.Θ.
Λέκτορας Χρηματοοικονομικών City College, University of York Europe Campus
Για την ανάλυση των συνεπειών της έλλειψης προσωπικού στην οικονομία μιας χώρας είναι απαραίτητο να προηγηθεί μια εννοιολογική διευκρίνηση. Ο γενικός όρος «έλλειψη προσωπικού» θα μπορούσε να διαχωριστεί σε δυο κατηγορίες: στην έλλειψη (α) εργατικού δυναμικού και (β) επιστημονικού προσωπικού. Στο εργατικό δυναμικό περιλαμβάνονται τεχνίτες με ειδικές τεχνικές γνώσεις και ανειδίκευτο προσωπικό. Στην κατηγορία του επιστημονικού προσωπικού εντάσσονται οι επιστήμονες που διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις και έχουν αποκτήσει (ή έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν) ειδικότητα στο επιστημονικό τους πεδίο. Και οι δυο κατηγορίες είναι προφανώς απαραίτητες σε μια οικονομία και η έλλειψη τους παίζει καθοριστικό ρόλο στο επίπεδο παραγωγής και την παραγωγική δραστηριότητα: οι ηλεκτροσυγκολλητές λόγου χάρη αποτελούν μια πολύ χρήσιμη ειδικότητα για τη βιομηχανία όπως και οι απόφοιτοι πληροφορικής με γνώσεις στον προγραμματισμό.
Το ζήτημα της έλλειψης προσωπικού φέρει μακροχρόνια χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου η ανάπτυξη πολιτικών που θα συνδέει τις ανάγκες της βιομηχανίας με το εκπαιδευτικό σύστημα είναι απαραίτητη. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η έλλειψη προσωπικού σχετίζεται με το δημογραφικό και τη γήρανση του πληθυσμού. Στην Ελλάδα, ο αριθμός των νέων μεταξύ 20-29 έχει μειωθεί από το 1.200.000 στις 600.000 (σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ). Στην ανάλυση θα πρέπει επιπλέον να προσθέσουμε και τη διαρθρωτική ανεργία η οποία οφείλεται στη δυσαναλογία που υπάρχει ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση διάφορων ειδικοτήτων. Δηλαδή, η αγορά εργασίας προσφέρει – και αναζητά με ένταση πολλές φορές- συγκεκριμένες επιστημονικές ειδικότητες για να καλύψει τις απαιτήσεις χωρίς ωστόσο να μπορεί να βρει τους κατάλληλους υποψηφίους. Η αδυναμία εύρεσης κατάλληλου προσωπικού, ακόμα και ο μεγάλος χρόνος που απαιτείται μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο δυναμικό, επηρεάζει το επίπεδο παραγωγής αλλά και τη δυναμική ανάπτυξης ενός κλάδου.
Το ζήτημα έλλειψης προσωπικού μπορεί να είναι πολυπαραγοντικό, οι λύσεις ωστόσο είναι γνωστές και έχουν διατυπωθεί εδώ και αρκετά χρόνια ασχέτως αν δεν έχουν εφαρμοστεί. Θα πρέπει να διερωτηθούμε -ξανά- αν τα προγράμματα σπουδών της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς. Να διερευνήσουμε αν υπάρχει σύζευξη των δεξιοτήτων με την προσφορά εργασίας. Να αποτυπώσουμε το βαθμό χρησιμότητας των γνώσεων που αποκτούν οι νέοι στα πανεπιστήμια και να εξετάσουμε τι μπορεί να γίνει για να αυξηθεί περισσότερο. Να υπάρξει ουσιαστική διασύνδεση της αγοράς και της βιομηχανίας με το πανεπιστήμιο. Αλλά και σε επίπεδο τεχνικών γνώσεων, θα πρέπει να καταγράψουμε τις ειδικότητες που εμφανίζουν ή αναμένεται να εμφανίζει έλλειψη στο μέλλον και οι τεχνικές σχολές να προσαρμόσουν ανάλογα το περιεχόμενο των σπουδών τους. Αν κάποιος επισκεφτεί τη Βιομηχανική Περιοχή της Σίνδου θα διαπιστώσει ότι αυτή τη στιγμή δουλεύει η «τελευταία γενιά» τεχνιτών και η αντικατάσταση τους δεν είναι βέβαιη όταν αυτοί οι άνθρωποι συνταξιοδοτηθούν.
Μια από τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στο κοντινό μέλλον είναι η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού. Η προσαρμογή που πρέπει να γίνει στις δομές εκπαίδευσης του κράτος δεν είναι απλά απαραίτητη αλλά θα πρέπει να γίνει με γρήγορους ρυθμούς δεδομένου ότι η 4η βιομηχανική επανάσταση δημιουργεί ήδη νέες ανάγκες για νέες εξειδικεύσεις. Το όφελος δεν αφορά μόνο στη βιομηχανία αλλά και στην επιτυχή είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας. Η εδραίωση της σύνδεσης της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αύξηση απασχόλησης των νέων και της οικονομικής ανάπτυξης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Μακεδονίας της Κυριακής” στις 07.05.2023