Όπου και να ταξιδέψω η «Ελλάδα» με ακολουθεί
Date:
Ταξιδεύω για Ικαρία. Το Αιγαίο θυµίζει δρόµο στην Αθήνα ύστερα από ξαφνική νεροποντή, λακκούβες, ταρακούνηµα και εκνευρισµός…
Η τύρβη της τουριστικής θέσης ανακατώνεται µε τις ριπές της αρµύρας που ’ρχεται ανάµεσα απ’ τα ρέλια και σε χαστουκίζει. Εβδοµηντάρης καλοντυµένος πλησιάζει διστακτικά, κρατώντας ένα κινητό τηλέφωνο µε τον δείκτη και τον αντίχειρα: Παρακαλώ, θα µας φωτογραφίσετε; ρωτάει δειλά και στρέφει το βλέµµα στη νεαρή κοπέλα και στο κοριτσάκι που τον συνοδεύουν. Μένουν ακίνητοι και τον «αιχµαλωτίζω» στη σκληρή µνήµη του κινητού.
Ξεθαρρεύει ο παράταιρα ντυµένος κύριος για πλοίο της γραµµής φορτωµένο φοιτητές και νησιώτες που µυρίζουν θάλασσα και αποθυµιά: «Γυρίζω στον τόπο µου έπειτα από τριάντα χρόνια» λέει και είναι σαν να είπε: «Δεν έφυγα ποτέ»… Στα µάτια του πέφτει το φως του Αιγαίου και είναι σαν να τον ανακρίνει. Οµολογεί: «Εφυγα το ’67 γιατί είχα ανάγκη. Γύρισα το ’89, έθαψα τη µάνα µου και τη µισή ψυχή µου και τώρα ξαναγυρίζω. Θα µπορούσα να παλέψω κι εδώ. ∆εν έπρεπε να γυρίσω την πλάτη… Κάθε βράδυ µε πέταγε όρθιο το ίδιο όνειρο, πως είχα µείνει εκεί. Ξυπνούσα αλλού! Φεύγουν οι νέοι ξανά, µαθαίνω. Λάθος! Εδώ να µείνουν. Πατρίδα µας είναι ό,τι µας πονάει κι αυτό που µας γλυκαίνει τον πόνο είναι ό,τι πετυχαίνουµε στον τραχύ τόπο µας. Και στην Ελλάδα υπάρχουν ευκαιρίες, φτάνει να τις αρπάξεις από τον λαιµό. Κι εδώ ζεις, αρκεί να ξέρεις να ζήσεις. Εγώ δεν έζησα. ∆ούλεψα, έβγαλα λεφτά, όµως δεν έζησα. Εβλεπα σηµαία ελληνική και λυνόµουν στο κλάµα. Ακουγα τη γλώσσα µου να τη µιλούν άλλοι και δάγκωνα τα χείλη. Τώρα γυρίζω. Κι όταν ξαναγύρισα πριν από τριάντα χρόνια Μητσοτάκης κυβερνούσε…» λέει και χαµογελάει.
«Φτιάχνουν τα πράγµατα µαθαίνω» µονολογεί και περιµένει απάντηση. Του αποκρίνεται ο Σεφέρης: «Η νοσταλγία σου έχει πλάσει µια χώρα ανύπαρκτη µε νόµους, έξω απ’ τη γη κι απ’ τους ανθρώπους»… – Εσείς, µε ρωτάει, εσείς τι κάνετε; – «Εγώ δεν έφυγα ποτέ», του απαντώ κι είναι σαν να του είπα: «Ποτέ δεν ήµουν εδώ»…