Ποιος «ρυθμίζει» τη λαχτάρα για γλυκά και τη διάθεση;
Date:
Από τη μυρωδιά ενός καλοψημένου φαγητού, μέχρι μια διαφήμιση για ένα αλμυρό σνακ ή μια σοκολάτα που τρώγαμε σαν παιδιά, όλα μπορούν να ανασύρουν αναμνήσεις που να προκαλέσουν λαχτάρα για ένα φαγητό. Τι συμβαίνει, όμως, αν όλα αυτά προέρχονται από ένα αισθητηριακό σύστημα που δεν έχει καμία σχέση με το μυαλό και τις αισθήσεις της όσφρησης, της όρασης και της ακοής;
Κατά την προηγούμενη δεκαετία, η επιστημονική εργασία οδήγησε στην ανακάλυψη ότι το έντερο περιέχει αισθητήρες που στέλνουν άμεσα μηνύματα στον εγκέφαλο, προκειμένου να τον βοηθήσουν να αποφασίσει τι τρόφιμα θα καταναλώσει, πόσο καλά θα κοιμηθεί, ακόμα κι αν θα αισθανθεί πόνο. Οι ερευνητές, λοιπόν, διερευνούν τη σύνδεση εντέρου-εγκεφάλου για τις προοπτικές της όσον αφορά στη θεραπεία διάφορων παθήσεων. Κάποιες από αυτές σχετίζονται προφανώς με το έντερο -όπως η παχυσαρκία και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου– ενώ κάποιες άλλες είναι λιγότερο προφανείς, όπως η οστεοπόρωση και η διαταραχή μετατραυματικού στρες.
Η ικανότητα του εντέρου να ενεργεί χωρίς κάποια πληροφορία από τον εγκέφαλο ή τον νωτιαίο μυελό ήταν αυτή που ενέπνευσε τον Δρ. Michael Gershon, έναν από τους πρωτοπόρους στον τομέα της νευρογαστρεντερολογίας να ονομάσει το έντερο «δεύτερο εγκέφαλο». Ενώ, όμως, το έντερο είναι ικανό να δρα μόνο του, πρακτικά υπάρχει συνεχής επικοινωνία του με τον εγκέφαλο.
«Ο εγκέφαλος είναι σαν ένα διευθυντής. Στέλνει γενικές οδηγίες στους ‘εργάτες’ του εντέρου, οι οποίοι, όμως, έχουν ήδη πολλές πληροφορίες σχετικά με το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και επικοινωνούν στον εγκέφαλο το τι συμβαίνει στο ‘περιβάλλον εργασίας τους΄. Συγκεντρώνουν, μάλιστα, αυτές τις πληροφορίες από τους αισθητήρες του εντέρου και τις μεταφέρουν στον εγκέφαλο μέσω των νεύρων», εξηγεί ο Δρ. Gershon.
Το όργανο-στόχος για την πρόληψη της παχυσαρκίας
«Τα θρεπτικά συστατικά σε συγκεκριμένες περιοχές του εντέρου τροφοδοτούν με πληροφορίες συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν την απόλαυση, συν τις περιοχές που ελέγχουν τον ύπνο και τη διάθεση», σημειώνει με τη σειρά του ο Diego Bohórquez, νευροεπιστήμονας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Duke, ο οποίος μαζί με τους συνεργάτες του διερευνά αν η θεραπευτική στόχευση του εντέρου θα μπορούσε να επηρεάσει όσα συμβαίνουν στον εγκέφαλο.
Για παράδειγμα, μια προκαταρκτική μελέτη που είχε δημοσιευθεί πέρσι έδειχνε ότι τα κύτταρα στο έντερο ποντικιών και ανθρώπων θα μπορούσαν να διαχωρίσουν άμεσα τη ζάχαρη από τα τεχνητά γλυκαντικά χωρίς θερμίδες, προκαλώντας μια προτίμηση στα θερμιδικά προϊόντα. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το έντερο προκαλεί την επιθυμία για κατανάλωση ζάχαρης είναι το πρώτο βήμα που μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερες μεθόδους πρόληψης της παχυσαρκίας και σχετικών μεταβολικών παθήσεων, όπως ο διαβήτης τύπου 2.
«Γνωρίζοντας τους υποδοχείς, τα κύτταρα και τα μονοπάτια, μπορούμε να μάθουμε πώς να αναπτύξουμε θεραπείες για τη μείωση της λαχτάρας και της συνεχούς επιθυμίας για ζάχαρη που τελικά οδηγεί σε μεταβολικές διαταραχές», σχολιάζει ο Δρ. Bohórquez.
Καλύτερες θεραπείες και για την ψυχική υγεία
Παρομοίως, σε αρχικά στάδια βρίσκονται και θεραπείες για καλύτερη ψυχική υγεία που σχετίζονται με το έντερο. Το έντερο παράγει το 95% της σεροτονίνης από το σώμα, η οποία είναι γνωστή για τον ρόλο της ως σταθεροποιητής της διάθεσης. Οι ερευνητές διερευνούν τις προοπτικές για θεραπεία της κατάθλιψης και του άγχους μέσω στόχευσης των μορίων της σεροτονίνης με ενώσεις που θα χορηγούνται απευθείας στο έντερο και δεν θα απορροφώνται από τον οργανισμό, κάτι που έχει ήδη επιτευχθεί στα ποντίκια.
Με τον τρόπο αυτό, οι θεραπείες ψυχικής υγείας θα μπορούσαν να έχουν λιγότερες παρενέργειες. «Αν μπορέσουμε να στοχεύσουμε έτσι τα φάρμακα, μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι με ωφέλιμες επιδράσεις στη γνωστική λειτουργία χωρίς συστημικές συνέπειες σε άλλα μέρη του σώματος», σημειώνει ο Δρ. Gershon.
Η έρευνα αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η σεροτονίνη δεν παίζει πάντα θετικό ρόλο, καθώς η υπερβολική δόση μπορεί να κάνει κακό στα οστά. Έχει αποδειχθεί ότι δημοφιλή αντικαταθλιπτικά που ενισχύουν τη σεροτονίνη μειώνουν την οστική πυκνότητα και αυξάνουν τον κίνδυνο καταγμάτων, με τους ερευνητές να προσπαθούν να διαπιστώσουν αν μπορούν να ενισχύσουν τα οστά περιορίζοντας τη σεροτονίνη στο έντερο.
Η δουλειά του Δρ. Gershon έχει οδηγήσει, επίσης, σε καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η σεροτονίνη συμβάλλει στην επικοινωνία εντέρου-εγκεφάλου και τον ρόλο της στη διαδικασία της πέψης. Αυτό έχει βοηθήσει τους επιστήμονες να διερευνήσουν τρόπους θεραπείας προβλημάτων όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και η ναυτία που σχετίζεται με τη χημειοθεραπεία.
Και, παρόλο που οι ερευνητές συνεχίζουν να ψάχνουν απαντήσεις, ο Δρ. Gershon συμβουλεύει τους ασθενείς να ακολουθούν τις υπάρχουσες οδηγίες για τη διατήρηση της υγείας και της σωστής λειτουργίας του εγκεφάλου και του εντέρου.
Πηγή ygeiamou.gr