Date:
Ένα εφιαλτικό σενάριο από το παρελθόν που απρόσμενα έγινε πραγματικότητα
«Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε “κατάσταση έκτακτης ανάγκης διεθνούς μέριμνας για τη δημόσια υγεία (PHEIC)” στις 4 Ιανουαρίου του 2025, καθώς τα ποσοστά μόλυνσης από τον κορονοϊό τύπου SARS/MERS ανέρχονται σε 800 εκατ. άτομα παγκοσμίως και μέχρι στιγμής έχουν χάσει τη ζωή τους 25 εκατ. άτομα (3,125% όσων έχουν μολυνθεί). Η Ευρώπη, οι ΗΠΑ, η Βορειοανατολική Ασία και η Μέση Ανατολή έχουν πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από τη νόσο (…) Η παγκόσμια οικονομία έχει βυθιστεί σε ύφεση και (…) εκτεταμένες απαγορεύσεις ως προς τα ταξίδια έχουν ενεργοποιηθεί μεταξύ διάφορων χωρών. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει αυξήσει δραματικά τις δανειοδοτήσεις με μη ευνοϊκούς όρους (non-concessional lending) και κατευθύνει τις χώρες-μέλη του να εφαρμόσουν νομισματική επέκταση και δημοσιονομικά κίνητρα, προκειμένου να αποφευχθεί η επιβράδυνση των οικονομιών παγκοσμίως (…) Δεν υπάρχει γνωστή μέθοδος θεραπείας ή πρόληψης της ασθένειας (μέσω εμβολίων ή φαρμακευτικής αγωγής)»: το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Οκτώβριο του 2019, από τη συντακτική ομάδα του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού πολιτικών ερευνών, με έδρα τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο ενός εκ των τριών σεναρίων που κατήρτισε για την περίοδο 2025-2030, με τίτλο «Ασθενής Μηδέν».
«Αν και οι αριθμοί διαφέρουν, το σενάριο αυτό περιγράφει με ανατριχιαστική ομοιότητα -με τις σημερινές καταστάσεις- μια επιδημία από κορονοϊό, που παραλύει την παγκόσμια οικονομία», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ Επαμεινώνδας Χριστοφιλόπουλος, επικεφαλής της Έδρας της UNESCO για την Έρευνα για το Μέλλον, η οποία λειτουργεί στο Δίκτυο Πράξη, μονάδα του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας. Ανοίγει έτσι μια συζήτηση, γύρω από το πώς κυβερνήσεις και επιχειρήσεις, θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα σενάρια που καταρτίζουν οι ερευνητές, προκειμένου να είναι πιο «ετοιμοπόλεμες» ακόμη και απέναντι σε γεγονότα που ουδείς περιμένει να συμβούν, όπως η τρέχουσα πανδημία.
Απελευθερώνοντας τη σκέψη για τα πιθανά μέλλοντα
«Τα σενάρια», λέει, «είναι ένα εργαλείο σχεδιασμού, όχι ένα εργαλείο πρόβλεψης. Μας βοηθούν να απελευθερώσουμε τη σκέψη μας ως προς τι θα μπορούσε να συμβεί σε πιθανά μέλλοντα. Προφανώς, ακόμη και γνωρίζοντας κάποιος ένα σενάριο όπως το παραπάνω του CSIS, δεν θα μπορούσε να έχει έτοιμα 2000 κρεβάτια σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, αλλά πιθανώς θα μπορούσε να έχει έτοιμο ένα στρατηγικό πλάνο, ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, για το τι μπορεί να γίνει όταν εκδηλώνεται ξαφνικά ένα απρόσμενο γεγονός. Τα σενάρια δηλαδή, δεν ωθούν αναγκαστικά μια επιχείρηση ή τη δημόσια διοίκηση σε μια μεγάλη επένδυση, αλλά περισσότερο την οδηγούν σε έναν συγκροτημένο τρόπο σκέψης, που της επιτρέπει να αναλάβει άμεσα δράση, ακόμη και αν επιβεβαιωθεί το χειρότερο σενάριο».
Από τον στρατό στη Shell
Άλλωστε, η ίδια η σύλληψη της ιδέας για την κατάρτιση σεναρίων «γεννήθηκε» σε ακραίες συνθήκες, σε περίοδο που το χειρότερο σενάριο -μια σύρραξη παγκόσμιας εμβέλειας- είχε ήδη συμβεί. «Η χρήση σεναρίων για στρατηγικό σχεδιασμό άρχισε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον αμερικανικό στρατό, κι ο στόχος ήταν να προσπαθήσουν να προβλέψουν πού θα συμβεί το επόμενο χτύπημα, ώστε να αντιδράσουν εγκαίρως», εξηγεί.
Στη συνέχεια, τη σκυτάλη παρέλαβαν οι επιχειρήσεις, με πρώτη την πετρελαιοβιομηχανία «Shell»: «Στις επιχειρήσεις η χρήση σεναρίων άρχισε στο τέλος της δεκαετίας του 1960, το 1968, όταν η “Shell” ίδρυσε στο Λονδίνο σχετική μονάδα, η οποία έφερε τον τίτλο “Group Planning”. Ήταν τότε που ο Pierre Wack άρχισε να βλέπει κάποια “ασθενή σήματα” (σ.σ. η πρώτη ανεπεξέργαστη πληροφορία, που μπορεί να ερμηνευτεί ως πρώτη ένδειξη για μια επερχόμενη αλλαγή, ευκαιρία ή απειλή, σε ένα σύστημα) για μια αλλαγή που κανένας δεν αντιλαμβανόταν, αλλά ερχόταν. Η υφήλιος ζούσε σε ένα περιβάλλον με τεράστια βιομηχανική ανάπτυξη, που τροφοδοτείτο από το φθηνό και άφθονο πετρέλαιο. Ο Wack παρατήρησε όμως ότι τα αποθέματα πετρελαίου στις ΗΠΑ μειώνονταν, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη και η Ιαπωνία ήταν εξαρτημένες από τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή και ότι οι χώρες της Μέσης Ανατολής είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν το πετρέλαιο ως μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής», σημειώνει.
Τότε παρουσίασε στην ανώτατη διοίκηση της Shell ένα σενάριο επερχόμενης πετρελαϊκής κρίσης. Αν και δεν δόθηκε τότε ιδιαίτερη βάση, σύντομα η πρόβλεψη του Wack για το μέλλον έγινε πραγματικότητα στο παρόν, αφού ακολούθησαν ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του Γιομ Κιπούρ και η ενεργειακή κρίση του 1973, με το εμπάργκο πετρελαίου από τα μέλη του Οργανισμού Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (OAPEC), το πιο σοβαρό χτύπημα στις τιμές του πετρελαίου το 1979 και η κατάρρευση της πετρελαϊκής αγοράς το 1986.
«Όταν εκδηλώθηκε το σοκ στην αγορά, η Shell κατατασσόταν έβδομη μεταξύ των “επτά αδερφών” (σ.σ. οι επτά πολυεθνικές εταιρείες πετρελαίου), αλλά καθώς χάρη στα σενάρια του Wack ήταν πιο προετοιμασμένη ψυχολογικά να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις, ήταν έτοιμη για το “μη αναμενόμενο” και στα επόμενα χρόνια έγινε από το νούμερο επτά μεταξύ των επτά αδερφών το νούμερο δύο και στα κέρδη το νούμερο ένα», λέει ο Επαμεινώνδας Χριστοφιλόπουλος, επισημαίνοντας ότι είχε καταρτιστεί ακόμα και σχέδιο για τη δημιουργία διυλιστηρίων που θα διυλίζουν πετρέλαιο διαφόρων τύπων και όχι μόνο αυτό που προέρχεται από τη Μέση Ανατολή.
Το σοκ της πανδημίας, τα γέλια για το απρόσμενο και ο αλφαβητισμός για το μέλλον
Ένα τέτοιο σοκ συμβαίνει και τώρα με την πανδημία. Ουδείς περίμενε τόσο εκτεταμένες επιπτώσεις. «Όταν πρόσφατα σε κάποιο συνέδριο για την προοπτική διερεύνηση (foresight), κάποιος futurist ανέφερε σε εκπροσώπους εταιριών επιβατικών μεταφορών “μπορείτε να φανταστείτε ένα σενάριο κατά το οποίο θα συμβεί κάτι, που θα έχει ως αποτέλεσμα να σταματήσει ο κόσμος να ταξιδεύει;”, πολλοί στην αίθουσα το θεώρησαν τόσο απίθανο, που ξέσπασαν στα γέλια. Και να που τώρα με την πανδημία συμβαίνει», σημειώνει ο επικεφαλής της Εδρας της UNESCO για την Έρευνα για το Μέλλον, ενώ ερωτηθείς γιατί θεωρεί ότι οι άνθρωποι είμαστε τόσο αρνητικοί στο να δεχτούμε την πιθανότητα να επιβεβαιωθεί το πιο απρόσμενο και αρνητικό σενάριο, ώστε να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας εγκαίρως, απαντά: «Νομίζω πως είναι το χαρακτηριστικό μας ως είδος γενικότερα, ότι μας βγαίνει ευκολότερα ένας τρόπος σκέψης, που αποδέχεται ευκολότερα ένα πιο “επίσημο”, πιο προβλέψιμο μέλλον. Για αυτό πιστεύω ότι η δημόσια διοίκηση, οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί, πρέπει να επενδύσουν πάνω στον αλφαβητισμό για το μέλλον, ώστε το ανθρώπινο δυναμικό τους να μπορεί να αποκτήσει έναν τρόπο σκέψης πιο ανοιχτό σε όλα τα σενάρια. Αυτό μπορεί να αλλάξει βήμα βήμα, με την παιδεία».