Πότε αλλάζει η ώρα 2020 – Μια ώρα πίσω τα ρολόγια μας για τη χειμερινή ώρα
Date:
Η συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για την κατάργησή της
Στη χειμερινή ώρα 2020, γυρνώντας τους δείκτες των ρολογιών μας μια ώρα πίσω, θα περάσουμε τα ξημερώματα της τελευταίας Κυριακής του Οκτωβρίου και συγκεκριμένα στις 25 Οκτωβρίου. Την ημέρα εκείνη θα εφαρμοστεί η αλλαγή ώρας 2020, ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει το τελευταίο διάστημα εξαιτίας της απόφασης του Ευρωκοινοβουλίου, το οποίο ψήφισε για τον τερματισμό από το 2021 της πρακτικής της προσαρμογής των ρολογιών κατά μία ώρα την άνοιξη και το φθινόπωρο.
Πάντως, η ψήφος αυτή δεν είναι η τελευταία λέξη στο ζήτημα αυτό αλλά θα αποτελέσει τη βάση των συνομιλιών με τις χώρες της ΕΕ για να προκύψει η τελική νομοθεσία. Στις 26 Μαρτίου 2019, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη θέση σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής, υποστηρίζοντας το τέλος των αλλαγών στην ώρα μέχρι το 2021, οπότε και η κάθε χώρα καλείται να επιλέξει εάν οι δείκτες των ρολογιών θα παραμείνουν στη θερινή ή τη χειμερινή. Το πράσινο φως δίνεται οριστικά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Το μέτρο της αλλαγής της ώρας έχει ως βασικό πλεονέκτημα την εξοικονόμηση ενέργειας καθώς κατά τους μήνες της θερινής ώρας εξοικονομούμε 210 ώρες ηλεκτρικής ενέργειας εκμεταλλευόμενοι τον Ήλιο.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, οι χώρες της ΕΕ που θα αποφασίσουν να διατηρήσουν τη θερινή τους ώρα θα πρέπει να πραγματοποιήσουν την τελική τους αλλαγή την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου του 2021. Αυτές οι οποίες προτιμούν να διατηρήσουν την χειμερινή τους ώρα μπορούν να προσαρμόσουν οριστικά τα ρολόγια τους την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου του 2021, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου που εγκρίθηκε από τα μέλη του ΕΚ με 410 ψήφους υπέρ, έναντι 192 κατά και 51 αποχών.
Η ολομέλεια υποστήριξε την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον τερματισμό της εποχιακής αλλαγής ώρας, αλλά ψήφισε την αναβολή της ημερομηνίας ισχύος του τερματισμού από το 2019 στο 2021.
Τα μέλη του ΕΚ επιθυμούν επίσης οι χώρες της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συντονίσουν τις αποφάσεις τους έτσι ώστε να εξασφαλίσουν ότι η μόνιμη υιοθέτηση της θερινής ώρας από κάποιες χώρες και της χειμερινής από άλλες δεν θα διαταράξει την εσωτερική αγορά.
Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι προβλεπόμενες αλλαγές στο ζήτημα της ώρας θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν σημαντικά και μόνιμα την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, μπορεί να υποβάλει πρόταση αναβολής της ημερομηνίας εφαρμογής της οδηγίας κατά 12 μήνες κατ’ ανώτατο όριο, αναφέρει το εγκριθέν κείμενο.
Το κείμενο που υιοθετήθηκε αποτελεί τη θέση του ΕΚ για τις διαπραγματεύσεις με τους υπουργούς της ΕΕ για την τελική διατύπωση των κανόνων.
Πηγή newsbeast.gr
Τι ισχύει για την αλλαγή ώρας σύμφωνα με τα ellinikahoaxes.gr
Με αφορμή την αλλαγή της ώρας από θερινή σε χειμερινή την Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020 και την αντίστοιχη αλλαγή στις 28 Μαρτίου 2021, συναντήσαμε σε διάφορα άρθρα στο διαδίκτυο τον ισχυρισμό ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση (ή εναλλακτικά: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) έχει αποφασίσει να σταματήσει η αλλαγή της ώρας» και απομένει οι επιμέρους χώρες να αποφασίσουν αν το 2021 θα κρατήσουν τη θερινή ή τη χειμερινή. Αυτό, όμως, δεν είναι αληθές.
Στα δημοσιεύματα που εξετάζονται, γίνεται αντιληπτό στον αναγνώστη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) έχει ήδη αποφασίσει την κατάργηση της αλλαγής της ώρας, και απομένει οι χώρες-μέλη να αποφασίσουν εντός του 2021 ποια ώρα (θερινή ή χειμερινή) θα κρατήσουν.
Τι ισχύει;
Ορθά αναφέρεται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ένας από τους τρεις νομοθετικούς θεσμούς της ΕΕ – μαζί με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Επιτροπή) ψήφισε το 2019 υπέρ αυτής της ρύθμισης, με το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτή η «απόφαση» δεν αποτελεί νομοθετική πράξη ή δεσμευτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ισχύ, αλλά αποτελεί ένα από τα προπαρασκευαστικά βήματα για τη μελλοντική έκδοση μιας πράξης (ενός Κανονισμού, μιας Οδηγίας ή μιας Απόφασης).
Όπως ορίζει το άρθρο 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (294 ΣΛΕΕ) για τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, τα βήματα, εν περιλήψει – δείτε επεξηγηματικό γράφημα εδώ, έχουν ως εξής:
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Κατά την πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξετάζει την πρόταση της Επιτροπής και δύναται να την εγκρίνει ή να την τροποποιήσει.
Κατά την πρώτη του ανάγνωση, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο µπορεί να αποφασίσει να αποδεχτεί τη θέση του Κοινοβουλίου, οπότε η νοµοθετική πράξη εκδίδεται ή µπορεί να τροποποιήσει τη θέση του Κοινοβουλίου και να επιστρέψει την πρόταση στο Κοινοβούλιο για δεύτερη ανάγνωση
Δεύτερη ανάγνωση του Κοινοβουλίου το Κοινοβούλιο εξετάζει τη θέση του Συµβουλίου και την εγκρίνει, οπότε η πράξη εκδίδεται, ή την απορρίπτει, οπότε η πράξη καταπίπτει και τερµατίζεται όλη η διαδικασία, ή προτείνει τροπολογίες και επιστρέφει την πρόταση στο Συµβούλιο για δεύτερη ανάγνωση.
Αυτά είναι κάποια από τα βήματα, με τις προβλέψεις να φτάνουν έως τη διαδικασία «συνδιαλλαγής» και τρίτης ανάγνωσης για καθένα από τα δύο τελευταία όργανα.
Εν προκειμένω, σχετικά με το ζήτημα της αλλαγής της ώρας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (η «Κομισιόν») είχε υποβάλει στις 12 Σεπτεμβρίου 2018 την νομοθετική της πρόταση για μια νέα Οδηγία** του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας, ανοίγοντας τον «Διοργανικό φάκελο» 2018/0332(COD).
** «Οι οδηγίες ορίζουν τελικά αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν σε κάθε κράτος µέλος, αλλά αφήνουν στις εθνικές κυβερνήσεις την απόφαση σχετικά µε το πώς θα προσαρμόσουν τις νομοθετικές τους διατάξεις ώστε να επιτύχουν αυτούς τους στόχους. Κάθε οδηγία προσδιορίζει την ημερομηνία έως την οποία πρέπει να έχουν προσαρμοστεί οι εθνικές διατάξεις» [πηγή]
Στο πλαίσιο αυτό, ακολούθησε η «πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου», που, με κάποιες τροποποιήσεις, ενέκρινε τον Μάρτιο του 2019 την πρόταση της Επιτροπής. Το ψήφισμα αυτό, όπως σημειώθηκε παραπάνω, δεν έχει κάποια νομοθετική ισχύ, καθώς δεν συμβαίνει όπως με εθνικά κοινοβούλια (π.χ. η Βουλή των Ελλήνων είναι το κατεξοχήν νομοθετικό σώμα, και δεν παρεμβάλλεται ουσιωδώς άλλος θεσμός μετά την ψήφιση ενός νομοσχεδίου). Πρόκειται για το αποτέλεσμα της πρώτης επεξεργασίας και έγκρισης της νομοθετικής πρότασης που είχε υποβάλει η Επιτροπή, προκειμένου, στη συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να αποδεχτεί, ή να τροποποιήσει και να επιστρέψει στο Κοινοβούλιο, την υπό έκδοση πράξη προτού αυτή εκδοθεί ή απορριφθεί. [πηγή]
Το έγγραφο αυτό αποτελεί την «πρώτη ανάγνωση» του Κοινοβουλίου.
Έκτοτε, το Συμβούλιο – που το συναποτελούν και οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των 27 κρατών μελών – μέχρι και τη συγγραφή του παρόντος άρθρου, δεν έχει προβεί στην εκπλήρωση του επόμενου σταδίου της νομοθετικής διαδικασίας (τη λεγόμενη «πρώτη ανάγνωση του Συμβουλίου»). Αναζητώντας την νομοθετική πορεία και τρέχουσα κατάσταση του Διοργανικού φακέλου 2018/0332(COD) στο eur-lex.europa.eu και το oeil.secure.europarl.europa.eu, διαβάζουμε ότι «αναμένεται η πρώτη ανάγνωση του Συμβουλίου».
Μάλιστα, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες από διπλωματικές πηγές:
Tο θέμα δεν επρόκειτο να συζητηθεί λεπτομερώς κατά τη διάρκεια της τρέχουσας γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου [σ.σ. έως 31 Δεκεμβρίου 2020]. Υπάρχουν πολλά άλλα ζητήματα που πιέζουν περισσότερο από την αλλαγή της ώρας.
Ανάλογες πληροφορίες για έλλειψη «κοινής οπτικής» ανάμεσα στα μέλη του Συμβουλίου μετέφερε τον Μάρτιο του 2021 λετονικό πρακτορείο ειδήσεων. Πράγματι, έως και τη συγγραφή του παρόντος άρθρου, δεν έχει σημειωθεί πρόοδος.
Συνθέτοντας τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής. Ο ισχυρισμός ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποφασίσει να σταματήσει η αλλαγή της ώρας» δεν ευσταθεί. Έχει πράγματι ξεκινήσει η συνήθης νομοθετική διαδικασία για την θέσπιση νέας Οδηγίας με αυτό το περιεχόμενο και με τις αναφερόμενες προθεσμίες, ωστόσο η διαδικασία παραμένει επί του παρόντος στάσιμη, αφού, πέραν της πρότασης της Επιτροπής και της πρώτης ανάγνωσης του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο δεν έχει προβεί στην «πρώτη ανάγνωση» της νομοθετικής πρότασης. Δηλαδή, επί του παρόντος, δεν έχει εκδοθεί καμία επίσημη πράξη – απόφαση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με ισχύ στο εσωτερικό της για το ζήτημα της αλλαγής της ώρας.
Επιπρόσθετα, οι αναφερόμενες προθεσμίες για τις αλλαγές προέρχονται όντως από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (με το οποίο υιοθετήθηκε η πρόταση της Επιτροπής μετά τροποποιήσεων), ωστόσο αυτές οι ρυθμίσεις δεν βρίσκονται ακόμη σε ισχύ. Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα για το μέλλον ότι «αποκλείεται η αλλαγή του Μαρτίου να ήταν η τελευταία που έγινε στην Ελλάδα», είναι σημαντικό να έχουμε υπόψιν ότι η αρχική νομοθετική πρόταση και η τροποποιημένη εκδοχή της που ενέκρινε, υπό το παραπάνω πλαίσιο αναφοράς, το Κοινοβούλιο, περιέχει ένα χρονοδιάγραμμα που ήδη έχει εκτροχιαστεί, ακόμη κι αν επρόκειτο για εν ισχύ διατάξεις:
Με άλλα λόγια, δεν βρισκόμαστε ακόμη στο στάδιο που κάθε χώρα-μέλος καλείται να λάβει την απόφαση να κρατήσει τη θερινή ή τη χειμερινή ώρα. Αντίθετα, καλείται πρώτα να λάβει κατά πλειοψηφία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (μέλη του κυρίως οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των 27 κρατών μελών) απόφαση να υιοθετήσει την Πρόταση της Κομισιόν για νέα Οδηγία, όπως την επεξεργάστηκε και ενέκρινε, σε πρώτη ανάγνωση, το Κοινοβούλιο. Έπειτα, εάν και αφότου εκδοθεί επίσημα η νέα Οδηγία, με τη διαδικασία που δείξαμε παραπάνω, τα επιμέρους κράτη θα λάβουν τη σχετική απόφαση, με τη διαδικασία και τα χρονοδιαγράμματα που θα υιοθετηθούν τελικά. Τα χρονοδιαγράμματα μπορεί, θεωρητικά, να παραμείνουν ίδια, εφόσον προχωρήσει άμεσα η σχετική νομοθετική διαδικασία, ωστόσο αυτό δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη.
Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας, οι πληροφορίες σχετικά με «ήδη ειλημμένη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ή «του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» για κατάργηση της αλλαγής ώρας δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή παρουσιάζονται ελλιπώς. Επιπλέον, οι αναφορές σε χρονοδιάγραμμα εντός του 2021 για την απόφαση των κρατών-μελών επί του παρόντος δεν βασίζονται σε ισχύουσα νομοθετική πράξη της Ε.Ε., αλλά σε κείμενο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που προέκυψε σε προπαρασκευαστικό στάδιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας για την έκδοση Οδηγίας. Για την ισχύ του αναφερόμενου στα άρθρα χρονοδιαγράμματος, ακόμη και αν υιοθετούνταν συλλήβδην, απαιτείται στο μέλλον τουλάχιστον η «πρώτη ανάγνωση» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ώστε να προχωρήσει η έκδοση νέας Οδηγίας, που τότε μόνον θα παράγει έννομα αποτελέσματα.