Date:
Λέξεις: Πασχάλης Χρήστος-Αρμάνδος
Ο Θεόδωρος Πετσάνης έζησε τα χρόνια της ενηλικίωσής του κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, ενώ σε ηλικία είκοσι τριών χρόνων κλήθηκε να πολεμήσει στον Ελληνικό εμφύλιο.
Αντίκρισε εικόνες που τον σημάδεψαν για την υπόλοιπη ζωή του. Λίγο πριν φύγει από την ζωή, μας αφηγείται τις φρικαλεότητες που έζησε και τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια του εμφυλίου.
Τα δύσκολα χρόνια ενηλικίωσης
Γεννήθηκα το 1926 στις Σέρρες, στον Αραμπατζή Μαχαλά, σημερινή περιοχή του Προφήτη Ηλία. Λέγονταν έτσι η περιοχή γιατί λίγο παραπάνω, στο σημερινό 17ο δημοτικό σχολείο, στάθμευαν τα κάρα του Δήμου, κάρα δίτροχα. Ο πατέρας μου ήταν από τα Καμινίκια και δούλευε ράφτης. Μέναμε σε ένα παλιό τουρκόσπιτο που αγοράσαμε μετά τον πόλεμο. Μόλις τελείωσα το δημοτικό σχολείο άρχισα να δουλεύω. Για να γραφείς στο Γυμνάσιο έπρεπε να έχεις λεφτά και εμείς δεν είχαμε.
Το 1941, μόλις μπήκαν οι Βούλγαροι στις Σέρρες φύγαμε με την οικογένεια μου στο Ζερβοχώρι, στα ανατολικά της Νιγρίτας. Χιλιάδες ήταν αυτοί που μετακινήθηκαν προτιμώντας την κατοχή των Γερμανών από αυτή των Βουλγάρων. Είχαν τραβήξει τα πάνδεινα στην πρώτη κατοχή των Βουλγάρων (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος).
Από το Ζερβοχώρι αναγκαστήκαμε να φύγουμε σε λίγους μόνον μήνες, γιατί οι Γερμανοί σε αντίποινα για αντάρτικες επιθέσεις έκαψαν σπίτια στο χωριό. Λίγο νωρίτερα έκαψαν για τον ίδιο λόγο τα Κερδύλλια. Έτσι από φόβο μετακινηθήκαμε στη Νιγρίτα και από εκεί πήγαμε στον Αχινό.
Στην περιοχή του Αχινού, μετά την αποξήρανση της λίμνης το 1935, μοίρασαν κτήματα σε πολλούς Σερραίους επαγγελματίες, ανάμεσά τους ήταν και ο πατέρας μου. Όλοι αυτοί πριν τον πόλεμο έπαιρναν «δικαιώματα» από την παραχώρηση των κτημάτων στους κατοίκους του χωριού. Με την άφιξη των Βουλγάρων πολλοί ήταν αυτοί που κατάφυγαν εκεί για να τα καλλιεργήσουν οι ίδιοι, από την ανάγκη της επιβίωσης. Μάλιστα έφτιαξαν και έναν οικισμό με πλιθιά όπου και έμειναν στα χρόνια της κατοχής. Σε ένα τέτοιο σπίτι εγκαταστάθηκε και η οικογένειά μου. Το στάρι που βγάζαμε το ανταλλάσαμε με κρέας και κουτσά στραβά τα καταφέρναμε.
Τη «δουλειά» των Γερμανών την έκαναν οι Παοτζήδες. (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση που συστήθηκε με σκοπό την αντίσταση κατά των Γερμανών. Σχεδόν εξ’ αρχής έθεσε ως πρωτεύοντα στόχο την αντικομμουνιστική δράση. Επισήμως διαλύθηκε στα τέλη του 1943, αλλά «ατύπως» λειτούργησε ως χώρος υποδοχής των εθνικιστικών αντικομμουνιστικών ομάδων, οι οποίες στη συνέχεια συνεργάστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής). Αρχηγός της ένοπλης ομάδας που έλεγχε τη δική μας περιοχή ήταν ο Γιαχάς, Τσερκέζος στην καταγωγή, αμόρφωτος, τουρκόφωνος και πολύ σκληρός. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων μας.
Ο αδελφός μου ο Γιάννης εντάχθηκε στο ΕΑΜ και ανέβηκε στο βουνό. Τον ξαναείδα μετά τον πόλεμο. Στο μεταξύ η μάνα μου ήταν βαριά άρρωστη. Είχε καρκίνο. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να παίρνουμε παυσίπονα από τη Νιγρίτα για να ελαφρύνουμε τον πόνο της. Όμως όλες οι συναλλαγές στη Νιγρίτα περνούσαν από τον έλεγχο των Παοτζήδων. Κάποιος Σερραίος κατέδωσε τον πατέρα μου και τον έπιασαν με τα παυσίπονα. Επειδή δεν πήρε την άδειά τους τον τσάκισαν στο ξύλο, αφήνοντας τον σε άθλια κατάσταση. Τον πήραμε στο σπίτι και τον είχαμε δύο μήνες και παραπάνω σκεπασμένο με τομάρια ζώου. Μέχρι να αναρρώσει όλο το βάρος έπεσε επάνω μου. Λίγο με το στάρι, λίγο με τα γουρούνια και τις κότες που τρέφαμε στον οικισμό, καταφέραμε εντέλει να επιβιώσουμε.
Η απελευθέρωση μας βρήκε στον Αχινό. Περάσαμε με σκοινί το Στρυμώνα και επιστρέψαμε στις Σέρρες. Το σπίτι μας το βρήκαμε λεηλατημένο και με μεγάλες ζημιές. Η μάνα μου δεν άντεξε άλλο, πέθανε λίγο καιρό μετά την επιστροφή μας. Την αποκατάσταση του σπιτιού μας την κάναμε με την οικονομική βοήθεια που μας έδωσε το ΕΑΜ. Ο αδελφός μου ο Γιάννης είχε ήδη ενταχθεί στο ΚΚΕ και είχε πόστο στο Κόμμα. Από την ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη) παίρναμε όλα τα απαιτούμενα για να μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε τις βασικές μας ανάγκες.
Όμως τα πολιτικά πράγματα άλλαξαν. Άρχισαν οι διωγμοί των αριστερών. Ο αδελφός μου ο Γιάννης τη γλύτωσε γιατί είχε την προστασία του Παντόπουλου, ενός κρεοπώλη Σερραίου που είχε την εύνοια των κρατικών. Αυτός ήταν παντρεμένος με την αδελφή μας. Τον έστειλαν για τη στρατιωτική του θητεία σ’ ένα τάγμα ανεπιθύμητων στην Κρήτη και από εκεί γύρισε πίσω μετά από έναν χρόνο.
Εμένα με κάλεσαν στο στρατό στις αρχές του 1949, στα 23 μου χρόνια. Έμεινα για τρεις μήνες σε κέντρο εκπαίδευσης την Αλεξανδρούπολη και μετά με έστειλαν στο Βίτσι. (Βουνό στα σύνορα Κοζάνης Φλώρινας στο οποίο υπήρχε μεγάλες στρατιωτικές συγκεντρώσεις ανταρτών.) Υπηρέτησα στο 562 τάγμα πεζικού.
Στο Βίτσι έφθασα τον Μάιο του 1949. Αποστολή είχαμε να κρατήσουμε ένα ύψωμα με μεγάλη στρατιωτική αξία που λίγο νωρίτερα κρατούσαν οι «κατσαπλιάδες» (έτσι αποκαλούσαν οι κυβερνητικοί τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας). Πάνω στο ύψωμα υπήρχαν μια σειρά από αυτοσχέδια πυροβολεία, κατασκευασμένα από πέτρες και ξύλα. Εκεί δεχόμασταν συνεχώς βολές από όλμους. Οι θέσεις μας ήταν επισημασμένες από τους «κατσαπλιάδες». Κάποιες φορές ακούγαμε το παράγγελμα «έβαλε» και αμέσως μετά νοιώθαμε την οβίδα να σκάει δίπλα μας. Γυναίκες με τσεμπέρια στο κεφάλι, έβγαιναν μέσα από το δάσος και μας φωνάζανε με ντουντούκες «κωλόπαιδα της Φρειδερίκης». Κοιμόμασταν μέσα στα πυροβολεία. Πάνω σε κάτι σανίδες, ενώ από κάτω λίμναζε το νερό.
Κάτω από το ύψωμα ήταν απλωμένες δύο σειρές σύρματα για να εμποδίσουν αιφνιδιαστική επίθεση των «κατσαπλιάδων». Νάρκες υπήρχαν φυτεμένες παντού. Στο πολυβολείο μας είχαμε έναν «μουρλό» διμοιρίτη που μας ζητούσε να κατεβαίνουμε στα σύρματα για να χτυπάμε στους «κατσαπλιάδες». Πάντα σε αυτές τις επιχειρήσεις είχαμε θύματα. Αυτό που σκέφτηκα ήταν πως «μ’ αυτόν δεν τη βγάζω καθαρή». Πήγα σε ένα παραδιπλανό πολυβολείο και βρήκα έναν υπολοχαγό από τη Θεσσαλονίκη. Του ζήτησα να με βάλει στον ομάδα του. Με δέχθηκε και ησύχασα. Το φαγητό ήταν για το ανάθεμα. Λίγο τσάι με γαλέτα το πρωί και κρέας μέσα στο ξύγκι από βόδια αργεντινής το μεσημέρι. Είχα μείνει 39 κιλά.
Μας κατέβασαν όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις για την κατάληψη του Βίτσι.
Το στράτευμα κατά τη διάρκεια του φαγητού. Φωτογραφικό υλικό της οικογένειας Πετσάνη
‘Τον Αύγουστο του 1949 εκτυλίχθηκε η τελική φάση του εμφυλίου πολέμου. Οι δυνάμεις του εθνικού στρατού κατέλαβαν τις καίριες θέσεις που στρατοπέδευαν οι αντάρτες. Στα βουνά Βίτσι και Γράμμος υπήρχαν τα τελευταία οχυρά τους’
Τη «βρώμικη δουλειά» την έκαναν οι Λοκατζήδες. Εμείς ακολουθούσαμε για τις τελικές εκκαθαρίσεις. Οι «κατσαπλιάδες» αμύνονταν μέχρι τέλους. Είχαμε πολλά θύματα στις εκκαθαρίσεις. Το Βίτσι πέρασε στα χέρια του ελληνικού στρατού.
‘Το Μάλι Μάδι αποτελεί ορεινό όγκο κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Εκεί στρατοπέδευσαν οι δυνάμεις του εθνικού στρατού μετά από μεγάλη μάχη. Στην συνέχεια οργάνωσαν την τελική επίθεση προς τους αντάρτες’
Πήραμε τα πυροβολεία τους επιτιθέμενοι από πίσω. Τους σπρώξαμε στα σύνορα. Σε κάθε ανακατάληψη που κάναμε σκάβαμε ορύγματα για να υποστηρίξουμε τις θέσεις στην περίπτωση της αντεπίθεσης. Καθώς σκάβαμε το χώμα βρίσκαμε χέρια ή πόδια νεκρών. Κοιμόμασταν μέσα στα ορύγματα, σαν τα ζώα. Το κρύο ήταν ανυπόφορο. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημά μας ήταν το νερό. Τα σημεία ήταν επισημασμένα ή ναρκοθετημένα. Στις πηγές πήγαιναν οργανωμένες ομάδες με μηχανήματα για την ανίχνευση ναρκών, έβαζαν νερό σε βαρέλια και τα μετέφεραν με μουλάρια.
Ο διοικητής μας παράγγειλε διακόσιες λεπίδες και τις μοίρασε στους στρατιώτες. Τις βάλαμε στις αρβύλες μας
Ξεκίνησε η μεγάλη επιχείρηση. Εγώ ήμουν γεμιστής πολυβόλου. Το πολυβόλο το κουβαλούσαμε με μουλάρι. Όταν παίρναμε θέσεις, εγώ κρατούσα τις δεσμίδες και ο πολυβολητής έβαζε. Δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις. Ή τους σκότωνες ή σε σκότωναν.
Από το Μάλι Μάδι περάσαμε στην Αλεβίτσα, στους πρόποδες του Γράμμου. Όλη την ημέρα αγγαρεία, κυρίως με σκάψιμο χαρακωμάτων. 15 Αυγούστου, είχαν αρχίσει οι επιχειρήσεις στο Γράμμο.
Είχαμε ένα πολίτη πού έρχονταν από την Καστοριά. Αυτός δρούσε μόνος του, ήταν κάτι σαν «κυνηγός κεφαλών». Έφευγε από τις γραμμές μας και γύριζε κουβαλώντας κεφάλια «κατσαπλιάδων». Κάθονταν να φάει στο λόχο και δίπλα του είχε αραδιασμένα τα κεφάλια. Στη συνέχεια έβαζε τα κεφάλια σε έναν ντορβά και γύριζε στην Καστοριά.
Βασική αποστολή μας ήταν να κρατούμε τους χώρους που καταλαμβάναμε. Κάποιοι από τους στρατιώτες του λόχου, κυρίως νέα παιδιά από χωριά, θέλοντας να δείξουν γενναιότητα επιχειρούσαν να περάσουν τις γραμμές των «κατσαπλιάδων». Οι περισσότεροι δεν γύριζαν. Οι ανδραγαθίες πληρώνονταν ακριβά. Κάποια άλλα χωριατόπαιδα πήγαιναν να μαζέψουν κεράσια και σκοτώνονταν από ελεύθερους σκοπευτές. Στην Κρυσταλλοπηγή (ακριτικός οικισμός στην Φλώρινα) έγινα φύλακας των ανταρτών αιχμαλώτων. Ανάμεσά τους ήταν και ένας που δήλωνε φανατικά μακεδόνας και τον τρυπούσαν με τις λόγχες στα μπούτια. Όποιους από τους «κατσαπλιάδες» θεωρούσαν επικίνδυνους τους εκτελούσαν επί τόπου. Υπήρχαν και κάποιοι στρατιώτες που σκότωναν όποιον συλλάμβαναν. Λίγο αργότερα μετακινηθήκαμε στο Άργος Ορεστικό και εκεί αναλάβαμε τη φρούρηση των τραυματισμένων στρατιωτών. Υπήρχε αεροδρόμιο από όπου έφευγαν. Οι περισσότεροι από τους τραυματισμένους είχαν κομμένα πόδια από νάρκες.
Μετά το τέλος του πολέμου συνεχίστηκαν οι επιχειρήσεις για την εκκαθάριση των υπολειμμάτων των ανταρτών. Μας πήγαν στην Κοζάνη και από εκεί στο χωριό Ανταρτικό. Μέναμε σε σπίτια του χωριού. Έκανα το ράφτη. Χρησιμοποιούσα ραπτομηχανές που είχαν γυναίκες του χωριού. Παράλληλα επιχειρούσαμε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και κάναμε αποναρκοθετήσεις.
Όσα καιρό ήμουνα εκεί είχα ελάχιστες επαφές με τους δικούς μου. Απαγορεύονταν τα γράμματα. Χρήματα δεν είχα καθόλου. Μας έδιναν 40 δραχμές το μήνα. Αυτοί που κάπνιζαν αντάλλασαν την «καραβάνα» με τσιγάρα.
Στις αρχές του 1951 με μετέθεσαν στο Σιδηρόκαστρο. Από εκεί με απόσπασαν στο Αχλαδοχώρι, σε στρατώνες έξω από το χωριό. Αποστολή μας ήταν να φυλάγουμε την περιοχή βόρεια, κοντά στη συνοριακή γραμμή με τη Βουλγαρία. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψα στο Σιδηρόκαστρο. Στο στρατόπεδο κρατούνταν «ανεπιθύμητοι» αριστεροί Δωδεκανήσιοι, που έκαναν υποχρεωτική θητεία άοπλοι. Με αυτούς έκανα λεφτά. Με πλήρωναν για να μετατρέψω τους μπερέδες που φορούσαν και που δεν τους άρεσαν, σε δίκοχα. Για τη δουλειά αυτή έφερα τη ραπτομηχανή μου από τις Σέρρες. Οικονόμησα γύρω στις 80 τούρκικες λίρες, «Ρεσάτ και Χαμίτ» (τούρκικες χρυσές λίρες, υποδεέστερης αξίας των αγγλικών λιρών.)
Με τις λίρες αυτές, μόλις απολύθηκα, πλήρωσα το «τράχωμα» (πρόγαμη δωρεά) για το γάμο της αδελφής. Με τις λίγες λίρες που μου έμειναν νοίκιασα μαγαζί και έστησα ραφείο. Τα μεροκάματα ήταν καλά εκείνη την εποχή. Οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από ρούχα. Έπαιρνα εμπορεύματα με γραμμάτια από τη Θεσσαλονίκη, τα δούλευα τα πουλούσα και εξοφλούσα. Το 1954 νοίκιασα μαγαζί στο κέντρο της πόλης των Σερρών. Έφθασα να έχω δέκα υπαλλήλους. Οι καλύτεροι πελάτες μου ήταν οι αγρότες, πλήρωναν πάντα τοις μετρητοίς.
Χρόνια πολλά μετά, το ραφείο άρχισε να χάνει πελατεία από το έτοιμο ρούχο και έτσι το έκανα κατάστημα ψιλικών. Από το κατάστημα αυτό έζησα, παντρεύτηκα και μεγάλωσα τα παιδιά μου. Από το κατάστημα αυτό συνταξιοδοτήθηκα.
Με την πολιτική δεν ασχολήθηκα. Ο πατέρας μου, που πέθανε το 1954, ήταν «χαρακτηρισμένος» επειδή δεν ψήφισε το 1946. Ο αδελφός μου επίσης, επειδή μπήκε στο ΕΑΜ, αλλά είχε την προστασία του Παντόπουλου και δεν τον ενόχλησαν μεταπολεμικά. Με μένα δεν ασχολήθηκαν. Εγώ είχα τη θητεία μου στο Γράμμο.
*O Πασχάλης Χρήστος-Αρμάνδος είναι φοιτητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.
πηγήparallaximag.gr/