Η συγκινητική ιστορία διάσωσης μιας εβραϊκής οικογένειας στο Λιτόχωρο και μια οφειλόμενη τιμή
Date:
Οκτώβριος 1940. Οι σειρήνες του πολέμου ηχούν απειλητικά σκορπώντας τρόμο και ανησυχία για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης, ο Καπετάν Βασίλης Σισκόπουλος αποφασίζει να πάρει την οικογένειά του και να πάει στον τόπο καταγωγής του, το Λιτόχωρο, καθώς πίστευε πως εκεί θα υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια στην περίοδο του πολέμου.
Το ταξίδι με το καΐκι του, τον Άγιο Σπυρίδωνα, δεν το έκανε όμως μόνο με τη δική του οικογένεια. Μαζί του πήρε και την οικογένεια του Εβραίου εμπόρου υφασμάτων και γείτονά του Εμμάνουελ Χαζάν, μια κίνηση που έμελλε να αποδειχθεί σωτήρια, όταν το κύμα αντισημιτισμού άρχισε να σαρώνει την Ευρώπη, στέλνοντας στα στρατόπεδα – κολαστήρια του Γ’ Ράιχ εκατομμύρια Εβραίους από όλη την Ευρώπη και αφανίζοντας σχεδόν τις ανά την Ελλάδα εβραϊκές κοινότητες.
«Μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος, τον Οκτώβριο του 1940, ο Καπετάν Βασίλης Σισκόπουλος, που διέμενε κι αυτός με την οικογένειά του κοντά με τον παππού μου Εμμάνουελ στη Θεσσαλονίκη, πρότεινε στον παππού μου να τον μεταφέρει με την οικογένειά του στο Λιτόχωρο με το καΐκι του, στο οποίο φόρτωνε κάρβουνο. Ο Καπετάνιος ήταν Λιτοχωρίτης κι επειδή κι εκείνος είχε παιδιά στην ίδια ηλικία με τον παππού, σκέφτηκε ότι εκεί θα υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια στην περίοδο του πολέμου», αφηγούνταν η εγγονή του Εμμάνουελ Χαζάν, Αλίκη Κοέν – Μωυσή, σε τιμητική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του περασμένου Δεκέμβρη, στο Λιτόχωρο Πιερίας. Μια εκδήλωση, με την οποία η ίδια και τα ξαδέλφια της (Φίκος Σαλτιέλ και Νταβίντ Χαζάν) θέλησαν να τιμήσουν την οικογένεια του Καπετάν Βασίλη και Φωτεινής Σισκοπούλου, αλλά και τις οικογένειες των Νικολάου και Πελαγίας Γκιάτα, και Καπετάν Γεωργίου και Αναστασίας Πιτσιάβα, που συνέβαλαν σημαντικά στη διάσωση των παππούδων και των γονέων τους, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.
Ο Εμμάνουελ Χαζάν, η σύζυγός του Έμμα και τα τρία παιδιά τους, η θεία της Αλίκης Κοέν -Μωυσή, Έττη, η μητέρα της Ρασέλ και ο θείος της Μόσε, ηλικίας 12, 10 και 8 ετών αντίστοιχα, βρέθηκαν έτσι στο Λιτόχωρο, την ώρα που τα μηνύματα που έπαιρνε η Έμμα Χαζάν (το γένος Φρανσές) από τις αδελφές της στην Ολλανδία και το Βέλγιο αλλά και από τις ξένες εφημερίδες (γαλλικές και ισπανικές) για τον αντισημιτισμό που είχε αρχίσει να θεριεύει στην Ευρώπη, ήταν άκρως ανησυχητικά. «Η γιαγιά μου επέμεινε πολύ στον παππού μου να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη για το Λιτόχωρο, για να είναι πιο ασφαλείς», εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Αλίκη Κοέν – Μωυσή.
Μάλιστα, φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, ο Εμμανουέλ Χαζάν είχε συμφωνήσει με τον Καπετάν Βασίλη να πηγαινοέρχεται μαζί του με το καΐκι ώστε να παίρνει από το κατάστημά του εμπόρευμα και να το πουλά στο Λιτόχωρο ώστε να μπορέσει η οικογένεια να ζήσει για κάποιο διάστημα στη φιλόξενη αυτή πόλη -όπως αποδείχθηκε- στους πρόποδες του Ολύμπου.
Μόλις έφτασαν στο Λιτόχωρο, ο Καπετάν Βασίλης εγκατέστησε την οικογένεια Χαζάν στο σπίτι της αδελφής του Πελαγίας Γκιάτα για το πρώτο διάστημα, ενώ με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και στο διάστημα της γερμανικής Κατοχής, τούς μετέφερε στο σπίτι του Καπετάνιου Γιώργου Πιτσιάβα, όπου παρέμειναν εκεί για όλο το διάστημα της Κατοχής και για έναν ακόμη χρόνο μετά την απελευθέρωση.
Όταν έρχονταν οι Γερμανοί στο χωριό έπεφτε σήμα από τους αντάρτες, ώστε να μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα, ενώ στη διάρκεια των βομβαρδισμών όλη η οικογένεια Χαζάν κρυβόταν στη Σπηλιά (Παππού Καλύβι), στους πρόποδες του Ολύμπου, μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους του Λιτοχώρου, όπου παρέμεναν πολλές φορές και για μέρες ολόκληρες στο σκοτάδι, με τον φόβο, το κρύο και την πείνα να κυριαρχεί στο μυαλό και το σώμα τους.
Ο παρολίγον εκτοπισμός του Εμμάνουελ Χαζάν, η Τορά που διασώθηκε κρυμμένη στο τζάκι και τα ερείπια που άφησε πίσω ο πόλεμος…
Ωστόσο, ο Εμμάνουελ Χαζάν λίγο έλειψε να καταλήξει όμηρος σε κάποιο από τα στρατόπεδα θανάτου, αφού συνελήφθη αλλά για καλή του τύχη κατάφερε να διαφύγει. «Κάποια στιγμή, οι Γερμανοί έπιασαν τον παππού μου κάπου έξω από το Λιτόχωρο και ήταν έτοιμοι να τον βάλουν σ’ ένα τρένο και να τον στείλουν στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό και ο παππούς να φύγει για τα κρεματόρια. Και φαίνεται πως εκεί κάποιος -ίσως και Γερμανός- του είπε: “εσύ μόλις ξεκινήσει το τρένο, πήδα”. Έτσι έγινε και ο παππούς πήδηξε από το τρένο, λίγο παρακάτω, και γλίτωσε», λέει η Αλίκη Κοέν – Μωυσή. Η ίδια θυμάται ακόμη πως ο φιλόλογος, πρώην λυκειάρχης στο Λιτόχωρο Νίκος Ντάβανος, ο οποίος γνώρισε την οικογένεια Χαζάν, αναφέρθηκε στη διάρκεια της βιωματικής αφήγησής του στην εκδήλωση, στη στιγμή που ο παππούς της, ύστερα απ’ αυτή την περιπέτεια, επέστρεψε στο χωριό πεζός βάζοντας τέλος στην αγωνία των δικών του ανθρώπων.
Ο πρώην λυκειάρχης εξιστόρησε επίσης πως ο Εμμάνουελ Χαζάν φρόντιζε ύστερα από κάθε ταξίδι στη Θεσσαλονίκη να φέρνει καραμέλες στον γιο του Μοσέ, ο οποίος τις μοίραζε στα παιδιά της γειτονιάς με τα οποία έπαιζε ποδόσφαιρο, μεταξύ αυτών και ο ίδιος, ενώ αναφέρθηκε και στη δυναμική Έττη Χαζάν, η οποία, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, έβγαινε από το σπίτι. «Η θεία μου ήταν πιο δυναμική από τη μαμά μου και όταν επέτρεπαν οι συνθήκες πήγαινε και ψώνιζε. Η μαμά μου έμενε κυρίως με τη γιαγιά μου στο σπίτι. Ήταν πάρα πολύ φοβισμένη και παρέμεινε φοβισμένη και μετά την Κατοχή. Καθόταν με τη γιαγιά μου πλάι στο τζάκι, όπου η γιαγιά μου έραβε ή ρούχα για τους χωριανούς από τα υφάσματα που είχε ο παππούς ή κουκλίτσες για τα παιδιά του χωριού από τα κουρέλια που έμεναν», λέει με τρυφερότητα στη φωνή η κυρία Κοέν – Μωυσή.
Επισημαίνει δε, ότι τα βράδια, ο παππούς της διάβαζε -ή μάλλον ψέλλιζε- την Τορά, την Παλαιά Διαθήκη, υπό το φως ων κεριών και προσευχόταν στον Θεό να τους σώσει. Ύστερα, έκρυβε επιμελώς το ιερό βιβλίο στο τζάκι προκειμένου να διασωθεί, όπως κι έγινε. Σήμερα, το βιβλίο αυτό αποτελεί πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο, που θα φύγει από τα χέρια της οικογένειας και θα παραδοθεί στη συλλογική ιστορική μνήμη, όταν ολοκληρωθεί το έργο του Μουσείου του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη.
Μετά τον πόλεμο, η οικογένεια Χαζάν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου τίποτα δεν ήταν όπως πριν. «Δεν βρήκαν κανέναν, ούτε έναν από τους συγγενείς τους. Μόνον ερείπια. Είχαν όλοι τους μεταφερθεί με τρένα και εξοντωθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στους θαλάμους αερίων…», τονίζει η Αλίκη Κοέν -Μωυσή.
Μια οφειλόμενη τιμή
Μεγαλώνοντας και ακούγοντας αυτές τις ιστορίες για την προσπάθεια όλης της τοπικής κοινωνίας του Λιτοχώρου να προστατέψει την οικογένειά της ώστε να μπορέσει να διατηρήσει κρυφή την ταυτότητά της, η Αλίκη Κοέν – Μωυσή αισθανόταν πάντα την ανάγκη να τιμήσει όλους όσοι σήκωσαν «ασπίδα» προστασίας για τους δικούς της ανθρώπους απέναντι στο ναζιστικό μένος. «Ήταν η επιθυμία της οικογένειας εδώ και πολύ καιρό να πραγματοποιήσουμε μια τέτοια τελετή και χαρήκαμε που και ο Δήμος Λιτοχώρου την αγκάλιασε. Ήθελα πολύ να τιμηθούν αυτοί οι άνθρωποι γιατί τελικά χάρη σ’ αυτούς τους ανθρώπους είμαστε κι εμείς στη ζωή», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ίδια, η οποία φρόντισε να έρθει σε επαφή με τα ξαδέλφια της ώστε να διοργανωθεί η εκδήλωση άμεσα.
Στην εκδήλωση στο Λιτόχωρο, εκτός από την Αλίκη Κοέν – Μωυσή και τον πρώην λυκειάρχη Νίκο Ντάβανο, μίλησαν ο δήμαρχος Δίου – Λιτοχώρου Βαγγέλης Γερολιόλιος, ο οποίος από την πρώτη στιγμή έδειξε ενδιαφέρον για την πρωτοβουλία αυτή. Μεταξύ άλλων, στην ομιλία του ανέφερε πως η διάσωση της εβραϊκής οικογένειας Χαζάν από οικογένειες του Λιτοχώρου τη δύσκολη εκείνη περίοδο του πολέμου, αποδεικνύει την οικουμενικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει και σήμερα τη σκέψη μας, καταδεικνύοντας ότι όλοι έχουμε ευθύνη να μην επιτρέψουμε να επαναληφθούν παρόμοια γεγονότα, όπως η απώλεια τόσων ανθρώπινων ζωών στο Ολοκαύτωμα.
«Θέλουμε να διατηρήσουμε τη μνήμη. Η μητέρα μου δεν είχε πάει σε στρατόπεδο αλλά σκεφτείτε πόσο δύσκολο ήταν για τους ανθρώπους που βγήκαν από εκεί να μπορέσουν να μιλήσουν για όλα αυτά τα πράγματα. Η εκπαίδευση και η ενημέρωση είναι πολύ σημαντική για να αποφευχθούν τέτοιου είδους περιστατικά και στο μέλλον και είναι σημαντικό που και ο δήμαρχος έδωσε αυτή τη διάσταση στην ομιλία του», σχολιάζει η κυρία Κοέν – Μωυσή.
Από την πλευρά του, ο εγγονός του Καπετάν Βασίλη Σισκόπουλου μίλησε για τη σπουδαιότητα τέτοιων εκδηλώσεων αλλά και για την επίδραση που είχε αυτή η πρωτοβουλία τόσο στους απογόνους της οικογένειας καθώς λειτούργησε ως έναυσμα για να λάβουν καλύτερη γνώση της δικής τους ιστορίας όσο και στους κατοίκους του Λιτοχώρου εν συνόλω, αφού έγιναν κοινωνοί άγνωστων πτυχών της ιστορίας του τόπου τους.
Τις δικές του ευχαριστίες εξέφρασε ο Νταβίντ Χαζάν προς την οικογένεια του Καπετάν Βασίλη Σισκόπουλου και τους κατοίκους του Λιτοχώρου, μεταφέροντας τον χαιρετισμό και τις ευχαριστίες του πατέρα του Μόσε, που δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην εκδήλωση.
Η τιμητική εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ναυτικό Μουσείο Λιτοχώρου και την υποστήριξη του Δήμου Δίου – Ολύμπου, έκλεισε με την απονομή από τα τρία εγγόνια της οικογένειας Χαζάν προς τους εκπροσώπους των τριών Λιτοχωρίτικων οικογενειών και προς τον δήμαρχο Βαγγέλη Γερολιόλιο, στο όνομα των κατοίκων του Λιτοχώρου, ενός ευχαριστήριου αναμνηστικού με κεντρικό χαρακτηριστικό ένα καράβι, όπως εκείνο που έσωσε τους παππούδες τους και τους γονείς τους κατά τη γερμανική Κατοχή.