Τάσος Χατζηβασιλείου : Η Ερντογανική Τουρκία και η Ελλάδα
Date:
«Η δημοκρατία είναι ένα τρένο από το οποίο κατεβαίνεις, όταν φτάσεις στον προορισμό σου», είχε πει στο παρελθόν ο Ταγίπ Ερντογάν. Και πράγματι ο ίδιος το εφαρμόζει κατά γράμμα.
Ο ηγέτης που το 2002 εξελέγη περίπου ως «μεσσίας», κατόρθωσε να φέρει οικονομική άνθηση και να δημιουργήσει μια ισχυρή μεσαία τάξη, ακόμα και στις απομακρυσμένες περιοχές της Ανατολίας. Θεσμοθέτησε συνταγματικές αλλαγές που περιόρισαν το ρόλο του στρατιωτικού κατεστημένου στον πολιτικό βίο της χώρας και πέτυχε να βάλει στη γωνία τα γεράκια του άλλοτε κραταιού κεμαλικού κατεστημένου.
Όμως, το 2012 αποφασίζει σιγά σιγά να αποβιβαστεί από το τρένο της δημοκρατίας. Καθώς ξεσπούν τα κινήματα της Αραβικής Άνοιξης, ο Ερντογάν ονειρεύεται να αναδειχθεί ηγέτης του σουνιτικού Ισλάμ. Ταυτόχρονα, επενδύει στον ισλαμικό τρόπο ζωής, μέσω μιας ατζέντας που ανταποκρίνεται στη συνείδηση της πλειοψηφίας. Προβάλλεται το προφίλ του καλού μουσουλμάνου που προσεύχεται 5 φορές ημερησίως και δεν πίνει αλκοόλ. Για τις γυναίκες, τα πράγματα χειροτερεύουν: η ενδοοικογενειακή βία σπανίως διώκεται και επιβάλλονται μειωμένες ποινές σε βιαστές γυναικών που φορούσαν δήθεν προκλητικά ρούχα.
Κι εδώ εντοπίζεται το μεγάλο παράδοξο: Ο ηγέτης που αναδείχθηκε με σημαία τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις κατά την προηγούμενη δεκαετία, είναι εκείνος που προσυπέγραψε τη διακοπή της μεταρρυθμιστικής πορείας της χώρας του.
Η απόπειρα πραξικοπήματος και το πρόσφατο δημοψήφισμα που τον κάνει παντοδύναμο Πρόεδρο αποτελούν γεγονότα-ορόσημα για τη μετάβαση της Τουρκίας σε μια νέα εποχή. Ο Ερντογάν επιθυμεί να γίνει ο νέος πατέρας των Τούρκων. Επιθυμεί να αντικαταστήσει τον κεμαλισμό με τον «Ερντογανισμό», μια νέα πολιτική θρησκεία που θεμελιώνεται στις αρχές του πιο παρωχημένου τουρκικού εθνικισμού. Ταυτόχρονα, η θεωρία των δήθεν εξωτερικών απειλών συσπειρώνει τους πολίτες γύρω από τον Πρόεδρο και επικυρώνει την παντοκρατορία του. Αυτή η τακτική νομιμοποιεί ηθικά και πολιτικά τον αυταρχισμό: στο όνομα του εθνικού συμφέροντος, που ταυτίζεται πλέον με το συμφέρον του Προέδρου, οι ατομικές ελευθερίες επαναπροσδιορίζονται.
Σήμερα, η Ελλάδα παρουσιάζεται εντός Τουρκίας ως το «μακρύ χέρι» της Δύσης, δηλαδή ως η χώρα που χρησιμοποιείται για να πληγεί το γόητρο του λαμπρού τουρκικού έθνους και του λαμπρού ηγέτη του. Το πρόβλημα με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις εντοπίζεται πλέον σε διαφορετικό επίπεδο. Ο Ερντογάν αισθάνεται ότι η Τουρκία είναι αδικημένη σε σχέση με το μέγεθος και το αυτοκρατορικό παρελθόν της. Δηλαδή, έχει λιγότερα απ’ όσα της αναλογούν, καθώς οι πολύ μικρότερες Κύπρος και Ελλάδα διαθέτουν γεωπολιτικό εκτόπισμα αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους τους. Με αυτή τη λογική, αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα των δύο χωρών, θέλοντας να επιβάλει το δίκαιο του ισχυρού.
Ο Ερντογάν σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να δει την Κύπρο να εξελίσσεται σε ενεργειακό κόμβο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι μέχρι στιγμής θετικές ειδήσεις από τα πεδία των γεωτρήσεων απομακρύνουν την Άγκυρα από το στόχο να καταστεί εκείνη περιφερειακός ενεργειακός παίκτης. Έτσι, στέλνοντας πολεμικά πλοία, αμφισβητεί την κυπριακή ΑΟΖ και προσπαθεί να την μεταβάλει σε «γκρίζα ζώνη». Το ίδιο κάνει και νοτίως της Κρήτης, όπου προβάλλει παράλογες διεκδικήσεις στο Λιβυκό Πέλαγος.
Αυτή η πολιτική έχει δύο στόχους:
Αφενός, να «γκριζάρει» νέες θαλάσσιες περιοχές, με στόχο να εγγράψει μελλοντικές διεκδικήσεις, σε περίπτωση που η Αθήνα δεχθεί γενικευμένο διάλογο για τις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Αφετέρου, να σύρει την Κύπρο σε μια υβριδική ενδιάμεση συμφωνία για την συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, χωρίς απαραιτήτως επίλυση του Κυπριακού. Πάντως, να σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ορθώς μίλησε για διαμοιρασμό των όποιων εσόδων μεταξύ των δύο κοινοτήτων χωρίς τη μεσολάβηση της Τουρκίας.
Σε αυτό το κλίμα, η Ελλάδα οφείλει να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο.
Πρώτον, η χώρα μας πρέπει να επαναπροσδιορίσει τις συμμαχίες της και να σχεδιάσει εκ νέου την πολιτική της απέναντι στην Άγκυρα. Χρειάζεται να καταστρωθεί εναλλακτικό σχέδιο. Η πολιτική του Ελσίνκι περί ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. δεν μπορεί να λειτουργεί πια ως μοχλός πίεσης στην Άγκυρα. Γιατί; Διότι για την ώρα η λογική του Ελσίνκι είναι νεκρή.
Δεύτερον, να θυμίσουμε σε εταίρους και συμμάχους ότι η τουρκική προκλητικότητα δεν αποτελεί ελληνοτουρκικό πρόβλημα. Η Τουρκία δεν απειλεί τα σύνορα της Ελλάδας ή της Κύπρου αλλά τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και, τρίτον, να παρουσιάσουμε ένα ελληνικό σχέδιο για την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Κάποτε η Ελλάδα είχε όραμα. Συμμετείχε σε διεθνείς διασκέψεις για το Μεσανατολικό και την ευρωπαϊκή προοπτική των βαλκανικών χωρών. Διέθετε ενεργειακό σχεδιασμό αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους της. Σήμερα, δυστυχώς, χάσαμε τον περιφερειακό ρόλο που με κόπο είχε οικοδομηθεί.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια σύγχρονη, εξωστρεφή, θαρραλέα και μελετημένη εξωτερική πολιτική. Η οικονομική κρίση έπληξε τη διεθνή εικόνα της χώρας, όμως με μεθοδική δουλειά μπορούμε να ξαναγίνουμε ο «έντιμος διαμεσολαβητής» της περιοχής. Να ξαναγίνουμε το σημείο αναφοράς της περιφερειακής σταθερότητας, προβάλλοντας την ήπια ισχύ μας. Η σημερινή κυβέρνηση έχει αποτύχει παταγωδώς και στον τομέα αυτό. Παρακολουθεί ανήμπορη τις διεθνείς εξελίξεις και αδυνατεί να αναλάβει ενεργητικές πρωτοβουλίες που θα βάλουν την Ελλάδα υψηλότερα στο διπλωματικό προσκήνιο. Χρειαζόμαστε σχέδιο, όραμα, ισορροπία εργαλείων και στόχων στην εξωτερική πολιτική. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε περαιτέρω χρόνο εξαιτίας των ιδεολογικών εμμονών και των ερασιτεχνισμών του διδύμου ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.