Θεσσαλονίκη: Κόκκινος πύργος- Η ιστορία και οι περιπέτειές του
Date:
O «κόκκινος πύργος» στην Ανάληψη γνωστός ως «Σατό μον μπονέρ» χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα – Έπαθε μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιά που προκλήθηκε το 2017 (11.6.17)
Το ιδιότυπο αρχιτεκτονικά διατηρητέο κτήριο, που ανήκει κατά το ήμισυ στο κληροδότημα Δημ. Ιωαννίδη του Σιατιστέως και σε άλλους κληρονόμους, τα τελευταία χρόνια είχε εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου και στην αβελτηρία αστέγων και παντοίων καταστροφέων του εσωτερικού του διάκοσμου. Αφημένο στην μοίρα του ήταν προδιαγραμμένο ότι θα είχε αυτήν την τύχη, αν η φωτιά δεν μπήκε σκόπιμα και υστερόβουλα! Κρίμα, γιατί ο ιδιοκτήτης του είναι μεγάλος ευεργέτης της Θεσσαλονίκης και της Σιάτιστας.
Στη Λεωφόρο Βασ. Όλγας, ανάμεσα στην εκκλησία της Ανάληψης και το διατηρητέο κτήριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Εθνικής Τράπεζας, υψώνονται δύο κόκκινα κτήρια, κατασκευασμένα με τούβλα που εντυπωσιάζουν τους διερχόμενους με τον αρχιτεκτονικό ρυθμό τους και τις μεσαιωνικές επάλξεις τους. Το πιο ψηλό πυργοειδές κτήριο χρησίμευε για κατοικία και το διπλανό για καφενείο. Και τα δυο κτήρια σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί και παρά τον χαρακτηρισμό τους ως διατηρητέων υφίστανται τη φθορά του χρόνου και περιμένουν (;) την αναστήλωση και την σύγχρονη αξιοποίησή τους.
Τα διατηρητέα αυτά κτήρια, που εντυπωσίαζαν και τους κατοίκους και περιηγητές της τουρκοκρατούμενης πόλης, χτίστηκαν το 1890 από τον Αρμένιο Δειράν Αβδουλάχ και δυο χρόνια αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του μεγαλέμπορου Δημήτρη Ιωαννίδη από τη Σιάτιστα, που υπήρξε ευεργέτης της Θεσσαλονίκης και της γενέτειράς του.
Σε μια περιγραφή του 1890, όπου γίνεται αναφορά στον κόκκινο πύργο της Ανάληψης, ένας Αθηναίος δημοσιογράφος και περιηγητής, που δημοσιεύει τις εντυπώσεις στο Ημερολόγιο του Σκώκου, ο Δ. Βαρδουνιώτης, γράφει για τα μοναδικά αυτά οικοδομήματα των εξοχών: «Τα μέγαρα των πύργων (αρχοντικών) είναι μεγάλα και εξαίσια οικοδομήματα, είναι δε τα πλείστα θεριναί κατοικίαι των ιδιοκτητών αυτών. Θαυμάζει το κομψότατον, μεσαιωνικού ρυθμού, μέγαρον φέρον εις την εξώθυρα μεγάλοις χρυσοίς ψηφίοις την επιγραφήν ‘Chateau mon Bohneur’».
Η επιγραφή αυτή, «σατό μον μπονέρ», με ωραία κεφαλαία ανάγλυφα γράμματα που σώζεται μέχρι σήμερα, έδωσε και το όνομα στο κτήριο, που πέρασε μ αυτήν τη γαλλόγλωσση φράση στις μεταγενέστερες δημοσιογραφικές και περιηγητικές αναφορές.
Το κτήριο με τις βενετικού τύπου επάλξεις και τα συμπαγή κόκκινα τούβλα χτίστηκε σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Σαρνό στο τέλος της δεκαετίας του 1880. Η φράση του επανώθυρου, που θα πει στα ελληνικά «Πύργος, η ευτυχία μου», απηχεί την αισιόδοξη σκοπιά της ζωής και την ευρωπαϊκή αστική αντίληψη του ιδιοκτήτη του.
Ο ένοικος του πύργου
Ο ιδιοκτήτης του πύργου Δημήτρης Ιωαννίδης είχε πλουτίσει από την παραγωγή και το εμπόριο μάλλινων υφασμάτων, ιδιαίτερα αυτών που ονομάζονται εγχωρίου τύπου (δηλαδή τα παραδοσιακά ρούχα της εποχής σαγιάκια και γαϊτάνια). Είχε καλή μόρφωση και δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος.
Εγκατέλειψε όμως νωρίς το διδασκαλικό επάγγελμα και εγκαταστάθηκε αρχικά ως έμπορος στα Βελεσά (το σημερινό Βέλες) και αργότερα επέκτεινε τις επιχειρήσεις του στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Στα Βελεσά παντρεύτηκε την Μαρία Τσικερδέκη, αλλά από το γάμο τους δεν απόκτησαν παιδιά.
Ο Δημήτριος Ιωαννίδης πέθανε το 1906 σε ηλικία 65 χρονών και άφησε όλη σχεδόν την περιουσία του, χρήματα και ακίνητα, για φιλανθρωπικούς σκοπούς, τη διαχείριση της οποίας είχε ως το 1934 που πέθανε η γυναίκα του. Από την δωρεά χτίστηκαν, στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα η Ελληνική αστική σχολή Δημ. Ιωαννίδου, Σιατιστέως, δηλαδή το σημερινό Ιωαννίδειο δημοτικό σχολείο στο Ιπποδρόμιο, ένα περίπτερο στο παλιό Θεαγένειο νοσοκομείο που κατεδαφίστηκε κατά την ανέγερση του σύγχρονου κτηρίου και ένα νηπιαγωγείο στη Σιάτιστα. Το Ιωαννίδειο Ιδρυμα, στο οποίο ανήκει κατά το ήμισυ και το «κόκκινο» σπίτι της Ανάληψης, αξιοποιώντας τα κληροδοτήματα του Ιωαννίδη, μέχρι σήμερα, διαθέτει τα έσοδά του για φιλανθρωπικούς σκοπούς και για σπουδές φοιτητών από τη γενέτειρα του ευεργέτη.
Οι περιπέτειες του… διατηρητέου
Το κυρίως μέγαρο, διώροφο με έξι δωμάτια, που καταλήγει σε πύργο με τις αναγεννησιακές (βενετικές) επάλξεις, στέγασε κατά καιρούς, πέρα από την οικογένεια Ιωαννίδη και άλλες χρήσεις και δραστηριότητες. Χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια ως οικοτροφείο για τις μαθήτριες που φοιτούσαν στα γειτονικά «Εκπαιδευτήρια Αγλαϊας Σχινά».
Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στεγάστηκαν προσφυγικές οικογένειες που έμειναν στο παλιό κτήριο ως τους σεισμούς του 1978. Στην αυλή του, προς τη θάλασσα, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στήθηκαν μεταλλικά τολ που φιλοξένησαν προσκόπους και εργαστήρια του γειτονικού Ε’ γυμνασίου.
Σήμερα ο περιβάλλων χώρος μετά την επιχωμάτωση δεν θυμίζει τίποτα από την παραθαλάσσια κατοικία και τους εράσμιους κήπους της αυλής και τις σκάλες που οδηγούσαν στην ακτή. Την εικόνα του χώρου στις αρχές του εικοστού αιώνα δίνουν κάποιες καρτ ποστάλ που διασώζει το ύφος της περιοχής και της εποχής.
Πάντως, τα ιδιοκτησιακά προβλήματα δεν πρέπει να αφήσουν να καταστραφεί ένα ιστορικό κτήριο και τοπόσημο, που είναι δεμένο με μια ολόκληρη εποχή της Θεσσαλονίκης κι έναν από τους ευεργέτες της πόλης.
πηγή thessmemory.gr