Το επενδυτικό περιβάλλον και η πραγματική οικονομία
Date:
του Κωνσταντίνου Μουτσιάνα, Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών Α.Π.Θ.
Λέκτορας Χρηματοοικονομικών City College, University of York Europe Campus
Οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που αναμένεται να κινητοποιηθούν στο πλαίσιο του Ταμείο Ανάκαμψης θα διαμορφώσουν ένα ισχυρό επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα. Η ορθή αξιοποίηση και υλοποίηση των έργων που συνιστούν τους πυλώνες τους Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (πράσινη μετάβαση, ψηφιακή μετάβαση, απασχόληση – δεξιότητες – κοινωνική συνοχή, ιδιωτικές επενδύσεις) θα προκαλέσουν έναν οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό με θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί έναν εν δυνάμει καταλύτη για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη διαμόρφωση συνθηκών βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και, παράλληλα, θα ισχυριζόμασταν ότι είναι μια τεράστια ευκαιρία για τη χώρα μας να δημιουργήσει υποδομές που θα υποστηρίξουν ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με βασικούς άξονες την εξωστρέφεια και τις νέες τεχνολογίες. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ένα μέρος των επενδυτικών πόρων θα διατεθεί για τον περιορισμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης.
Η αξιοποίηση των 31,16 δις ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορέσει να ανοίξει έναν «ενάρετο» κύκλο επενδύσεων με πολλαπλά οφέλη για τη χώρα: δημιουργία θέσεων εργασίας, αύξηση του ΑΕΠ μέσα από την ενίσχυση της παραγωγικότητας, αύξηση εξαγωγών και ιδιωτικών επενδύσεων. Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε στα οφέλη και την αλλαγή στην επενδυτική νοοτροπία και την οικονομική αποτελεσματικότητα που φιλοδοξούν οι συνοδευόμενες εμβληματικές μεταρρυθμίσεις να επιφέρουν. Με βάση τα παραπάνω και δεδομένου ότι η Ελλάδα πρόσφατα υπέβαλε το πρώτο αίτημα πληρωμής ύψους 3,56 δις ευρώ φαίνεται ότι διαμορφώνονται οι απαραίτητες συνθήκες ενός δυναμικού επενδυτικού περιβάλλοντος υπό την αυστηρή προϋπόθεση της απορρόφησης των διαθέσιμων πόρων.
Ωστόσο, η αβεβαιότητα που εξακολουθεί να υφίσταται λόγω της Covid-19, το μεγάλο υγειονομικό κόστος που εντείνεται από την παράλλαξη “όμικρον” και η αύξηση του δημοσίου χρέους που δημιουργεί η διαχείριση της πανδημίας αποτελούν παράγοντες «πίεσης» στην ελληνική οικονομία. Μπορεί να μην κινδυνεύει η ανάκαμψη της οικονομίας από την παράλλαξη “όμικρον” αλλά σε κάθε περίπτωση προκαλεί καθυστέρηση στην επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας η οποία -παρά τις κυβερνητικές παρεμβάσεις- κινείται οριακά. Ένας ακόμη παράγοντας αβεβαιότητας είναι η εκτίναξη του πληθωρισμού. Με τα χαμηλότερα εισοδήματα να πιέζονται περισσότερο, ο πληθωρισμός τις χώρες του ΟΟΣΑ κατέγραψε τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων 25 ετών. Το υψηλό ενεργειακό κόστος «οδηγεί» τον δείκτη πληθωρισμού σε υψηλές τιμές και θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στη συγκράτηση των προϊόντων στα σούπερ-μάρκετ. Οι ανατιμήσεις που αναμένονται σε άλευρα, τυροκομικά, αλλαντικά, δημητριακά κ.ά. θα ακριβύνουν το καλάθι της νοικοκυράς και θα επιβαρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Σε αυτούς τους δύο άξονες θα πρέπει να εστιάσει η ελληνική κυβέρνηση: το επενδυτικό περιβάλλον και την πραγματική οικονομία. Να διασφαλίσει τη βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, να μην αφήσει περιθώρια να επαναληφθούν τα λάθη των «επιδοτήσεων» και να χτίσει μια ανθεκτική, πραγματική ανάπτυξη. Και όλα αυτά ενόσω θα στηρίζει την πραγματική οικονομία που δοκιμάζεται. Δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι τα οφέλη των επενδύσεων απαιτούν χρόνο για να «φτάσουν» στους πολίτες. Κανείς δεν μπορεί να περιμένει μελλοντικά οφέλη και να είναι χαρούμενος όταν βιώνει ένα δύσκολο οικονομικά παρόν.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής” στις 16.01.2022