Το ιστορικό ανέγερσης του Καταφυγίου “Χρήστος Καραμπουρούνης” στον Λαϊλιά Σερρών
Date:
Στο βιβλίο «Θυμάμαι» που εξέδωσε το έτος 2004, με έξοδά του, ο αείμνηστος πια πρόεδρος του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Σερρών Νικόλαος Χρ. Χρηστίδης, περιγράφονται διάφορες δραστηριότητες του ΕΟΣ,
κυρίως ορειβατικές εξορμήσεις, αλλά παρατίθεται και σύντομο ιστορικό ανέγερσης του ωραιότατου Καταφυγίου στον Λαϊλιά.
Η πληκτρολόγηση των κειμένων είχε γίνει από τον υιό του Νικ. Χρηστίδη, Χρήστο, την καλλιτεχνική επιμέλεια και φροντίδα της έκδοσης είχε η σύζυγος του συγγραφέα, Άννα Χρηστίδου-Στόγιου, ενώ το βιβλίο είχε αφιερωθεί σε όλους τους ορειβάτες και ορειβάτισσες.
Κατά το έτος 2011, πολλά από τα κείμενα του βιβλίου «Θυμάμαι» δημοσιεύθηκαν στην «Πρόοδο». Παρά ταύτα, αποφασίσαμε να επαναδημοσιεύσουμε το κείμενο για το ιστορικό ανέγερσης του Καταφυγίου στον Λαϊλιά.
Σημειώνεται ότι, σημαντικό ρόλο για την ανέγερση του Καταφυγίου, διαδραμάτισαν πολλά μέλη του ΕΟΣ, κυρίως του Δ.Σ., όπως οι πρόεδροι Νίκος Χρηστίδης και Χρήστος Καραμπουρούνης. Μάλιστα, ο δεύτερος διέθεσε και αρκετά χρήματα για τα έξοδα ανέγερσης του κτιρίου.
Έτσι, επί προεδρίας Νικολάου Χρηστίδη, το Δ.Σ. αποφάσισε να ονομάσει το Καταφύγιο σε «Χρήστος Καραμπουρούνης». Το ιστορικό, λοιπόν, του Καταφυγίου, έτσι όπως το κατέγραψε ο συγγραφέας του βιβλίου «Θυμάμαι», έχει ως εξής:
Ήταν Σεπτέμβριος του 1957 που το ΔΣ του ΕΟΣ Σερρών πήρε την απόφαση να γίνει εξόρμηση των μελών στο Λαϊλιά για να συγκεντρωθεί πέτρα για το κτίσιμο του Καταφυγίου.
Ο ενθουσιασμός όλων ήταν μεγάλος. Καθορίστηκε η ημέρα της εξορμήσεως και έτσι μια Κυριακή πρωί μια πολυμελής ομάδα ορειβατών και ορειβατισσών επιβιβαστήκαμε σε φορτηγό αυτοκίνητο που ναύλωσε ο Σύλλογος μαζί με τα σχετικά απαραίτητα εφόδια για τον σκοπό που πηγαίναμε, κασμάδες, βαριοπούλες, λοστούς και ντεζγερέδες (δηλαδή κάτι ξύλινα μικρά φορεία) τους οποίους κατασκεύασε ο Κλεάνθης Καράμπελας.
Φθάσαμε στην τοποθεσία Ολυμπία του Λαϊλιά, όπου ήταν και το οικόπεδο που αγοράσαμε και στο οποίο θα κτίζαμε το Καταφύγιο.
Επισημάναμε την τοποθεσία που θα βγάζαμε τις πέτρες από τα παλιά τούρκικα νεκροταφεία και αρχίσαμε την δουλειά.
Η δουλειά ήταν δύσκολη και επίπονη και σε λίγη ώρα ορισμένοι άρχισαν να λακίζουν! Άλλοι για να πιουν νερό άλλοι για να κολατσίσουν και άλλοι για άλλους λόγους.
Έτσι μείναμε τα λεγόμενα κορόιδα. Στην αρχή φορτώναμε τις πέτρες στους ντεζγερέδες, τους οποίους μετέφεραν δύο άτομα, αλλά το βάρος ήταν μεγάλο και έτσι γρήγορα εγκαταλείψαμε την ιδέα του ντεζγερέ και αρχίσαμε να μεταφέρουμε τις πέτρες στα χέρια.
Η δουλειά προχωρούσε ήλθε το μεσημέρι και καθίσαμε να φάμε.
Μετά το φαγητό όπως ήταν φυσικό βαραίναμε. Επιχειρήσαμε να συνεχίσουμε την δουλειά αλλά γρήγορα τα παρατήσαμε.
Την ώρα που ξεκινήσαμε να φύγουμε αισθανθήκαμε μεγάλη απογοήτευση όταν είδαμε ότι οι πέτρες που κουβαλήσαμε ήταν ένας μικρός σωρός.
Έτσι αποφασίσαμε να παρατήσουμε την ιδέα της συγκέντρωσης της πέτρας με εθελοντική εργασία διότι ήταν μια άσκοπη προσπάθεια.
Το Δ.Σ αποφάσισε και ανέθεσε να συγκεντρώσει πέτρα ο Μπουρβάνης, με ένα μικρό τακτέρ με μικρή πλατφόρμα που διέθετε και η κίνηση του οποίου ήταν εύκολη στο μέρος εκείνο, με σχετική αμοιβή βέβαια.
Έτσι, συγκεντρώθηκε η απαραίτητη πέτρα, έφτασε ο χειμώνας και κατά τον Μάρτιο 1958 βάλαμε τα θεμέλια του Καταφυγίου και άρχισε το κτίσιμο με ό,τι χρήματα είχαμε από επιχορηγήσεις.
Για το κτίσιμο ήταν απαραίτητη η ασβέστη και διάφορα άλλα υλικά. Έτσι, αγοράσαμε ασβέστη. Βέβαια, ασβέστη της εποχής εκείνης, την οποία έσβηναν και έλιωναν οι μάστοροι στον τόπο εργασίας και έκαναν τον πολτό που χρησιμοποιούσαν για το κτίσιμο και όχι όπως γίνεται τώρα που υπάρχει στο εμπόριο πολτός ασβέστης.
Για την μεταφορά της πρώτης ασβέστης, μας διέθεσε το φορτηγό του το μέλος μας μηχανικός Κώστας Σγουρός.
Φορτώθηκε η ασβέστη και με συνοδούς κάποιους από εμάς ξεκινήσαμε για τον Λαϊλιά.
Προσφορά εθελοντικής εργασίας, για τη θεμελίωση και ανέγερση του καταφυγίου ΛΑΪΛΙΑ. Με το σαμάρι στην πλάτη ο Νίκος Χρηστίδης. Με το φτυάρι στο δεξί χέρι ο Χρήστος Καραμπουρούνης.
Για κακή μας τύχη λίγα χιλιόμετρα από την διασταύρωση της Ορεινής σε ένα ισιάδι που ονομάζαμε στάση Καραντινίδη, το αυτοκίνητο χάλασε και δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει.
Αναγκάστηκε ο οδηγός να αδειάσει την ασβέστη στην άκρη του δρόμου.
Ο καιρός ήταν έτοιμος να βρέξει και εάν έβρεχε θα έλιωνε την ασβέστη και θα πήγαινε χαμένη.
Έτσι κατεβήκαμε στα Σέρρας, πήραμε άλλο φορτηγό και ανεβήκαμε και δυο-τρεις με φτυάρια, φορτώσαμε την ασβέστη, την πήγαμε στο Λαϊλιά την ξεφορτώσαμε την σκεπάσαμε να μην βραχεί και χαλάσει και φύγαμε. Την άλλη μέρα οι μάστοροι την έλιωσαν.
Προηγουμένως ανέφερα την στάση Καραντινίδη. Την ονομάσαμε έτσι την τοποθεσία εκείνη, γιατί ο Καραντινίδης με το φορτηγό του που μετέφερε τα υλικά, άμμο, χαλίκι, τούβλα κλπ για το Καταφύγιο και έκαμε αναγκαστικά στο σημείο εκείνο που ήταν το ισιάδι, στάση για να ξεκουράσει τη μηχανή του αυτοκινήτου του και να κρυώσει, διότι τότε τα φορτηγά ήσαν παλιά και όχι σε πολύ καλή κατάσταση όπως είναι σήμερα.
Σύντομα, περί τα μέσα του 1959 ανεγέρθηκε το ισόγειο στο οποίο βέβαια βάλαμε και την πλάκα που θα αποτελούσε το πάτωμα για τον δεύτερο όροφο.
Η πλάκα αυτή δεν είχε στεγανότητα.
Έφτασε η ώρα να βάλουμε τα κουφώματα των παραθύρων και τα παντζούρια τα οποία αποφασίστηκε να είναι σιδερένια.
Αποτανθήκαμε σε ένα μεγάλο εργαστήριο σιδηρών κατασκευών που ήταν στην οδό Γρηγορίου Ρακιτζή.
Αφού συμφωνήθηκε η τιμή, ο ιδιοκτήτης μάς είπε ότι θα έπρεπε να ανέβει στον Λαϊλιά και να πάρει ο ίδιος τα μέτρα.
Έτσι και έγινε και ένα απόγευμα με ταξί της εποχής εκείνης δύο τρία μέλη του Δ.Σ και ο κατασκευαστής ξεκινήσαμε για τον Λαϊλιά.
Μπαίνοντας στο ταξί μας είπε ο κατασκευαστής ότι το αυτοκίνητο τον πειράζει και τον βάλαμε να καθίσει στο μπροστινό κάθισμα δίπλα στον οδηγό.
Ξεκινήσαμε και φθάνοντας στα Κιόσκια την σημερινή κοιλάδα Αγ. Αναργύρων σταματήσαμε για να κάνει εμετό.
Ξεκινήσαμε πάλι και πριν κάνουμε δύο τρία χιλιόμετρα ξανά σταματήσαμε και ξανά έκανε εμετό.
Αυτό συνεχίστηκε κάθε λίγα χιλιόμετρα πολλές φορές και τελικά μετά κόπων και βασάνων φτάσαμε στο Καταφύγιο.
Σερραίες και Σερραίοι του ΕΟΣ στην κορυφή Μύτικας του Ολύμπου (1958). Δεξιά η Αννα Στόγιου – Χρηστίδου και ο Νίκος Χρηστίδης. Αριστερά κάτω ο Γιώργος Καμβουσιώρας και όρθιος με το χέρι στη μέση ο Ιωσήφ Πασακαλιδης.
Όταν κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο ήταν εξαντλημένος και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και τον ξαπλώσαμε σε κάτι παλιούς πάγκους που είχαμε.
Βέβαια, δεν ήταν σε θέση να πάρει τα μέτρα για τα κουφώματα και τα παντζούρια και έτσι τα μέτρα τα πήρε ο Κλεάνθης Καράμπελας, ως ειδικός για τέτοιες δουλειές της παρέας για να μην πήγαινε χαμένη η μετάβασή μας στο Λαϊλιά.
Ήρθε η ώρα της επιστροφής. Μπήκαμε στο ταξί και συνεχίστηκε αυτή η κατάσταση να σταματάμε κάθε τόσο για εμετό αλλά στο τέλος όπως ήταν φυσικό δεν είχε να βγάλει τίποτε.
Φθάσαμε στα Σέρρας και τον πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι του.
Η γυναίκα του μας είπε ότι το αυτοκίνητο τον πειράζει πάντοτε, ενώ ίσως το σωστό θα ήταν να μας πει ότι και μόνον η θέα του αυτοκινήτου τον πειράζει.
Τέλος, τα κουφώματα και τα παντζούρια έγιναν. Βέβαια, για την τοποθέτηση των δεν τόλμησε να ξανανεβεί στον Λαϊλιά. Την τοποθέτηση έκαμαν οι τεχνίτες του που ήσαν πολύ καλοί στην δουλειά.
Με την τοποθέτηση των παραθύρων και της πόρτας έγινε σχετικά κατοικήσιμο το ισόγειο και με κάτι πρόχειρα μιντέρια και τραπέζια που κατασκεύασε ο Κλεάνθης, αρχίσαμε να το χρησιμοποιούμε για διημέρευση μόνον. Όσο ήταν καλοκαίρι και ο καιρός ήταν καλός τα πράγματα πήγαιναν καλά, αλλά μόλις άρχισαν τα πρωτοβρόχια τα πράγματα δυσκόλεψαν γιατί το ταβάνι άρχισε να στάζει νερά διότι όπως είπαμε η πλάκα δεν ήταν στεγανή, αφού δεν ήταν για στέγη αλλά για πάτωμα του πρώτου ορόφου που θα χτίζαμε και έτσι όταν έβρεχε χωρίς υπερβολή ανοίγαμε ομπρέλες ή βάζαμε νάιλον.
Τον άλλο χρόνο το 1960 κτίσαμε τα τοιχώματα του πρώτου ορόφου και βάλαμε την στέγη με κεραμίδια και έτσι πλέον δεν είχαμε το πρόβλημα να στάζει νερά το ταβάνι. Έτσι η κατάσταση βελτιώθηκε.
Στην αρχή για θέρμανση χρησιμοποιούσαμε κάτι μεγάλες σόμπες λαμαρινένιες που κατασκευάσαμε στο λευκοσιδηρουργείο του Καλκόβαλη, στις οποίες καίγαμε ξύλα τα οποία μαζεύαμε μόνοι μας από το δάσος και κουβαλούσαμε στα χέρια, τα κόβαμε δε με ένα πριόνι και τσεκούρι της κακιάς ώρας.
Ο τρόπος αυτός συγκέντρωσης καυσόξυλων συνεχίστηκε για πολλά χρόνια έως ότου αποκτήσαμε σχετική οικονομική άνεση και που εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να λιγοστεύουν οι εθελοντές για την δουλειά αυτήν και αρχίσαμε να αγοράζουμε καυσόξυλα τα οποία μας τα μετέφεραν, μας τα έκοβαν κλπ και εμείς βέβαια τα καίγαμε με μεγάλη ευκολία και χωρίς κόπο.
Νερό, βέβαια, κουβαλούσαμε με τα γκιούμνια από μακρινή απόσταση και το μεν καλοκαίρι ήσαν κάπως εύκολο, τον χειμώνα όμως με τα χιόνια και τις παγωνιές ήταν πολύ δύσκολο.
Επίσης, οι τουαλέτες ήταν εκτός του Καταφυγίου και σε μακρινή απόσταση από αυτό και η χρήση τους ήταν προβληματική, ιδίως τα βράδια του χειμώνα με χιόνια και παγωνιές.
Θα μπορούσα να αναφέρω διάφορα περιστατικά και επεισόδια που έγιναν κατά το κτίσιμο του Καταφυγίου τα οποία είναι πολλά και διάφορα καθώς και κατά την χρησιμοποίησή του τα πρώτα χρόνια, αλλά το αποφεύγω.
Έτσι λοιπόν έγινε το Καταφύγιο και περνούσαμε τα πρώτα χρόνια σε αυτό.
Και έφθασε σήμερα με πολλούς κόπους και θυσίες στην κατάσταση που είναι με κεντρική θέρμανση με τρεχούμενο νερό, με τουαλέτες εντός του Καταφυγίου με πλήρη εξοπλισμό, κρεβάτια στρώματα σεντόνια κουβέρτες, με είδη κουζίνας με ηλεκτροφωτισμό, τηλέφωνο και λοιπά χρειώδη.